Είναι «Η επιστροφή» η ταινία για την οποία ο Ντι Κάπριο αξίζει το πρώτο του Όσκαρ;
Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο οδεύει ολοταχώς προς το πρώτο του Όσκαρ και είμαστε μαζί του, έχουμε όμως κάποιες ενστάσεις όσον αφορά το όχημά του.
Ασφαλώς και η ταινία των φετινών Όσκαρ με 12 υποψηφιότητες είναι «Η επιστροφή» (The Revenant) του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιαρίτου. Ο θριαμβευτής των περσινών βραβείων με το «Birdman» συνεργάζεται με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος για πρώτη φορά εισέρχεται ως ακλόνητο φαβορί στην κούρσα για το χρυσό αγαλματίδιο του Α’ Ανδρικού. Είναι παλλαϊκή απαίτηση να διορθωθεί αυτή η μεγάλη «αδικία» των περασμένων ετών και οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές περισσότερο από ποτέ για να συμβεί τώρα. Λογικά η Ακαδημία θα συγχρονιστεί (επιτέλους) με το «θέλω» του κόσμου, αφήνοντας ωστόσο στην άκρη αυτή την κουβέντα, έχουμε μια ταινία στη μέση και υπάρχουν αρκετά πράγματα να πει κανείς για αυτή.
Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα και μας μεταφέρει πίσω στην άγρια Αμερική του 1820. Μια αποστολή χαρτογράφησης παίρνει αρνητική εξέλιξη και ο κυνηγός Χιου Γκλας (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) αφού τραυματιστεί βαριά μετά από επίθεση αρκούδας, εγκαταλείπεται από ένα μέλος της ομάδας του, τον προδότη Τζον Φιτζέραλντ (Τομ Χάρντι). Παρά τις αντίξοες συνθήκες για επιβίωση, ο Γκλας τα βάζει με το πολικό ψύχος, το εχθρικό περιβάλλον και τις εχθρικές φυλές Ινδιάνων και ξεκινά ένα υπεράνθρωπο οδοιπορικό με έναν και μόνο στόχο: να πάρει εκδίκηση από τον Φιτζέραλντ.
Το σινεμά που κάνει ο Ινιαρίτου είναι πλέον γνωστό. Το «The Revenant» είναι η έκτη ταινία του μέσα σε 16 χρόνια και γνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες και τα κολλήματά του, όπως επίσης και τους λόγους που είναι τόσο αγαπητός από την Ακαδημία. Αρέσκεται σε σκληρές και ρεαλιστικές ιστορίες, διοχετεύοντας όλο το λυρισμό στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι ήρωές του. Θέλει να ελέγχει πλήρως τις ταινίες του και έχει τέτοια εμπιστοσύνη στο όραμά του που εύκολα μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει για ναρκισσισμό. Το «Birdman» ήταν πιο ελαφρύ σε σχέση με ό,τι μας είχε συνηθίσει και είχε μια αύρα παλιού Χόλιγουντ, κάτι που πάντα εκτιμάται δεόντως στα Όσκαρ (βλέπε «The Artist») και κάπως έτσι φτάσαμε στην περσινή σαρωτική του νίκη. Το ερώτημα που πρέπει να θέσετε είναι όμως το εξής απλό: διασκεδάζετε με τις ταινίες του;
Προφανώς και η σκέτη διασκέδαση δεν είναι το μοναδικό ζητούμενο στο σινεμά, είναι πάντως σημαντικό να παίρνεις κάτι μετά την έξοδό σου στο σινεμά. Να έχεις νιώσει κάποια συναισθήματα, να έχεις λάβει τροφή για σκέψη και τέλος πάντων για όση ώρα είσαι στην αίθουσα να μην έχεις την αίσθηση του χώρο και του χρόνου, ότι βρίσκεσαι δηλαδή εκεί και κοιτάς ανά διαστήματα το ρολόι ή κινητό σου. Όσον αφορά λοιπόν τον Ινιαρίτου, για να βρούμε μια ταινία του που καλύπτει όλες αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να πάμε πίσω αρκετά χρόνια, όταν μας συστηνόταν με τις «Χαμένες αγάπες». Το πακέτο είναι υπέρ του δέοντος σκοτεινό και τραχύ, αλλά στο τέλος επιβραβεύεσαι για την υπομονή σου, εν πολλοίς και λόγω των συνταρακτικών ερμηνειών. Τα «21 γραμμάρια» προσπαθούν να εκμαιεύσουν τα συναισθήματά σου με ωμή ψυχολογική βία, το «Βαβέλ» χάνει τον προσανατολισμό του μέσα στη σύνθεση των διαφορετικών ιστοριών και το «Biutiful» βυθίζεται στη μιζέρια της ιστορίας του και ούτε ο Χαβιέ Μπαρδέμ δεν μπορεί να το ξελασπώσει.
Ας πούμε ότι με την «Επιστροφή» ο Ινιαρίτου… επιστρέφει στο προ-«Birdman» σινεμά του, αυτό το βαρύ και αργόσυρτο που «επενδύει» στον ανθρώπινο πόνο. Τα 156 λεπτά που διαρκεί το φιλμ είναι πάρα πολλά για να διηγηθεί αυτή την απλοϊκή ιστορία επιβίωσης και εκδίκησης, συνεπώς πέφτει στο τριπάκι της ηδονοβλεψίας των βασάνων του πρωταγωνιστή του. Βέβαια, έχει την τύχη αυτός να είναι ο Ντι Κάπριο που διψασμένος για Όσκαρ καθώς είναι, φτάνει την ερμηνεία του στα άκρα. Αισθάνεσαι τον αγώνα που δίνει για να κρατηθεί στη ζωή και αγωνιάς για την τύχη του ακόμη και αν ο χαρακτήρας του δεν έχει αναπτυχθεί τόσο σωστά ώστε να σε κερδίσει σε προσωπικό επίπεδο, συμπάσχεις μαζί του. Ο Ντι Κάπριο βρέθηκε σε θερμοκρασίες αρκετά κάτω από το μηδέν και έφαγε ωμό κρέας για τις ανάγκες των γυρισμάτων και αξίζει τη βράβευση, όσο και αν θα θέλαμε να είχε έρθει σε κάποια άλλη ταινία. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τώρα θα μιλούσαμε για το τρίτο του Όσκαρ μετά από αυτά για το «The Aviator» και τον «Λύκο της Wall Street», αλλά αυτή είναι μια άλλη πολύ μεγάλη συζήτηση.
Επιστρέφοντας στα της ταινίας, είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσεις πόσο όμορφη δείχνει. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Εμάνουελ Λουμπέζκι, στη φωτογραφία του οποίου ο Ινιαρίτου οφείλει τα πάντα για το «Birdman» για την αίσθηση που δημιουργεί ότι γυρίστηκε με ένα μοναδικό πλάνο. Τα τοπία στο «The Revenant» είναι εντυπωσιακά και διαθέτουν μια άγρια ομορφιά, χωρίς ποτέ να μοιάζουν φιλικά προς τον άνθρωπο. Εκεί έγκειται και όλη η περιπέτεια αφού κάθε ανάμειξη του Ινιαρίτου κρύβει τέτοια επιδειξιομανία, λες και γυρίζει στην κάμερα και σου λέει να επιβεβαιώσεις πόσο μεγάλος σκηνοθέτης είναι.
Είναι λοιπόν μια κακή ταινία το «The Revenant»; Δύσκολα θα λέγαμε κάτι τέτοιο, κυρίως λόγω της δύναμης της ιστορίας, της βιωματικής ερμηνείας του Ντι Κάπριο και του δίπολου με τον φανταστικό και υποτιμημένο Τομ Χάρντι και της τοπογραφίας του Λουμπέζκι. Είναι όμως και μια ταινία που δε σου αφήνει τίποτα μετά το τέλος της και σε «αγριεύει» χωρίς να ανταποδίδει όσα θα περίμενες. Είναι ,εν τέλει, μια ταινία που δε θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν υπήρχε η σεζόν των βραβείων.
Η ταινία «Η επιστροφή» θα βγει στις αίθουσες στις 21 Ιανουαρίου, από την Odeon.
Γιάννης Μόσχος