«Η ιστορία της αυτοθυσίας»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Η ιστορία της αυτοθυσίας» που παρουσιάζεται στο θέατρο Skrow.
«Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ήρωας;» και «ποιος είναι ο μεγαλύτερος δειλός που γνωρίζεις;». Σκεφτείτε αυτά τα δύο ερωτήματα να σας επαναλαμβάνονται εμμονικά σαν τη σκηνή ανάκρισης του Joaquin Phoenix από τον Philip Seymour Hoffman στο «The Master». Έως ότου είστε έτοιμοι να δώσετε όχι μια απλή απάντηση, αλλά μια αληθινή απάντηση, αυτή που πιστεύετε πραγματικά.
Μπαίνοντας στην αίθουσα του Skrow για την παράσταση «Η ιστορία της αυτοθυσίας» θα βρείτε τον Βασίλη Μαυρογεωργίου να σας περιμένει για να σας απευθύνει αυτά τα δύο ερωτήματα. Ίσως κάποιοι το βρουν άσκοπο και να περιμένουν να αρχίσει η παράσταση, στην ουσία όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Γιατί μπορεί (ότ)αν έρθει η σειρά σου να απαντήσεις να ξεστομίσεις ό,τι σου έρθει πρώτα στο μυαλό ή να καταφύγεις σε μια χιουμοριστική επιλογή, αλλά όσο οι ερωτήσεις επαναλαμβάνονται και απαντούν και άλλοι, τόσο επεξεργάζεσαι και εσύ ο ίδιος τις απαντήσεις σου ώστε όταν θα ξεκινήσει και τυπικά η παράσταση να έχεις ήδη μια αποκρυσταλλωμένη γνώμη για το ποιος είναι ο αγαπημένος σου ήρωας και ποιος είναι ο μεγαλύτερος δειλός που ξέρεις. Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: υπάρχει άραγε κάποια ταύτιση αυτών των δύο ατόμων με τους χαρακτήρες που αφορούν την παράσταση; Και όχι απαραίτητα σε ακριβές επίπεδο ονόματος, αλλά γενικότερα στις έννοιες του ηρωισμού και της δειλίας όπως τις ορίζεις εσύ ο ίδιος.
Το σκηνικό αποτελείται από πέντε ξαπλώστρες που περιμένουν την Ζαν Ντ’Αρκ, την Μαρί Κιουρί, τον Σωκράτη, τον Ιησού, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Τσε Γκεβάρα, τον Άμλετ, τον… Λεονάρντο Ντι Κάπριο του «Τιτανικού» και άλλους γνωστούς αυτόχειρες της ιστορίας ή της μυθοπλασίας. Είναι σαν όλοι αυτοί να βρίσκονται σε ένα είδους Καθαρτήριο και να συζητούν για όσα τους οδήγησαν εκεί, δίχως να έχουν μετανιώσει για τις πράξεις και τα πιστεύω τους και ας τους στοίχισαν την ίδια τη ζωή. Δίπλα σε όλους αυτούς θα βρούμε και κάποιους οι οποίοι δεν είναι τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό (αν και θα έπρεπε), όπως ο Αλεξέι Ανανένκο, ο οποίος έσωσε την Ευρώπη βουτώντας στα ραδιενεργά νερά του Τσερνόμπιλ για να αποτρέψει δεύτερη έκρηξη του αντιδραστήρα ή και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, όπως οι καμικάζι αυτοκτονίας της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κοινό όλων αυτών είναι ότι έδωσαν τη ζωή τους για κάτι που οι ίδιοι πίστευαν ότι ήταν το γενικό καλό.
Ως θέμα είναι σίγουρα ευφάνταστο, είναι όμως και αρκετά λεπτό γιατί πρέπει να ενώσεις όλες τις ιστορίες κάτω από τη σκέπη ενός κεντρικού θέματος ενώ παράλληλα θα σεβαστείς τη μνήμη των αυτόχειρων. Και η ιδέα των Βασίλη Μμαυρογεωργίου, Μαρίας Φιλίνη και Κατερίνας Μαυρογεώργη αποδίδεται περίφημα με σύγχρονο και πανέξυπνο τρόπο, με την αφήγηση να «σπάει» ανάμεσα στις συζητήσεις της ξαπλώστρας και σε ιστορικά αποσπάσματα τα οποία λειτουργούν εν είδει ενός τζούκμποξ που ταξιδεύει στο χωροχρόνο, με τους ηθοποιούς να προλογίζουν με την ατάκα «φοβερό κομμάτι» που κάθε φορά αποκτά και διαφορετική διάσταση. Είναι μια τεχνική που καταφέρνει να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον για να δώσεις βάση στα λεγόμενα. Και παρά το βάρος τους και πόσο μπορεί σε σημεία να σου διαλύουν την ψυχολογία, ποτέ δε σε βαραίνουν και θα μπορούσες εύκολα να τα παρακολουθήσεις ξανά όλα από την αρχή.
Το σημαντικότερο μέρος της αμεσότητας της παράστασης οφείλεται στους ηθοποιούς (Βασίλης Μαυρογεωργίου, Μαρία Φιλίνη, Σεραφείμ Ράδης, Δανάη Επιθυμιάδη, Έλια Ζαχαριουδάκη και Κατερίνα Μαυρογεώργη που… έλειπε από το rotation τη μέρα που είδαμε την παράσταση). Βοηθάει τα μέγιστα το ότι ερμηνεύουν ένα έργο που έχουν επιμεληθεί οι ίδιοι και γνωρίζουν όλες τις αναφορές του στην ιστορία και την ποπ κουλτούρα, ξέρουν μέχρι που μπορούν να τραβήξουν την κάθε διαδρομή και πάνω απ’ όλα έχουν σαφή αίσθηση του χιούμορ και δε χρειάζεται να καταφύγουν σε βωμολοχίες για να σε κάνουν να γελάσεις. Είναι μια νέα ομάδα που διαθέτει δικό της φρέσκο όραμα και εδώ καταθέτει για άλλη μια φορά τα διαπιστευτήριά της, αμέσως μετά την πρωτοπόρα «Μπετονένια παραλία».
Στην αρχή της παράστασης ο Μαυρογεωργίου μας υπενθυμίζει τη θνητή μας φύση και ότι όλοι κάποια μέρα… θα πεθάνουμε, μια συνειδητοποίηση που αν και προφανής, αντιτίθεται στις προσταγές του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, ο οποίος θέλει την αυτοθυσία μια ρομαντική έννοια ρουτίνας με λείες γωνίες. Αυτό αποδίδεται εύστοχα στην πιο ξεκαρδιστική στιγμή της παράστασης. Η επαναφορά στην πραγματικότητα είναι ωστόσο σημαντική για να παρακολουθήσεις την παράσταση. Και μη νομίσετε ότι σας περιμένει κάτι αυταρχικά διδακτικό ή ξύλινο. Απεναντίας. «Η ιστορία της αυτοθυσίας» αφήνει μια γλυκιά και ευχάριστη νότα, δοξάζοντας εν τέλει την ίδια τη ζωή. Ο θρυλικός προπονητής κολεγιακού μπάσκετ και σχολιαστής αθλητικών μεταδόσεων Jim Valvano είχε ορίσει την ιδανική μέρα ως αυτή που θα γελάσεις, θα σκεφτείς και θα δακρύσεις. Η παράσταση του θεάτρου Skrow πετυχαίνει να πραγματοποιήσει και τα τρία και ανάμεσα στους ήχους του «My Way» και του «Il Mondo» σε πείθει ότι έχει βρει το νόημα.
* «Η ιστορία της αυτοθυσίας» πήρε παράταση μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου και θα παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]