Safka: η σκανδιναβική κουζίνα «κατηφόρισε» στον Κεραμεικό
Μια μικρή, γευστική αποκάλυψη στο κέντρο της Αθήνας, το Safka, συστήνει εδώ και 3 χρόνια τις σκανδιναβικές γεύσεις στο ελληνικό κοινό. Κι εμείς μόλις καταλάβαμε τι χάναμε τόσο καιρό…
Η ελληνική κουζίνα… κυλάει στο αίμα μας, στην ιταλική έχουμε εντρυφήσει, τη γαλλική την έχουμε αγαπήσει, η ινδική έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, η ισπανική επίσης, ήρθε η ώρα για κάτι πιο βόρειο, για λίγο “safka” εκ Σκανδιναβίας –όπου safka, φαγητό στη φινλανδική αργκό, το οποίο ενέπνευσε και την ονομασία του εστιατορίου. Μια σχετικά ζεστή, ελληνική, χειμωνιάτικη νύχτα, λοιπόν, ανοίξαμε την πόρτα του Safka και πήραμε θέση για ένα γευστικό ταξιδάκι στον παγωμένο Βορρά, χωρίς να χρειαστεί να πάμε μακριά. Μόνο μέχρι τον Κεραμεικό.
Η ιδέα γεννήθηκε από τα δύο αδέρφια Marika και Samu Koskinen, που ζώντας στην Ελλάδα, σκέφτηκαν να συστήσουν τη σκανδιναβική κουζίνα σε ένα λαό που γνωρίζει ως επί το πλείστον πιο μεσογειακές γεύσεις, δίνοντάς του την ευκαιρία να πειραματιστεί. O Samu, λοιπόν, ως σεφ, έπιασε την κουζίνα και η Marika, ούσα φωτογράφος, ασχολήθηκε με το κρασί, σπουδάζοντας οινολογία και στολίζοντας ταυτόχρονα τις φωτογραφίες της από διάφορα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Αθηνών στους τοίχους του εστιατορίου τους, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το δάσος –πράσινο χρώμα στους τοίχους, σε συνδυασμό με ανοιχτόχρωμο ξύλο- ακολουθώντας τα πρότυπα της σκανδιναβικής λιτότητας.
Μέσα σε αυτό το «δάσος» καθίσαμε κι εμείς γεμάτοι ενθουσιασμό, έτοιμοι να δοκιμάσουμε τις νέες και άγνωστες σ’ εμάς γεύσεις. Όπως μας εξήγησε η Marika Koskinen, το μενού του εστιατορίου αλλάζει κάθε 2 με 2,5 μήνες ακολουθώντας την εποχή και τα υλικά της, συμπεριλαμβάνοντας πάντα μέχρι 7 ορεκτικά, 5 κυρίως και 3 επιδόρπια. Αφού βολευτήκαμε, αλείψαμε το ψωμί βύνης, το οποίο φτιάχνουν οι ίδιοι, με το γευστικότατο βούτυρο με ρέγκα και άνηθο και το εξαφανίσαμε εντός ολίγου, πιάσαμε το μενού και «χαθήκαμε» στα άδυτα της σκανδιναβικής κουζίνας, ανάμεσα σε ταρτάρ από κόντρα φιλέτο μόσχου, καρπάτσιο ταράνδου, Smorrebröd με καλαμάρι, Black Angus Tri-Tip με πατάτες κονφί, φιλέτα πάπιας, φιλέτο αγριόχοιρου, σπιτικά καπνισμένο σολομό και άλλα πιάτα, έχοντας φυσικά αρκετά άγνωστες λέξεις. Μετά από λίγη σκέψη και επεξηγήσεις από το ευχάριστο και εξυπηρετικό προσωπικό του μαγαζιού, καταλήξαμε στην παραγγελία μας και οι σκανδιναβικές γεύσεις άρχισαν να καταφτάνουν στο πιάτο μας.
Η κρεμώδης σούπα με κενέλ σολομού, άνηθο, τραγανή βύνη και μους σμέτανα-χρένο μας κράτησε γευστική παρέα μέχρι να έρθει το Smorrebröd, το οποίο είναι ουσιαστικά ένα ανοιχτό σάντουιτς με καλαμάρι, μαριναρισμένες πατάτες, μαύρη μαγιονέζα, γογγύλι τουρσί και νεροκάρδαμο (8 ευρώ), στο οποίο έπρεπε να συνδυάζουμε όλες τις γεύσεις σε κάθε μπουκιά για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Πράγματι, το καλαμάρι, έδενε εξωπραγματικά καλά με τη χειροποίητη μαύρη μαγιονέζα –η οποία «μαύρισε» από το μελάνι του»- το γογγύλι και τις πατάτες, αφήνοντας μια δροσερή γεύση, στην οποία έδινε ακόμη περισσότερη δροσιά το νεροκάρδαμο, που ανήκει στην κατηγορία των πιο ξεχωριστών και «ψαγμένων» υλικών που χρησιμοποιεί το εστιατόριο (όπως κόκκινη ρόκα, δροσουλίτη, άνθος borage, σπάνια μανιτάρια κ.ά.) και ψάχνει προσεκτικά από Έλληνες παραγωγούς.
Μετά τη δροσιά του Smorrebröd, ακολούθησε το μπλινί από φαγόπυρο (είδος μαύρου σιταριού), με αβγά πέστροφας, σμέτανα, κόκκινο κρεμμύδι, τσάιβς και βούτυρο noisette (12,5 ευρώ), για το οποίο πρέπει να ξέρετε ότι στην παραδοσιακή του μορφή προέρχεται από Ρωσία και είναι ένα είδος pancake από μαύρο σιτάρι, το οποίο είναι μαλακό και «γεμίζει» το στόμα, ταιριάζοντας εξαιρετικά με το βούτυρο noisette, ενώ τα αβγά της πέστροφας έλεγαν την τελευταία λέξη, καθώς «έσκαγαν» στο στόμα, ταιριάζοντας ιδανικά με το λευκό κρασί Μαλαγουζιά και το Μοσχάτο-Μοσχοφίλερος που γέμισε τα ποτήρια μας, από την πλούσια λίστα κρασιών με 35-40 ετικέτες, αποκλειστικά ελληνικές.
Φτάνοντας η ώρα για το τελευταίο ορεκτικό, οφείλουμε να παραδεχτούμε κάτι: το κρέας ταράνδου είναι κάτι με το οποίο δεν ήμασταν ποτέ εξοικειωμένοι. Από την άλλη, το να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό, που οι βόρειοι λαοί λατρεύουν όπως εμείς μια περιποιημένη χοιρινή, αποτελούσε σίγουρα πρόκληση. Βλέποντας λοιπόν το καρπάτσιο ταράνδου με πουρέ καπνιστού ρουταμπάγκα (γουλί), ρόκα και κουλί από κράνα (11,5 ευρώ) στο μενού, πήραμε μια βαθιά ανάσα και είπαμε «ήρθε η ώρα του». Τελικά η βαθιά ανάσα ήταν περιττή. Δεν έμεινε ίχνος ταράνδου -ούτε ρουταμπάγκα. Και για όσους googlάρουν ταυτόχρονα το «καρπάτσιο», να τους πούμε ότι είναι πολύ λεπτές φέτες ωμού κρέατος, το οποίο εν προκειμένω είχε «ψηθεί» σε αλάτι, χωρίς όμως να αφήνει αλμυρή γεύση, ούτε να έχει έντονη γεύση κρέατος, όπως έχει ο τάρανδος. Η γεύση του ήταν διακριτική και αρωματική, που σε συνδυασμό με τον πουρέ ρουταμπάγκα, μας έκανε σχεδόν να χειροκροτήσουμε τη σκανδιναβική κουζίνα.
Μετά το φαινομενικά δύσκολο αυτό «πρότζεκτ» του ταράνδου, ήμασταν έτοιμοι να απολαύσουμε τα κυρίως μας, αλλάζοντας από λευκό σε κόκκινο, αγιωργίτικο κρασί. Ακολουθώντας την γκουρμέ παρουσίαση των ορεκτικών, τα κυρίως έφτασαν σε μεγαλύτερες μερίδες απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς σε ένα γκουρμέ εστιατόριο. Η «μάχη» έγινε ανάμεσα στον σπιτικά καπνισμένο σολομό Safka με ραγού από αγκινάρες Ιερουσαλήμ, πατάτες και σπανάκι, γλυκά κρεμμυδάκια εσαλότ, αγγούρι και κεδροκούκουτσα (16,5 ευρώ) και το μοσχάρι Black Angus Tri-Tip (από τα καλύτερα και πιο υγιεινά κρέατα μοσχαριού του κόσμου) με πατάτες κονφί, καραμελωμένα άγρια μανιτάρια και λαχανικά σωτέ (19,5 ευρώ). Αν και σίγουρα το μοσχάρι ήταν πράγματι απολαυστικό χωρίς ίχνος άσχημης μυρωδιάς και τα καραμελωμένα μανιτάρια απογείωναν το πιάτο, νομίζουμε ότι την καρδιά μας κέρδισε ο σολομός, μαλακός και νόστιμος όσο λίγοι, με απίστευτο ταίριασμα με την κρέμα γάλακτος, τις αγκινάρες Ιερουσαλήμ και τα γλυκά κρεμμύδια.
Λίγη σοκολάτα μετά από ένα τόσο γεμάτο γεύμα –που, όμως, σε καμία περίπτωση δεν μας προκάλεσε δυσπεψία, φούσκωμα και όλα αυτά που μας περιμένουν συνήθως μετά την υπερβολή στο φαγητό- ήταν ό,τι έπρεπε και ένα επιδόρπιο με μους σοκολάτας με παγωτό gianduja, ψημένη λευκή σοκολάτα και μαρμελάδα από κράνα (7 ευρώ), δεν χρειάζεται πολλές επεξηγήσεις για να φανταστεί κάποιος πόσο… «κολασμένο» είναι.
Έπειτα από ένα τέτοιο γεύμα-πρόκληση, καταλάβαμε ότι δεν θα ήταν αυτή η τελευταία μας φορά στο Safka. Ο εξωτερικός του χώρος που ανοίγει την άνοιξη, τα κυριακάτικα brunch (με πλούσιο μενού που θα βρείτε εδώ) που αποτελούν μια «μόδα» που το εστιατόριο ξεκίνησε πριν αποτελέσει trend στην Αθήνα και κυρίως οι βραδιές γευσιγνωσίας που πραγματοποιούνται συνήθως Τετάρτες κάθε 2 εβδομάδες και στηρίζονται σε παρουσίαση κρασιών από καινούργιους Έλληνες παραγωγούς, με το μενού της βραδιάς να ετοιμάζεται κάθε φορά εκ νέου με βάση το εκάστοτε κρασί (με κόστος 33 ευρώ/άτομο), αποτελούν 3 αρκετά δυνατούς λόγους να μας φέρουν στον Κεραμεικό ξανά και ξανά.
Στο Safka, οι «ανοιχτοί» στις γεύσεις έχουν σίγουρα μια πρό(σ)κληση μπροστά τους. Οι πιο συντηρητικοί, αν δώσουν μια ευκαιρία και καταφέρουν να κάνουν το βήμα της δοκιμής, θα δουν τον εαυτό τους να απολαμβάνει γεύσεις που δεν φαντάζονταν ποτέ και το πιθανότερο είναι να καταλήξουν να κλείνουν τραπέζι με κάθε ευκαιρία, «προδίδοντας» τις χοιρινές και τις μοσχαρίσιες, για λίγο… ταρτάρ μοσχαριού και φιλέτο αγριόχοιρου.
Πληροφορίες: Safka, Μεγάλου Αλεξάνδρου 80-82, Κεραμεικός, Αθήνα, 210 52 43 340, αναλαμβάνει και επαγγελματικά γεύματα, ωράριο λειτουργίας: Τετάρτη-Σάββατο, από τις 20:00 και Κυριακές 13:30 με 24:00, http://www.safka-athens.gr/, https://www.facebook.com/safka.athens
Τζούλια Τασώνη