«Φον Δημητράκης»: κριτική θεάτρου

fon-dimitrakis Katerina Thanou
ΤΕΤΑΡΤΗ, 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Φον Δημητράκης» που παρουσιάζεται στο θέατρο Μουσούρη σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη.

Η κωμωδία είναι δύσκολο να γίνει σωστά στο θέατρο και ακόμη πιο δύσκολο είναι να καταφέρεις να βγάλεις κωμικά στοιχεία από ένα έργο που δεν έχει σκοπό να σε κάνει να γελάσεις. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ειλικρινές γέλιο και τον εκνευρισμό είναι ιδιαίτερα λεπτή σε αυτές τις περιπτώσεις και ο χειρισμός πρέπει να γίνεται από ανθρώπους που γνωρίζουν εις βάθος το είδος και έχουν φάει με το κουτάλι το σανίδι. Και ο «Φον Δημητράκης» εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.

Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε τον «Φον Δημητράκη» το 1946, μέσα στην κατοχή και όπως είναι λογικό το κείμενο στηλιτεύει ζητήματα της τότε επικαιρότητας. Δεν μπορείς να το θεωρήσεις βέβαια παλιομοδίτικο σε καμία περίπτωση. Αν για αυτό ευθύνεται η διορατική ματιά του Ψαθά ή η στασιμότητά μας ως κοινωνία πάνω σε βασικά ζητήματα είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απλή και εύκολη απάντηση, το ζητούμενο ωστόσο είναι ότι σε μια περίοδο που το ελληνικό θέατρο καταπιάνεται με έργα που ασχολούνται με τις δεκαετίες του 1940 και 1950, ο «Φον Δημητράκης» είναι από τα πιο «εδώ και τώρα» που παίζονται αυτή την εποχή επί σκηνής.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι ο Δημήτρης Χαρίτος, ένας αποτυχημένος πολιτευτής στην Αθήνα του 1942 που μέσα όμως στις συνθήκες της Κατοχής βρίσκει την ευκαιρία να ανελιχθεί και παρά τη δειλία του (ή μάλλον ακριβώς λόγω αυτής) να αναλάβει ένα Υπουργείο υπό γερμανική επιτήρηση. Σε αντίθεση με αυτόν, η οικογένειά του δε χαρακτηρίζεται από δειλία απέναντι στους Γερμανούς. Ο γιος του είναι αντάρτης, η κόρη του στην Αντίσταση και ο αδερφός του τρέχει ένα μπακάλικο που στα κρυφά διακινεί πολεμοφόδια στους αντάρτες. Όλα αυτά έρχονται στο προσκήνιο όταν καταλαμβάνει τον υπουργικό θώκο και καλείται να πάρει μια καθοριστική απόφαση ανάμεσα στην οικογένεια και την πατρίδα του από τη μία και το βόλεμά του από την άλλη.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι να κάνεις παραλληλισμούς του «Φον Δημητράκη» με τη σημερινή πραγματικότητα και αυτοί φυσικά δεν είναι η γερμανική επιρροή. Υπάρχουν πολύ πιο καίρια και λιγότερο επιφανειακά ζητήματα που θίγει ο Ψαθάς. Άλλωστε ο εχθρός στο έργο δεν είναι ποτέ οι Γερμανοί προσωποποιημένοι, όσο η δίψα για εξουσία με κάθε κόστος που κρύβουμε μέσα μας. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα και στην πολιτική και στον περίγυρό μας όπου άτομα πατούν επί πτωμάτων για να επιτύχουν τον απώτερο σκοπό τους, δίχως να αναγνωρίζουν ενοχή μπροστά στο αίσθημα της προδοσίας. Είναι τόσο προφανή αυτά τα περιστατικά ώστε η παράσταση να μη χρειάζεται καν να μπει σε κλίμα διδακτισμού.

Η διάρκεια ίσως κάνει κάποιους σκεπτικούς, πρόκειται όμως για ένα σφιχτό 3ωρο που δεν κουράζει και δεν κάνει κοιλιά και εκμεταλλεύεται πανέξυπνα ακόμη και το χρόνο του διαλείμματος. Η σκηνοθεσία από τον ίδιο τον Πέτρο Φιλιππίδη σε κρατά διαρκώς σε εγρήγορση, από το εκρηκτικό ξεκίνημα μέχρι το επίσης εκρηκτικό τέλος, και η συνδρομή του Γιώργου Γαβαλά σε σκηνικά και κοστούμια είναι καθοριστική, αφού προσφέρει μια παραπάνω αίσθηση ποιότητας στην παράσταση.

Το δέλεαρ για το κοινό είναι σίγουρα το όνομα του Πέτρου Φιλιππίδη, ο οποίος δικαιώνει τις προσδοκίες βρισκόμενος σε μεγάλα κέφια. Όπως τονίσαμε το κείμενο δεν είναι καθαρά κωμικό, ο ίδιος το έχει φέρει πάντως στα μέτρα του και τα διαστήματα όπου δε βγαίνει αβίαστο γέλιο είναι πάρα πολύ μικρά και αυτό γιατί δε βρίσκεται ο ίδιος στη σκηνή. Όταν το δεύτερο μέρος πάει να πλατειάσει το διασώζει και δημιουργεί χιουμοριστικές καταστάσεις μέσα από ένα βαρύ και δραματικό κλίμα.

Δίπλα του βρίσκει δύο στιβαρές ερμηνείες από τους Γεράσιμο Σκιαδαρέση και Δημήτρη Μαυρόπουλο. Ο πρώτος έχει κουμπώσει απόλυτα στο ρόλο του πατριώτη δάσκαλου και αυτή του η επιλογή είναι μια από τις καλύτερες τα τελευταία χρόνια, ενώ ο Μαυρόπουλος είναι ανατριχιαστικά εύστοχος ως προδότης και συνομώτης των Γερμανών και του αξίζουν τα εύσημα για το ότι λειτουργεί ως αντίβαρο που σου κρατάει την προσοχή ως το τέλος. Η Φαίη Ξυλά είναι καλή με την εμπειρία της ως κόρη του Χαρίτου, αν και ίσως να ήταν προτιμητέα κάποια νεότερη συνάδελφός της, όπως για παράδειγμα η Αμαλία Αρσένη που αντικαθιστά την Γιάννα Παπαγεωργίου στο ρόλο της Φωφώς και ξεχωρίζει για τη φρεσκάδα της.

Η επιτυχία του «Φον Δημητράκη» για δεύτερη χρονιά είναι δίκαιη και φαίνεται και στο θερμό χειροκρότημα του κοινού. Είναι μια παράσταση που έχει βρει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο να σε κάνει να γελάσεις όσο και να σκεφτείς και σε αυτή τη διαδικασία δεν προσφεύγει ούτε σε γελοιότητες και ούτε σε εύκολο μελό και διδακτισμούς. Αποτυπώνει ανάγλυφα μια εποχή την οποία ποτέ δεν ξεπεράσαμε πραγματικά και μάλλον κρύψαμε κάτω από το χαλάκι κάποιες συνήθειές της και αν αναζητάτε μια πραγματικά αξιόλογη εμπορική παράσταση, ο «Φον Δημητράκης» είναι από τις πιο σωστές επιλογές που μπορείτε να κάνετε.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]