Αλεξάνδρα Κόνιακ: «Χωρίς δημιουργία, η ζωή μας, όχι απλά θα ήταν βαρετή, δεν θα είχε νόημα»
Γεννημένη στην Τασκένδη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, η Αλεξάνδρα Κόνιακ είναι ένα κράμα εθνικοτήτων, μιας και έχει ποντιακό και γαλλικό αίμα. Αν και σπούδασε στο ΤΕΙ αισθητικής και κοσμετολογίας, ο κόσμος της μουσικής την κέρδισε από μικρή ηλικία και αβίαστα ξεκίνησε το ταξίδι στον χώρο αυτό.
Δηλώνει καλοπροαίρετη, αναβλητική και πεισματάρα και εξομολογείται πως λειτουργεί καλύτερα κάτω από συνθήκες πίεσης. Δεν τα πηγαίνει καλά με τη μνήμη της, είναι πολύ της λεπτομέρειας, πειραματίζεται στη ζωή της αρκετά και σε πολλούς τομείς ενώ, ούσα αυστηρή με τον εαυτό της, πιστεύει ακράδαντα στο «έκαστος στο είδος του».
Νιώθει ισορροπημένη και εύχεται να μπορεί πάντα να είναι έτσι. «Έχω τη φοβία τού να χάσω τον έλεγχο, όχι ότι έχω έρθει στα πρόθυρα, αλλά θα ήθελα να ζω μια ισορροπημένη ζωή», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το ύφος των τραγουδιών της χαρακτηρίζεται ως pop-rock με αρκετά r’n’b, electro κι έντεχνα στοιχεία. Πάμε να την γνωρίσουμε.
Πώς προέκυψε η επαφή με τη μουσική;
«Η μαμά μου ήταν δασκάλα πιάνου, η αδερφή μου ήταν σολίστ πιάνου μέχρι που καταπιάστηκε με την οικογενειακή καριέρα κι ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί με τη μουσική, λάτρης της τζαζ και της classic rock. Εγώ βέβαια προτιμούσα ανέκαθεν τα κλασικά ακούσματα της μαμάς και της αδερφής μου, που είναι πιο pop σε φιλοσοφία και κουλτούρα. Όλα συνέβαλαν στο να ασχοληθώ κι εγώ με το χώρο. Αν και δεν έγινα κι εγώ πιανίστρια, κάτι που περίμεναν όλοι».
«Σ’ ένα ταξίδι που κάναμε οικογενειακώς προς τα Μετέωρα. Ήμουν 7-8 χρονών τότε και στο πούλμαν άρχισα να σιγοτραγουδάω ένα τραγούδι που έπαιζε το ραδιόφωνο. Η θεία μου ακούγοντάς με, είπε: «να πού έχει κλίση το παιδί, τι το βάζετε να παίζει πιάνα και βιολιά;». Κι έτσι άρχισε και η μητέρα μου να δίνει περισσότερη βάση σ αυτό. Με βοήθησε πάρα πολύ στο να μπω σε παιδικές ομάδες, όπου κάναμε θεατρικό παιχνίδι και μαθαίναμε τραγούδια. Λίγο μετά ήρθε το ωδείο στη ζωή μου και οι κλασικές σπουδές. Έκανα λίγο πιάνο και πολύ βιολί, ώσπου αποφάσισα να δώσω περισσότερη βάση στο τραγούδι».
Πότε ξεκίνησε η επαγγελματική σου ενασχόληση με αυτό;
«Ήμουν περίπου 13, όταν ήρθε στη ζωή μου ένα εφηβικό συγκρότημα. Δυο γνωστοί μου έπαιζαν σε συνοικιακά μπαράκια και τότε μου ζητήθηκε να τραγουδήσω ένα κομμάτι. Ανέβηκα στη σκηνή για πρώτη φορά στη ζωή μου και γλυκάθηκα.
Δεν θυμάμαι καθόλου πώς ένιωσα, πέρα από το ότι το ένα τραγούδι έγιναν δύο και τα δύο δέκα. Κι έτσι ξεκίνησε η επαγγελματική μου ενασχόληση. Βέβαια απέκρυπτα την ηλικία μου για ευνόητους λόγους.
Οι γονείς μου ήταν πάντα δίπλα μου και με παρότρυναν. Ίσως κατά κάποιο τρόπο ήταν προμελετημένο να με σπρώξουν σε κάτι τέτοιο. Αν και δεν το έχω συζητήσει ποτέ μαζί τους, μάλλον ήταν προσχεδιασμένο με ύπουλο τρόπο.
Παράλληλα με τις σπουδές μου βέβαια, και θέλω να το τονίσω αυτό, γιατί δεν εγκατέλειψα ποτέ το σχολείο ούτε τις σπουδές μου στη μουσική, γιατί πιστεύω πως είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις για την τέχνη που σε αφορά, που σε απασχολεί και θες να γίνεις καλύτερος. Συνεχίζω να μελετάω όσο μπορώ».
«Στα 17 – 18 μου δημιούργησα το «my space». Οι Stavento αναζητούσαν τραγουδίστρια και μου έστειλαν ένα μήνυμα. Εκείνη την περίοδο τραγουδούσα στο «Όνομα του ρόδου», στην Καλλιθέα. Τους προσκάλεσα, με άκουσαν κι επί τόπου μου πρότειναν να συνεργαστούμε. Έτσι πολύ ξαφνικά και γρήγορα βρέθηκα στο studio με τα παιδιά. Επίσης, κάναμε πάρα πολλές συναυλίες, κάτι που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή μου, γιατί η καθημερινότητά μου βασιζόταν αποκλειστικά στο τραγούδι.
Πρακτικά μου άφησε έναν πολύ ωραίο δίσκο στο ενεργητικό μου, μου άρεσε στιχουργικά και μουσικά στο σύνολό της η δουλειά που είχε γίνει. Επίσης, απέκτησα εμπειρίες, γνώρισα πολλούς ανθρώπους, κάναμε ταξίδια. Πιέστηκα και ζορίστηκα πολύ κι αυτό μου έκανε εξαιρετικό καλό στον τρόπο που αντιμετωπίζω τη δουλειά.
Πρέπει να τρέξεις και να εργαστείς σκληρά, να βάλεις στην άκρη τον ύπνο και την καλοπέραση και αυτά τα συνειδητοποίησα σε μικρή ηλικία. Δεν στερήθηκα βέβαια το παιχνίδι και την ανεμελιά, κάπως τα έφερα σε μια ισορροπία.
Με βοήθησε πολύ αυτή συνεργασία στο να ανακαλύψω τη μουσική ταυτότητα που θέλω να έχω. Όχι ότι την έχω βρει απόλυτα. Είμαι στο στάδιο που διαμορφώνω ακόμα τον προσωπικό μου ήχο, αλλά βρίσκομαι σε πολύ καλό σημείο συνειδητοποίησης και κοντά στο να κατασταλάξω. Ήταν μεγάλος σταθμός».
Λίγο μετά ήρθε ο Χρήστος Δάντης στη ζωή σου με τον οποίο συνεργαστήκατε περισσότερο. Πώς ήταν αυτή η συνεργασία;
«Ναι, δουλέψαμε μαζί για 4-5 χρόνια. Ήταν πολύ επίπονη η απόφαση να εγκαταλείψω αυτή τη σταθερότητα και τη συνεργασία. Ένιωθα ήρεμη κι ασφαλής δίπλα του. Αλλά αυτό ήταν κάπως ουτοπικό, γιατί κι εκεί ήθελα να δοκιμάσω άλλα πράγματα. Πάντα δηλαδή στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήθελα να δημιουργήσω κάτι μόνη μου, να παρουσιάσω κάτι διαφορετικό.
Ο Χρήστος είναι ένας εξαιρετικός ερμηνευτής, έχει σεβασμό προς το κοινό και δίνει πολλά επί σκηνής, κάτι που δεν κάνουν αρκετοί καλλιτέχνες. Επίσης, τραγουδάει με σεβασμό κι εκτίμηση. Πήρα πολλά στοιχεία από εκείνον για να πορεύομαι και νιώθω πιο δυνατή».
«Έγινε κι αυτό και με γέμισε χαρά! Δημιούργησα τη δική μου μπάντα η οποία αποτελείται από τον Νίκο Παγώνη (τύμπανα), τον Γιάννη Νάτσιο (μπάσο) και τον Πέτρο Πολίτη (κιθάρα). Για το τέλος κράτησα τον άνθρωπο κλειδί, που δεν είναι άλλος από τον Χρίστο Σερενέ (πιάνο, πλήκτρα, ενορχηστρώσεις). Πρόκειται για έναν άνθρωπο ουσιαστικό, και στο λόγο και στην τέχνη του. Ταιριάζουν πολύ τα ακούσματά μας, αλλά και ο τρόπος που έχουμε μεγαλώσει κι αντιμετωπίζουμε τη μουσική.
Είναι πολύ ανακουφιστικό, ειλικρινά, αν και μπορεί να ακουστεί κάπως εγωιστικό, το να βλέπεις ότι μπορείς να συμπορευτείς με κάποιους ανθρώπους που πιστεύουν σ’ εσένα και τη δουλειά σου. Το ίδιο ισχύει και για την εταιρεία μου, «Polymusic», που με πίστεψε και στην οποία επίσης οφείλω την ίδια αγάπη κι ευγνωμοσύνη που έχω και προς την πάντα μου».
Ήσουν σχεδόν 23, όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος σου προσωπικός δίσκος, το «Σούπερ Κορίτσι» ή αλλιώς «Super Heroine». Πώς προέκυψε και τι συναισθήματα σου άφησε;
«Είχαμε τη μουσική γραμμένη και δεν είχαμε στίχο. Εγώ έχω κι ένα θέμα με τους στίχους. Θέλω να υπάρχει μια ουσία, ένα στόρι. Να μπορώ να δημιουργήσω μια ηρωίδα μέσα στο κεφάλι μου και να πλάσω μια ιστορία. Κι αυτό δεν μου το βγάζουν εύκολα οι στίχοι. Οπότε μπήκα σε μια διαδικασία να ανακαλύψω ποιος είναι τελικά ο στίχος που μ’ αρέσει.
Ακούγοντας πολλά τραγούδια και μουσική, κατέληξα στο ότι ένας από τους στιχουργούς που μ’ αρέσει και θα ήθελα πολύ να προσεγγίσω είναι η Σάννυ Μπαλτζή.
Της έστειλα έτσι ένα μήνυμα χωρίς καμιά ντροπή, με απόλυτο θράσος και ήταν πολύ φιλική, άμεση στην ανταπόκρισή της και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγραψε και τον ελληνικό και τον ξένο στίχο. Μας έκανε ένα τεράστιο δώρο. Το να ξεκινά η προσωπική σου δουλειά με ένα τόσο χαρισματικό και δοτικό άνθρωπο είναι πολύ σημαντικό.
Ήταν κάτι που ήθελα από καιρό να κάνω κι είχα αυτή την ανυπομονησία να βγει και να το επικοινωνήσω, και με το που κυκλοφόρησε, αυτή η φούσκα -με την καλή έννοια- έσκασε κι ήθελα αμέσως να ξεκινήσω το επόμενο. Όταν ολοκληρώνεται ένα έργο νιώθεις πλήρης και πλέον το αφήνεις να πάρει το δρόμο του. Αμέσως λοιπόν μού προέκυψε η ανάγκη της δημιουργίας του επόμενου. Τώρα αφομοιώνω αυτό που κάναμε και το ευχαριστιέμαι. Τότε ήταν πολύ αγχωτική περίοδος».
«Νομίζω πως περισσότερο μου αρέσει αυτή η αίσθηση της δημιουργίας. Γενικά πιστεύω ότι αν δε υπήρχε η δημιουργία, η ζωή μας όχι απλά θα ήταν βαρετή, δεν θα είχε κατά μία έννοια νόημα. Όταν δημιουργείς, ό,τι κι αν είναι αυτό, σε κάνει υγιή αν μη τι άλλο. Σε κάνει καλύτερο, σε δραστηριοποιεί, να μην βαλτώνεις, να εξελίσσεσαι, να προοδεύεις σαν προσωπικότητα.
Επίσης, πολύ μαγικά είναι τα συναισθήματα που δημιουργούνται όταν είμαι στη σκηνή. Επικοινωνώ με τον κόσμο κι είναι τονωτικό αυτό το αλισβερίσι. Είναι πολύ όμορφο επίσης, όταν συμβαίνει και μεταξύ των συνεργατών επί σκηνής».
Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που να έχεις ως πρότυπο;
«Θεωρώ βαριά τη λέξη πρότυπο. Επιρροές υπάρχουν άπειρες. Αλλά είμαι κατηγορηματική ως προς το πρότυπο, γιατί θέλω να γνωρίζω και την προσωπικότητα του άλλου, το πώς είναι στη ζωή του. Ξέρω ότι είναι βλακεία στην ουσία αυτό που λέω, γιατί άλλο το καλλιτεχνικό έργο που αφήνει κάποιος κι άλλο το τι κάνει στη ζωή του. Εγώ όμως ιδανικά θα ήθελα να τον γνωρίζω. Γι αυτό κι έχω ως πρότυπο τη μητέρα μου, που την έχω ζήσει, βλέπω πώς έχει κινηθεί, πώς μας έχει μεγαλώσει, τι αξίες έχει και μας μεταδίδει, πώς έχει εργαστεί στη ζωή της, πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα».
Μιλήσέ μας για το νέο σου τραγούδι με τίτλο "Σε επιλέγω".
«Έπεισα επιτέλους τον Χρίστο Σερενέ να γράψει και στίχο. Περίμενα πώς και πώς να το τραγουδήσω και να το ηχογραφήσουμε, αν και έχω ακόμα μια φοβία με το στούντιο. Πιστεύω ακράδαντα από την αρχή μέχρι το τέλος του κάθε του λέξη, τα νοήματα που περνάει για τις σχέσεις και την επιλογή που κάνει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του».
«Πέρα από τη συνειδητοποίηση της επιλογής, ότι δηλαδή έχεις επιλέξει έναν άνθρωπο, αυτή τη χρονική στιγμή και είναι στο χέρι σου να τον κρατήσεις και να τον επιλέγεις κάθε μέρα, νομίζω ότι ο θαυμασμός κι η ειλικρίνεια, η αλήθεια είναι τα σημαντικότερα. Ειδικά όσον αφορά στην αλήθεια, πιστεύω αν πορεύεσαι μαζί της μπορείς να ζήσεις ευτυχισμένος, γιατί μέσα σου θα είσαι πάντα καθαρός. Ένα από τα μειονεκτήματα που έχω είναι ότι παίρνω τα πράγματα πολύ προσωπικά. Τα κουβαλάω πολύ, οπότε αν δεν εξωτερικεύσω τα συναισθήματά μου με πνίγουν, δεν είμαι καλά. Με το να μιλάς και να λες αυτό που σε απασχολεί χτίζεις πιο γερά θεμέλια σε όλους τους τομείς».
Εκτός από τη μουσική, ασχολείσαι και με το θέατρο. Σε ποια παράσταση συμμετέχεις;
«Με αμιγώς θεατρικό κείμενο ασχολήθηκα πρώτη φορά πέρσι με τις «Μικρές ιστορίες φόνων». Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, συναρπαστικό και το συναίσθημα μετά από κάθε παράσταση λυτρωτικό. Υπάρχει μια κάθαρση και δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο.
Το «Circus Explosiva», στο οποίο βρίσκομαι πλέον, είναι κάτι διαφορετικό, γιατί συνδυάζει πολλές μορφές τέχνης: εικαστικά, χορό, ακροβατικά, video art, μουσική. Είναι ένα συνονθύλευμα των τεχνών. Μια φαντασμαγορική παράσταση που δημιούργησε ο Πέτρος Πολίτης, η Νεφέλη Μαρκάκη και ο Γιάννης Φίλιας και προβάλλεται για 3η χρονιά σε σκηνοθεσία της «Νefelopetra» και της Πέμης Ζούνη, στο Μεταξουργείο στο El Convento Del Arte.
Αφορά σε ένα θίασο που έχτισε τη σκηνή του πάνω σ’ ένα ναρκοπέδιο και πριν την πρεμιέρα, στη γενική τους πρόβα το τσίρκο εξερράγη. Οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στις χαραμάδες μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλά επιλέγουν να παρουσιάσουν το νούμερό τους. Η δύναμη και η θέλησή τους για τέχνη είναι τόσο μεγάλη, που ακόμα και σε συνθήκες καταστροφής επιβιώνουν. Η ανάγκη του καλλιτέχνη για δημιουργία δεν μπορεί να σταματήσει.
Το κείμενο ουσιαστικά αναφέρεται στην αθανασία της τέχνης και φέτος, εγώ είμαι εκείνη που συνδέει τις ιστορίες της παράστασης».
«Όνειρο απατηλό είναι, όσον αφορά στα επαγγελματικά, αν και θαυμάζω αρκετούς καλλιτέχνες εντός κι εκτός της χώρας μας, να συνεργαστώ με συνθέτες του εξωτερικού, τύπου Philip Glass. Έλεγα πρόσφατα σε κάποιους γνωστούς, ότι θα ήθελα να βρίσκομαι στο Ηρώδειο και εκ των δεξιών μου να είναι ο Philip Glass και εκ των αριστερών μου ο Χρίστος Σερενές, με δύο πιάνα με ουρά».
Ποιος στίχος σε εκφράζει αυτή την περίοδο;
«Καθαρά εγωιστικά θα πω ένα στίχο από το τελευταίo single, για να σας παρακινήσω να το ακούσετε. Πέρα από το ότι μου αρέσει πάρα πολύ το ρεφρέν, θα ξεχωρίσω το εξής σημείο: «Δεν έχω ανάγκη να ρεφάρω, μα είναι που θέλω να ποντάρω σ’ ένα καλύτερο χαρτί κι αν είσαι εσύ, αυτό στο χρόνο θα φανεί». Με εκφράζει τόσο πολύ, το θεωρώ πολύ εύστοχο και ουσιαστικό».
Η Αλεξάνδρα προετοιμάζεται για τις live εμφανίσεις της, που θα πραγματοποιηθούν μέσα στο Φεβρουάριο, ενώ παράλληλα έχουν ξεκινήσει και προετοιμασίες για το επόμενο single με τίτλο «Μια καλημέρα».
Νέα της μπορείτε να μαθαίνετε και από την επίσημη σελίδα της στο facebook.
Ευχαριστούμε θερμά το Gasoline Bar για τη φιλοξενία του.
Συνέντευξη: Μαρία Πορτοκαλάκη
[email protected]
Φωτογραφίες: Όλγα Αμηρίδου