Κριτική θεάτρου: «Amor»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Αmor» που παρουσιάζεται στο θέατρο Άττις, σε σκηνοθεσία του Θόδωρου Τερζόπουλου.
Ένας άνδρας χωρίς μνήμη, αποκομμένος από κάθε συναίσθημα, επιλήσμων του ό,τι προηγείται και του ό,τι έπεται. Ένας άνδρας οπαδός της ιδιοτέλειας, της χαμέρπειας και της μικροσυναλλαγής. Ένας άνδρας με την αλαζονεία, την έπαρση, την αυθάδεια ενός σύγχρονου δογματισμού που ασπάζεται ως υπέρτατη αξία την παθογένεια του κέρδους.
Σε κατάσταση διπολικής έξαρσης, με δάχτυλα ταχυδακτυλουργού που ξέφρενα πληκτρολογούν στον αέρα εικονικές μαθηματικές πράξεις και στόμα-όχημα αριθμολαγνείας, βυθίζεται σε μετοχές και ομόλογα, κέρδη και απώλειες, σε ένα ακόρεστο, παράφρον σύμπαν που μόνο ο πλουτισμός μπορεί να αναζωογονήσει τη σεξουαλικότητά του.
Και μια γυναίκα, εγκλωβισμένη μέχρι τη μέση σε ένα μεταλλικό κύλινδρο -σαν μια άλλη μπεκετική Γουίνι- εκτοξεύει θραύσματα λέξεων μιας χρήσεως σαν χαρτομάντιλα: «Stockme» , «Sellme», «Creditme», «Buy me»...
Μια γυναίκα που δεν διστάζει να κοστολογηθεί και να ξεπουλήσει τα πάντα: τις ελπίδες, τα όνειρα, τις μνήμες, το πάθος, τα ζωτικά της όργανα, τα δάκρυά της, ακόμα και την ψυχή της στο βωμό του χρήματος.
Χωρίς αιδώ θα διαφημίσει τα «προϊόντα» του εαυτού της χορεύοντας ένα άγριο, σπασμωδικό φλαμένκο και προκαλώντας στον παρτενέρ της μια διαστροφική ηδονή.
Kαι οι δυο τους, απομεινάρια της αλλοτριωμένης κοινωνίας, σύμβολα μιας «Ευρώπης στον πάτο...», εξουδετερωμένοι από μια χώρα που δημοπρατεί κάθε ιερό και όσιο, δεν είναι παρά άνθρωποι-λύκοι που αλυχτώντας αναζητούν εν τέλει τη λύτρωση μέσα από τον έρωτα. «Amor».
Η σπαρακτική κραυγή τόσο του άνδρα που σκαρφαλώνει απεγνωσμένα μια επιτοίχια σκάλα, όσο και της αφανισμένης γυναίκας, κλείνει την εξαιρετική παράσταση, αφήνοντας πίσω της τους δικούς μας απελπισμένους απόηχους.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος χρησιμοποιώντας αυτό το έργο-ρέκβιεμ της ανθρωπότητας (βασισμένο σε ένα κείμενο του Θανάση Αλευρά) μεταμορφώνει το αυτονόητο σε ποιητική κατάθεση.
Οι μετέωρες αποσπασματικές φράσεις ηχούν σαν απόκοσμη μουσική, το έρεβος αναμειγνύεται ευεργετικά με υποδόριο χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός υπονομεύει τη δραματική χροιά.
Δημιουργώντας ένα μινιμαλιστικό περιβάλλον-εργο τέχνης, όπου οι ευφάνταστοι γεωμετρικοί φωτισμοί και η ψυχρότητα του βιομηχανικού τοπίου τονίζουν τη σημειολογία του, έρχεται σε αντίστιξη με την υπερβατική ενέργεια των ερμηνευτών, την ανάφλεξη των ενστίκτων και το συναγερμό των αισθήσεών τους.
Και με το ελάχιστο κατορθώνει το απόλυτο, παραδίδοντας μια συγκλονιστική ελεγεία για το χαμένο ανθρωπισμό ή αν θέλετε μια ελπίδα για την επανάκτησή του.
Συνοδοιπόροι σε τούτη την ανατριχιαστικά επίκαιρη ατομική και γενικευμένη έκφραση της κρίσης, δύο ηθοποιοί σωματοποιούν εξαιρετικά και με χειρουργική ακρίβεια την οδύνη, τη φρίκη, τον εξευτελισμό και τον τρομακτικό κυνισμό της.
Ο Αντώνης Μυριαγκός, σε πλήρη ωριμότητα, αποδεικνύεται ανεπανάληπτος σολίστας ξεπερνώντας τα όρια των φυσικών δυνατοτήτων του.
Ακονίζοντας υπονοούμενα και λογοπαίγνια, συνδυάζοντας την ελαφρότητα με το βαθύ σκεπτικισμό, ξερνά ένα λεκτικό χείμαρρο που ταυτόχρονα αντικατοπτρίζεται με δαιμόνια ταχύτητα στις κινήσεις των χεριών του, στη συστολή όλων των μυών του σώματός του.
Η Αγλαΐα Παππά, άξια συμπαίκτρια, επιβάλλεται με τη σκηνικά έντονη παρουσία της. Μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε.
Ελένη Πετάση[email protected]