«Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ: κριτική θεάτρου

katerina1
ΔΕΥΤΕΡΑ, 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ που παρουσιάζεται στο θέατρο Θησείον σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.

Πάει ως εξής: οι προσωπικοί δαίμονες του καθενός δεν υπολογίζουν γεωγραφικά μήκη και πλάτη και δε λειτουργούν σαν ένα διακόπτη που τον σβήνεις και ξαφνικά φεύγουν. Ο μόνος τρόπος που σου μένει λοιπόν για να τους καταπολεμήσεις είναι να τους μοιραστείς. Και αν έχεις τη δυνατότητα/ικανότητα να κάνεις αναγωγή αυτής της διαδικασίας σε όχι έναν ακροατή αλλά πιο μαζικά, σε ένα κοινό, τότε έτσι μπορείς να επιτύχεις μια μορφή κάθαρσης. Γιατί με αυτό τον τρόπο το κοινό δεν είναι απλός ακροατής, αλλά συμμετέχει ενεργά στην πράξη λαμβάνοντας ένα μερίδιο του φορτίου.

Αυτή η ροή είναι σημαντική για την «Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ που παρουσιάζεται στο Θησείον σε σκηνοθετική επιμέλεια Γιώργου Νανούρη, με την Λένα Παπαληγούρα στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Λόλεκ να τη συνοδεύει με τη μουσική του επί σκηνής. Γιατί μπορείτε να τη βαφτίσετε όπως θέλετε –παράσταση, μονόλογο, αναλόγιο- στο τέλος όμως μπορείτε μόνο να τη βιώσετε.

Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της διπολικής μητέρας του συγγραφέα, όπως τη διαβάσαμε στο «Βιβλίο της Κατερίνας». Μεταφερόμαστε στη σκηνή της αυτοκτονίας της, με την ίδια να μας διηγείται το περιστατικό και στη συνέχεια να εξιστορεί ολόκληρη τη ζωή της, από την αρχή μέχρι το τραγικό τέλος.

Η απώλεια μιας μητέρας αποτελεί πάντα ένα σημείο που ορίζει τη ζωή σου, όσο πολύπλοκη και αν ήταν η σχέση σου μαζί της. Και αυτό που πονάει περισσότερο είναι η σκέψη ότι δε θα μπορέσεις ποτέ να της πεις όσα ήθελες και ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μια τέτοια περίπτωση, να τη ρωτήσεις ένα «γιατί;». Ο καλύτερος τρόπος λοιπόν να την διατηρήσεις ζωντανή σε μια τέτοια περίπτωση, είναι μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου. Είναι μια σκληρή και καθαρά προσωπική διαδικασία, στο τέλος όμως μπορείς να πεις ότι είπες ένα τελευταίο αντίο όπως ήθελες εσύ.

Το πρωτογενές υλικό είναι τόσο λεπτομερές και βιωματικό που η θεατρική του μεταφορά ξεκινά ήδη έχοντας ένα μεγάλο πλεονέκτημα: ξεχειλίζει από αυθεντικό συναίσθημα. Και ο Γιώργος Νανούρης όχι μόνο δεν το επηρεάζει αλλά με σωστά βήματα το αναδεικνύει. Η παράσταση δείχνει αρκετά «χύμα» για να επικοινωνήσει πιο εύκολα με το κοινό, αλλά παράλληλα έχει ένα συγκεκριμένο σχεδιάγραμμα ώστε να μη χάσεις το ενδιαφέρον σου στην αφήγηση. Η παρουσία του Λόλεκ επί σκηνής αποδεικνύεται πανέξυπνη ιδέα για πολλούς λόγους.

Πρώτα, βοηθάει στο να ελαφρύνει κάπως το βάρος του κειμένου προσθέτοντας μια διαφορετική μορφή λυρισμού. Όχι ότι το κείμενο δεν είναι αρκετά λυρικό και σε σημεία δεν ελαφρύνει από μόνο του το θέμα του με γερές δόσεις χιούμορ, απλώς η χρήση μουσικής στο φόντο ανεβάζει και το υλικό, χωρίς να του δίνει άλλο νόημα και προσθέτει μια γλυκιά νότα στη γενικότερη μελαγχολία του. Για την παρουσία και τη συμβολή του σκηνοθέτη στη σκηνή οι απόψες διίστανται και ίσως και να μην κρίνεται απαραίτηση, σίγουρα πάντως δείχνει με πόση θέρμη έχει αντιμετωπίσει το πρότζεκτ και αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε.

Όλα τα παραπάνω ωστόσο περιστρέφονται γύρω από την κεντρική ερμηνεία της Λένας Παπαληγούρα. Η ηθοποιός έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια με τις επιλογές της ότι αρέσκεται σε ρόλους με υψηλό δείκτη δυσκολίας και παρά το νεαρό της ηλικίας της βγαίνει πάντα αλώβητη επιδεικνύοντας αξιοζήλευτη ωριμότητα. Ο ρόλος της Κατερίνας δε διαφέρει από αυτή την κατηγορία, αφού πρόκειται α) για μια πολύπλευρη διπολική προσωπικότητα που β) υπήρξε στην πραγματικότητα και γ) είχε θλιβερή κατάληξη. Το δύσκολο δεν είναι μόνο να συνδυάσεις όλα αυτά, αλλά και να καταφέρεις να κάνεις το κοινό να την καταλάβει.

Η Παπαληγούρα προσεγγίζει το χαρακτήρα της με συμπόνοια και απόπειρα κατανόησης και μας χαρίζει μια από τις καλύτερες και πιο μεστές ερμηνείες που έχουμε δει τη φετινή χρονιά. Από τη στιγμή που πατάει ξυπόλητη πάνω στη σκηνή δε σε αφήνει ούτε στιγμή να αμφισβητήσεις ότι αυτή είναι η Κατερίνα, σηκώνοντας στις πλάτες της το βάρος μιας ολόκληρης ζωής. Έχει βρει μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στα σχιζοφρενή/δραματικά στοιχεία και στα πιο χιουμοριστικά και όταν χρειάζεται δε διστάζει να τσαλακωθεί, να οδηγηθεί στα άκρα ή να γίνει ευάλωτη μπροστά στο κοινό. Είναι τέτοια η φύση του πρότζεκτ που θα μπορούσε να απαγγελθεί λιτά και απέριττα με τη συνοδεία μουσικής και κατάλληλου φωτισμού και θα ήταν και πάλι δυνατό, η παρουσία της Παπαληγούρα είναι όμως αυτή που κάνει τη διαφορά προς τα πάνω και τελειοποιεί την παράσταση.

Η «Κατερίνα» σε ένα πρώτο στάδιο είναι μια γενναία απάντηση στο ερώτημα πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να απευθύνουμε ένα τελευταίο αντίο σε αγαπημένα μας πρόσωπα μετά το θάνατό τους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο τώρα, πρόκειται για μια γλαφυρή αποτύπωση όλων των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας. Από την προβληματική ελληνική οικογένεια, τη μανία να γίνεις πρώτος γιατί αλλιώς θεωρείσαι αποτυχημένος και τρόπο αντιμετώπισης της ομοφυλοφιλίας και των ατόμων με ψυχικές ασθένειες, το κείμενο έχει ένα ολόκληρο πλαίσιο γύρω από την κεντρική προσωπική ιστορία και ο τόνος του έργου συνδράμει στο να έρθει στην επιφάνεια. Και κάπως έτσι δεν είναι μόνο μια προσωπική υπόθεση, αλλά και μια οικουμενική επίκαιρη ιστορία.

Η παράσταση επαναλαμβάνεται δύο φορές την εβδομάδα και η αίθουσα του Θησείον είναι ασφυκτικά γεμάτη με απανωτά sold out και παρατεταμένο χειροκρότημα προς τους συντελεστές. Είναι μια εμπειρία που στο τέλος σε αφήνει πλήρη συναισθημάτων, υπερβαίνοντας έτσι την έννοια οποιασδήποτε κριτικής.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]