Κριτική ταινίας:«Το τέλειο χτύπημα»
Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την ταινία του Τζιουζέπε Τορνατόρε «Το τέλειο χτύπημα», στην οποία πρωταγωνιστεί ο βραβευμένος με Όσκαρ Τζέφρι Ρας.
«Το τέλειο χτύπημα»
Ο ιταλός κινηματογραφιστής του «Σινεμά Ο Παράδεισος» (Όσκαρ Σκηνοθεσίας), ο Τζιουζέπε Τορνατόρε, σκηνοθετεί μια πρωτότυπη ιστορία πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, πάνω στο αυθεντικό και το αντίγραφο. Η νέα του ταινία «Το Τέλειο Χτύπημα» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με σφιχτοδεμένη πλοκή και μια απρόσμενη κατάληξη (twist final), μια ταινία μυστηρίου που κρατά τεταμένη την προσοχή του κοινού μέχρι το τελευταίο λεπτό.
«Το Τέλειο Χτύπημα» θα λέγαμε ότι διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, αν λάβουμε υπόψη τη λεπτοδουλεμένη σκηνοθεσία, τις έξυπνες μεταφορές, το παιχνίδι με τους κώδικες (της ζωγραφικής, της γλυπτικής και του κινηματογράφου) και τη διαρκή εναλλαγή τους ως σημεία έκφρασης. Μια αλληλεπίδραση και σύζευξη στοιχείων που σπάνια βλέπουμε στο σινεμά.
Η ιστορία δομείται γύρω από ένα πρόσωπο δύστροπο, μοναχικό και μυστήριο που κρατά σε απόσταση τον κόσμο και οτιδήποτε το περιβάλλει εκτός της οικίας του. Ο Βέρτζιλ Όλντμαν (Τζέφρι Ρας) είναι ένας υποχόνδριος πενηντάρης, που ασχολείται με τη δημοπρασία και την εκτίμηση έργων τέχνης.
Η έντονη αποστασιοποίηση του από το εξωτερικό περιβάλλον εκδηλώνεται εύγλωττα στα γάντια που φορά συνεχώς για να μην μολυνθεί από τις επιδράσεις της εξωτερικής πραγματικότητας καθώς και στο χαρτομάντηλο (!) με το οποίο κρατά τα τηλέφωνα…
Αυτή η ηθελημένα (;) απομονωμένη προσωπικότητα θα ερωτευτεί μιαν άλλη αντίστοιχα μυστήρια ύπαρξη που ακούει στο όνομα Κλερ (Σίλβια Χοκς) και δείχνει να πάσχει από αγοραφοβία. Θα λέγαμε ότι εδώ βρίσκει εφαρμογή η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι ερωτεύονται συνήθως πρόσωπα στα οποία βρίσκουν (ή νομίζουν ότι βρίσκουν) μια αντανάκλαση του εαυτού τους. Μέρα με τη μέρα, οι σχέσεις μεταξύ της Κλερ και του Όλντμαν εντείνονται, διεγείροντας όλο και περισσότερο την περιέργεια του δημοπράτη να ανακαλύψει και να κερδίσει τη μοναχική γυναίκα που κρύβεται πίσω από τους ζωγραφισμένους τοίχους…
Τα ονόματα των δύο ηρώων έχουν και μια συμβολική σημασία : ο ηλικιωμένος Όλντμαν («oldman») δείχνει ακόμη πιο μεγάλος δίπλα από τη νεαρή Κλερ («claire=ξεκάθαρο»), της οποίας η στάση μόνο ξεκάθαρη δεν είναι, δημιουργώντας έτσι μια ειρωνεία με τη σημασιολογική αντιστροφή.
Η ταινία αργά και βαθμιαία αναπτύσσει ένα ρυθμό υποβλητικό και ανάλογο των εξελίξεων, βυθίζοντας το θεατή σε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Ενός μυστηρίου που ο ίδιος πρέπει να αποκωδικοποιήσει –εδώ ο θεατής μετατρέπεται σε ενεργητικός-, όπως και ο κεντρικός ήρωας. Οι χιτσκοκικές αναφορές δεν λείπουν, με πιο έντονο το στοιχείο της παρακολούθησης.
Ο ίδιος ο κύριος Όλντμαν, ακόμη, αποτελεί ένα μυστήριο: χωρίς σύντροφο, πάντα μόνος, φαίνεται να αναπληρώνει τη μόνιμη έλλειψη του άλλου φύλου στη ζωή του συλλέγοντας πορτραίτα αποκλειστικά γυναικών σε ένα κρυφό δωμάτιο του σπιτιού του. Χαρακτηριστικό είναι το μοντάζ που γίνεται κάποιες φορές με βάση αυτούς τους πίνακες ζωγραφικής. Όταν ο Βέρτζιλ Όλντμαν αναθυμάται και σκέφτεται τα λόγια της Κλερ –που ακούγονται σε «voix-off»-, οι πίνακες με τις αναπαριστώμενες στάσεις των γυναικών λειτουργούν ως εξωγλωσσικά στοιχεία.
Οι εκφράσεις του προσώπου, οι χειρονομίες και στάσεις του σώματος που χρωματίζουν το λόγο ανάλογα, αναπληρώνονται ευφάνταστα από τις ανάλογες εκφράσεις των «ψεύτικων» γυναικών που αποτυπώνονται στον εκάστοτε πίνακα. Η γρήγορη εναλλαγή των κάδρων συμπίπτει με τη γρήγορη εναλλαγή των προτάσεων της Κλερ που ακούγονται, παράγοντας ένα πρωτότυπο οπτικό εφέ. Έτσι δίνεται η εντύπωση ότι τα πορτραίτα όλων των γυναικών μαζί συνθέτουν τη μία και μοναδική «γυναίκα των ονείρων» του παθιασμένου ήρωα με την τέχνη.
Εκτός από τη ζωγραφική, η γλυπτική επίσης καλείται να συνεργαστεί (ή να συνυπάρξει) με τη φιλμική εικόνα, ενισχύοντας την άσκηση ύφους που υιοθετεί ο σκηνοθέτης. Το γραφείο του κυρίου Όλντμαν περιστοιχίζεται από προτομές διαφόρων σπουδαίων ανδρών. Όταν αυτός βρίσκεται εν ώρα εργασίας, το σοβαρό ύφος του υπεύθυνου επαγγελματία και οι εκφράσεις του προσώπου του αντανακλώνται εύστοχα στο αντίστοιχα σοβαροφανές ύφος των προτομών που τον περιζώνουν.
Μια μορφή εγκιβωτισμού επιχειρείται με διάφορα τρικ και μέσα, βγαίνοντας από το ένα κάδρο και μπαίνοντας αυτόματα στο επόμενο (χαρακτηριστική η σκηνή του τέλους), ή χρησιμοποιώντας συχνά champs-contre-champs, με το «ζωντανό» πρόσωπο του ήρωα να εναλλάσσεται με ένα πορτραίτο, με ένα έργο ζωγραφικής, απομίμησης αληθινών ανθρώπων που υπήρξαν κάποτε.
Μια ρητορική πάνω στο αληθινό και το ψεύτικο, πάνω στην απομίμηση και την αυθεντικότητα διατρέχει όλο το φιλμικό κείμενο, δίνοντας μια «χαριστική βολή» στο τέλος που θα καταπλήξει αλλά και θα απογοητεύσει πολλούς με τον ανεκδοτολογικό της χαρακτήρα. Η φωτογραφία συμβάλλει τα μέγιστα στο αισθητικό αποτέλεσμα που επιχειρείται ενώ η καθηλωτική μουσική του Ennio Morricone βάζει αριστοτεχνικά τα σημεία στίξης στην αισθαντική και βαθιά εκφραστική φιλμική πρόταση του Τορνατόρε. Περιττό να αναφερθεί ότι ο Τζέφρι Ρας εισχωρεί «ψυχή τε και σώματι» στο ρόλο.
Παίζουν: Τζέφρι Ρας, Σίλβια Χοκς, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Τζιμ Στάρτζες. H ταινία προβάλλεται από τη Feelgood Entertainment.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ