Κριτική ταινίας: «Medianeras»
«Ποτέ άλλοτε οι στέγες των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα», λέει χαρακτηριστικά ο Α. Σαμαράκης. Οι «Μεσοτοιχίες» αποτελούν την κινηματογραφική μεταφορά της παραπάνω ιδέας μέσα από τις ιστορίες «δύο ξένων στην ίδια πόλη».
«Medianeras» (Μεσοτοιχίες)
Πρόκειται για την πρώτη ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους του αργεντινού Γκουστάβο Ταρέτο η οποία πήρε και το βραβείο «Χρυσή Αθηνά» στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ της Αθήνας. Βασίζεται στην ομότιτλη ταινία του, μικρού μήκους, που του χάρισε αντίστοιχα πολλά βραβεία.
Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος, συμπυκνώνοντας σοφά όλο το επιχείρημα του έργου. Οι Μεσοτοιχίες αναπαριστώντας ταυτόχρονα, στην κυριολεξία, τους τυφλούς τοίχους των τεράστιων πολυκατοικιών των μεγαλουπόλεων αλλά και μεταφορικά τα «τείχη» που υψώνονται ανάμεσα στους ανθρώπους των αστικών κέντρων εμποδίζοντας την επικοινωνία.
Ο Μαρτίν ζει μόνος σε ένα διαμέρισμα στο Μπουένος Άιρες, φροντίζοντας το σκύλο της πρώην του και κερδίζοντας τη ζωή του από το web-design. Η Μαριάνα μένει στο διπλανό κτήριο, παρέα με κούκλες-μανεκέν που τις χρησιμοποιεί για να διακοσμεί βιτρίνες, μια που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ασκήσει το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Έχοντας βγει και οι δύο από μια μακροχρόνια σχέση, βιώνουν μια περίοδο απαξίωσης, αδιαφορίας και αγοραφοβίας η οποία, ωστόσο, σιγά-σιγά μετατρέπεται σε αναζήτηση ενός συντρόφου, του «έτερου ήμισυ».
Η συνάντηση αυτών των δύο ανθρώπων μέσα σε μια πόλη τριών εκατομμυρίων είναι εμφανώς η κύρια βάση της πλοκής, καθιστώντας την μεν προβλέψιμη, εντυπωσιάζοντας δε ο σκηνοθέτης με το κριτικό βλέμμα που ρίχνει πάνω στο ψυχρό πρόσωπο μιας τσιμεντούπολης η οποία θυμίζει σε αρκετά σημεία την Αθήνα.
Με όχημα τις ιστορίες αυτών των δύο τριαντάρηδων, του Μαρτίν και της Μαριάνα, επιχειρεί να καταγράψει κινηματογραφικά τις «νόσους» από τις οποίες πάσχει η σύγχρονη κοινωνία του Ιντερνέτ και των μεγαλουπόλεων, όπως είναι η μοναξιά, η αίσθηση της απομόνωσης (οξύμωρο για μια πολυπληθή πόλη), ο ατομισμός, η επιφάνεια χωρίς βάθος, η έλλειψη διάθεσης για αλληλοκατανόηση και η αφάνεια της μοναδικότητας μέσα στο πλήθος.
Τα οπτικά σχήματα και εφέ που χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν όλες τις παραπάνω έννοιες είναι ποίκιλα και ρεαλιστικά. Ο Γκουστάβο Ταρέτο προερχόμενος από το χώρο της διαφήμισης αντλεί υλικό από τη φωτογραφία, τα γκράφιτι και τα κόμικς, εμπλουτίζοντάς το με μια voix off που μετατρέπει το εκάστοτε πρόσωπο σε αφηγητή. Ένα απλό παράδειγμα είναι οι φωτογραφίες της Μαριάνα με τον πρώην φίλο της οι οποίες κάθε χρόνο λιγοστεύουν υποδηλώνοντας τη βαθμιαία φθορά της σχέσης τους.
Η ιδέα του αδιεξόδου, του κλειστοφοβισμού και η διάθεση διαφυγής από αυτά αποτυπώνεται με έξυπνες εικόνες, ρεαλιστικές χωρίς καμία τάση ωραιοποίησης: με καθαρά κομμένα πλάνα, ο φακός επικεντρώνεται στην πρόσοψη διαμερισμάτων, στριμωγμένων το ένα δίπλα στο άλλο θυμίζοντας σφηκοφωλιές, σε σκόρπια φυτά και βλάστηση που φυτρώνουν εδώ και εκεί απρόσμενα μέσα από το μπετόν, σε παράθυρα που κατασκευάζονται, τέλος, αυθαίρετα στις μεσοτοιχίες για να μπει λίγο φως στη ζωή.
Ο σκηνοθέτης με εμμονή, θα λέγαμε, κινηματογραφεί τη «σχέση» της εργένισσας Μαριάνα με τον κούκλο-μανεκέν: τον πλένει, του μιλά, τον χαϊδεύει… καταδεικνύοντας έτσι με ειρωνεία το αξιολύπητο των ανθρώπων όταν βιώνουν σε μια κοινωνία άψυχη και παγερή. Το Ιντερνέτ που χρησιμοποιεί ο Μάρτιν, με τις «επιλογές» που προσφέρει, έρχεται να επιβεβαιώσει την παραπάνω θέση.
Για να αποφορτισθεί η ατμόσφαιρα, ο Ταρέτο μάς επιφυλάσσει ένα καλό τέλος στην ιστορία του, πασπαλίζοντάς τη με ένα ρομαντισμό και θυμίζοντάς μας ότι πρόκειται για fiction και όχι για την πραγματικότητα.
Όπως και να έχει, οι «Μεσοτοιχίες» είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε.
Παραγωγή: Αργεντινή - Ισπανία – Γερμανία Σκηνοθεσία: Γκουστάβο Ταρέτο, παίζουν: Πιλάρ Λόπεζ Ντε Αγιάλα, Ινές Εφρον, Ράφα Φέρο, Κάρλα Πέτερσον. Η ταινία προβάλλεται στον Μικρόκοσμο.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ