«Mojo»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Mojo» που παρουσιάζεται στο θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Ένα από τα σημεία που ξεχώρισαν αυτή τη θεατρική σεζόν είναι η ενότητα «Κακά αγόρια σε έργα με περίεργα ονόματα» που παρουσίασε το θέατρο Πόρτα. Η αρχή έγινε με το «Σλάντεκ» του Δημήτρη Καραντζά, έπειτα ακολούθησε το «Λίλιομ» του Θωμά Μοσχόπουλου και το τελευταίο μέρος της τριλογίας είναι το «Mojo», με τον Θωμά Μοσχόπουλο να κλείνει τον κύκλο με το αυθεντικά ροκ έργο του Τζεζ Μπάτεργουερθ.
Η παράσταση μας πηγαίνει πίσω στο Σόχο του 1958, λίγο πριν την έκρηξη του rock ‘n’ roll και όταν αυτό είχε ακόμη δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα. Η ιδέα για το έργο προήλθε από μια συζήτηση του Μπάτεργουερθ με τον Μάλκολμ Μακ Λάρεν (μάνατζερ και μέντορα των Sex Pistols) γύρω από τη συγκεκριμένη περίφημη γειτονιά του Λονδίνου και διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα νυχτερινό κλαμπ εξετάζοντας τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ έξι ανδρών. Το μόνο που χρειάζεται είναι η ύπαρξη ενός ροκ σταρ στο επίκεντρο και όλα τα υπόλοιπα συμβαίνουν μόνα τους. Ανομολόγητα πάθη, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και μια φρικτή πλεκτάνη φέρνουν τους ήρωες στα όριά τους, χαράσσοντας μια γραμμή ανάμεσα στον Σαίξπηρ και τον Ταραντίνο.
Καθώς το έργο εξερευνά τον υπόκοσμο που ήρθε σε επαφή με το πρώιμο rock ‘n’ roll, θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου αν η γλώσσα που χρησιμοποιούσε να είναι του σαλονιού. Έτσι λοιπόν τα μπινελίκια (για να είμαστε και στο κλίμα) δίνουν και παίρνουν, χωρίς όμως να ενοχλούν. Αν σε πειράξουν τότε μάλλον έχεις κάνει λάθος επιλογή έργου, αφού πρόκειται για πλήρως ρεαλιστική απεικόνιση των ιδιαιτεροτήτων μιας περιοχής που έβραζε λίγο πριν τη μουσική επανάσταση των 60s. Αν έπρεπε να δώσουμε έναν τίτλο την ελληνική μετάφραση από τον Θωμά Μοσχόπουλο, τότε χαριτολογώντας θα την προσδιορίζαμε ως «Γιάννης Οικονομίδης με χάπια».
Όπως και στις υπόλοιπες παραστάσεις του Πόρτα, μπαίνεις από νωρίς στο κλίμα με τους ηθοποιούς να υποδέχονται τον κόσμο και να τον τακτοποιούν στις θέσεις. Και η ατμόσφαιρα αποπνέει «άγουρα» 60s, με μια αίσθηση από μπαρούτι να επικρατεί στην ατμόσφαιρα παρά τη φαινομενικά χαλαρή διάθεση και τα κάφρικα πειράγματα μεταξύ των πρωταγωνιστών. Γιατί ναι μεν μιλάμε για ένα θρίλερ χαρακτήρων τύπου «Reservoir Dogs», όμως το σίγουρο είναι ότι θα γελάσεις. Πολύ. Η εναρκτήρια σκηνή με τα δύο πρωτοπαλίκαρα του μάνατζερ του κλαμπ δίνει το στίγμα και έκτοτε οι ρυθμοί δε σταματούν ποτέ με φρενήρεις εναλλαγές διαλόγων που τσακίζουν κόκκαλα. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος εκμεταλλεύεται κάθε γωνιά της σκηνής στην πιο φανταχτερή σκηνοθεσία που έχουμε δει αυτή τη σεζόν στο Πόρτα.
Το ότι στην παράσταση δε συναντάμε κάποια γυναίκα είναι κάπως απελευθερωτικό για τους ηθοποιούς. Είναι σαν να παρακολουθείς μια αντροπαρέα να κάνει το χαβαλέ της και να σε βάζει κι εσένα στο παιχνίδι. Πιο απολαυστικός είναι ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ο οποίος βρίσκει ένα ρόλο που του επιτρέπει να ξεδιπλώσει το κωμικό του ταλέντο. Αποκάλυψη ο Ηλίας Μουλάς σε ρόλο-κλειδί που σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ο συνδετικός κρίκος της ομάδας. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου έχει τον αέρα για να πείσει ως ροκ φιγούρα της εποχής, ενώ πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος του Αργύρη Ξάφη. Αναλαμβάνει να προχωρήσει την πλοκή μπροστά και αν και ο χαρακτήρας του δεν του επιτρέπει να συμμετάσχει στην κωμική πλευρά της παράστασης, το φινάλε του ανήκει ολοκληρωτικά.
Το «Mojo» δεν είναι μια παράσταση σχετικά με το ροκ, αλλά μια παράσταση που είναι από τη φύση της ροκ. Έχει να κάνει με μια ασαφή έννοια που δεν ορίζεται εύκολα και σχετίζεται με το λεγόμενο «attitude». Είναι κάτι που δεν πετυχαίνει συχνά και όταν δε γίνεται σωστά χτυπάει αρκετά άσχημα και το σημαντικότερο συστατικό της επιτυχίας είναι πόσο νιώθεις και κατανοείς αυτή τη στάση ζωής. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Αργύρης Ξάφης μας είπε ότι δεν ξέρει αν υπάρχει χώρος για το ροκ, αλλά το βέβαιο είναι πως το ψάχνουμε συνέχεια. Μπορεί λοιπόν αυτή εδώ η παράσταση να μην είναι πρωτοποριακή ή σπουδαία με τους όρους που θέτουμε σήμερα, διαπνέεται όμως από μια γνησιότητα που ταυτίζεται με την έκρηξη του rock ‘n’ roll και για δύο ώρες μπορείς να σταματήσεις την αναζήτηση και να πεις πως ναι, βρήκες αυτό που έψαχνες.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]