Το ασπρόμαυρο σινεμά (ευτυχώς) επιστρέφει
Τα τελευταία χρόνια θα παρατηρήσει κανείς ότι το ασπρόμαυρο έχει επιστρέψει στο σινεμά. Μπορεί πλέον να αποτελεί επιλογή και όχι μονόδρομο, για πολλούς σκηνοθέτες αποτελεί όμως ένα ιδανικό μέσο στυλιζαρίσματος.
Εύκολα, η καλύτερη και πιο πιστή μεταφορά δημιουργίας του Frank Miller, το «Sin City» (2005) είναι εντυπωσιακό και σέξι οπτικά και σε εθίζει τόσο στον κόσμο του, που οι 2,5 ώρες που διαρκεί φεύγουν χωρίς να το καταλάβεις. Η βοήθεια του Tarantino στη σκηνοθεσία παράγει απίστευτα στυλιζαρισμένη βία και το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο ζωντανό και σέξι που ευγνωμονείς για την ασπρόμαυρη επιλογή.
Κάθε νέα ταινία του Michael Haneke αποτελεί και ένα γεγονός και η «Λευκή Κορδέλα» (2009) είναι από τα πιο έντονα. Το ασπρόμαυρο εδώ δε σε ξεκουράζει αλλά σε αιχμαλωτίζει.
Μεταφερόμαστε σε ένα μικρό χωριό της Γερμανίας πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να αναζητήσουμε τα αίτια της βίας και η διαδικασία είναι αρκετά επίπονη με τον Haneke να επιδεικνύει χειρουργική ακρίβεια χωρίς να ασχολείται με ωραιοποίηση των περιστάσεων. Δίκαιος ο Χρυσός Φοίνικας.
Κάπου εδώ η μόδα με το ασπρόμαυρο καθιερώθηκε και επισήμως και με τη βούλα των Oscar. Η ταινία του Michel Hazanavicius «The Artist» (2011) δεν είναι η καλύτερη ταινία που έχει να επιδείξει αυτό το άτυπο υπο-είδος και ασχολείται περισσότερο με το παρελθόν παρά με το σήμερα, αναβιώνει όμως τη λάμψη του κλασικού Χόλιγουντ και μας σύστησε τον Uggie, το τεριέ που αγαπήθηκε όσο λίγα κατοικίδια στο σινεμά. Νομίζουμε αυτά είναι αρκετά.
Αγαπάμε την κλασική Disney και μας αρέσει που και η ίδια εκτιμά τις ρίζες της. Το «Paperman» (2012) είναι ένα μικρού μήκους φιλμ, που προβλήθηκε στους κινηματογράφους πριν το «Wreck-It Ralph» και αγαπήθηκε περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμεναν και οι δημιουργοί του. Συνδέει την καρδιά με τη φαντασία, όπως μόνο η Disney ξέρει και το μινιμαλιστικό ασπρόμαυρο στυλ είναι αθεράπευτα ερωτεύσιμο.
Η ταινία του Πορτογάλου Miguel Gomes, «Tabu» (2012) χωρίζεται σε δύο μέρη και είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχουμε δει στο σινεμά την τρέχουσα δεκαετία.
Στο πρώτο μέρος βλέπουμε μια δύστροπη ηλικιωμένη γυναίκα στη Λισαβόνα που οδηγείται στο νοσοκομείο και αναζητά έναν άνδρα από το παρελθόν της και στο δεύτερο μέρος πηγαίνουμε 50 χρόνια πίσω, σε αυτό το παρελθόν, σε μια ερωτική περιπέτεια στην Αφρική που δε μοιάζει με τίποτε άλλο που έχεις δει. Ο Gomes πειραματίζεται με στυλ και φόρμες και παραδίδει κάτι αυθεντικά ρηξικέλευθο.
Το «Blancanieves» (2012) είναι ανατρεπτικό για αρκετούς λόγους πλην του ασπρόμαυρου. Καταρχάς δεν έχει λόγια και αποτελεί ένας φόρος τιμής στο κλασικό βωβό σινεμά. Με αυτά τα μέσα είναι εύκολο να γίνει παλιομοδίτικο αλλά τελικά καταλήγει όσο πιο μοντέρνο μπορείς να φανταστείς. Σε αυτό βοηθάει και ο τρόπος που διαβάζει το παραμύθι της Χιονάτης, τοποθετώντας το στην Ισπανία του 1920.
Το «Frances Ha» (2012) δανείζεται στοιχεία από τις κλασικές ταινίες του Woody Allen και από τη σύγχρονη χιπ κουλτούρα του τηλεοπτικού «Girls» και φτιάχνει κάτι εντελώς δικό του που εκφράζει απόλυτα το εδώ και το τώρα.
Το οδοιπορικό της 27χρονης Frances να βρει το δρόμο της στην ασπρόμαυρη Νέα Υόρκη του σήμερα, εκφράζει αληθινές ανησυχίες και η Greta Gerwig ισορροπώντας τέλεια ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό γίνεται σίγουρα μια φωνή μιας γενιάς. Έχει τόσο «χρώμα» που δε χρειάζεται να είναι έγχρωμη.
Κάποιους μήνες μετά, μπορούμε να πούμε ότι το «Nebraska» (2013) ίσως και να είναι η καλύτερη ταινία του Alexander Payne. Μέσα από ένα road trip ενός ηλικιωμένου πατέρα με το γιο του αναδεικνύονται τόσα πολλά ζητήματα που μας κάνουν να μιλάμε ήδη για ένα κλασικό φιλμ του αμερικανικού σινεμά.
Αποτελεί μια εμβάθυνση στην αμερικανική ιστορία και στο χρόνο, που περνάει και στο πώς επηρεάζει τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, ενώ παράλληλα διαθέτει το λυρικό βάρος για να φέρει εις πέρας τους στόχους του. Οι τελευταίες σκηνές είναι μόνο συναίσθημα.
Γιάννης Μόσχος