Είδαμε τον «Βυσσινόκηπο» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχωφ που παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου.
Ο «Βυσσινόκηπος» είναι ένα από τα πιο κλασικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου. Το κύκνειο άσμα του Άντον Τσέχωφ είναι και το πιο γνωστό, ώστε ακόμη και ο τίτλος του να αρκεί για να δημιουργήσει έναν πόλο έλξης. Ο συνδυασμός με την κεντρική σκηνή της Στέγης δημιουργεί μια συγκυρία που δε δυσκολεύεται να κεντρίσει την προσοχή του κοινού και κάπως έτσι το ανέβασμα του Νίκου Καραθάνου πάνω στο εμβληματικό αριστούργημα του Τσέχωφ είναι το θεατρικό γεγονός αυτής της άνοιξης.
Για ένα κείμενο που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1904, ο «Βυσσινόκηπος» παραμένει τρομερά επίκαιρος. Ο Τσέχωφ παρακολουθεί τα τελευταία στάδια της αριστοκρατίας, όταν τα μέλη της αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν το πάτωμα που καταρρέει κάτω από τα πόδια τους και τους καιρούς που αλλάζουν, αναζητώντας τις τελευταίες στάλες ευτυχίας μιας κίβδηλης πραγματικότητας που αποτελεί ήδη παρελθόν. Είναι ταυτόχρονα το προοίμιο μιας μετάβασης και μιας επανάστασης, αλλά και ένα δράμα χαρακτήρων τσακισμένων από τα πάθη τους που καταλήγουν τραγικοί μέσα στη μονομανή πλάνη τους. Και μπορεί να έχουμε μάθει το έργο για τα δραματικά του στοιχεία, ωστόσο ο ίδιος ο Τσέχωφ το έγραψε ως κωμωδία και απογοητεύτηκε όταν δεν το είδε να ανεβαίνει με αυτό τον τρόπο. Γιατί στην ουσία στον «Βυσσινόκηπο» ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας γιορτάζει το τέλος μιας ξιπασμένης εποχής, απλώς είναι πολύ ανθρωπιστής για να μην αναγνωρίσει το δράμα των χαρακτήρων που δημιούργησε.
Ο Νίκος Καραθάνος έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του με την «Γκόλφω» του Σπ. Περεσιάδη και το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, δύο ανεβάσματα που ξεχώρισαν για την ιδιαίτερη ματιά τους και την έμφασή τους στη λεπτομέρεια για την επίτευξη του τελικού αποτελέσματος. Η παρουσία του στην κεντρική σκηνή της Στέγης είναι λοιπόν απολύτως δικαιολογημένη και το ενδιαφέρον είναι ότι συμπίπτει με την πιο αιρετική, την πιο προσωπική στιγμή του. Ο «Βυσσινόκηπος» του Καραθάνου δεν είναι ένας ακόμη κλασικός Τσέχωφ, αλλά περισσότερο ένα σχόλιο πάνω στον «Βυσσινόκηπο» που ξέρουμε. Ίσως για αυτό να είναι δύσκολο να ακολουθήσουν τη βασική πλοκή όσοι δεν έχουν κάποια επαφή με το έργο, αφού κάθε χαρακτήρας είναι το φαρσικό απείκασμα των χαρακτήρων που δημιούργησε ο Τσέχωφ. Αυτό δε σημαίνει πως η παράσταση δεν είναι προσβάσιμη από διαφορετική σκοπιά, απλώς κάποια πράγματα ίσως λειτουργούν κάπως… περίεργα σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης.
Ήδη από την αφίσα της παράστασης με τον Μίκι Μάους έγκυο που συναντάς παντού στους δρόμους πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για έναν πολύ διαφορετικό «Βυσσινόκηπο». Και βλέποντας την παράσταση, είναι ακόμη πιο ριζοσπαστική απ’ ό,τι περίμενες. Στη σκηνή υπάρχουν τρεις Μίκι Μάους που υπογραμμίζουν τις πράξεις των χαρακτήρων, εμφανίζεται ένας ελέφαντας, θα ακούσετε χαρακτήρες να μιλούν με τη φωνή του Ντόναλντ Ντακ, θα δείτε στριπ τιζ με υπόκρουση «Αυτό το μάμπο το μπραζιλέρο» και θα μυρίσετε φρέσκα κρεμμύδια που προ ολίγου εκσφενδονίζονταν στη σκηνή. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Τσέχωφ; Θεωρητικά καμία, αν όμως βουτήξεις στον πυρήνα του «Βυσσινόκηπου» θα διαπιστώσεις πως είναι μια γιορτή της απώλειας με κάυσιμο την υπαρξιακή αγωνία. Υπό αυτό το πλαίσιο, οι ήρωες προβαίνουν στις πιο ακραίες πράξεις νιώθοντας το τέλος να έρχεται ειδικά για αυτούς.
Το σκηνικό της παράστασης είναι μια γκρίζα σκουληκότρυπα που θαρρείς ανήκει στη Χώρα των Θαυμάτων. Και πράγματι στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά οι πρωταγωνιστές του «Βυσσινόκηπου» του Καραθάνου μοιάζουν πιο κοντά στον Λιούις Κάρολ παρά στον Τσέχωφ. Ο Καραθάνος βουτά στο υποσυνείδητό του και δημιουργεί το δικό του «Being John Malkovich». Από τη μία πλευρά αυτό που παρακολουθείς είναι ξεκάθαρα «Βυσσινόκηπος» (έστω και αν δε σου αποκαλύπτεται με προφανή τρόπο) και από την άλλη ο,τιδήποτε μπορεί να συμβεί σε αυτόν. Και πόσες φορές μπορείτε να πείτε ότι επιτυγχάνεται αυτή η συνθήκη σε κλασικά και πολυπαιγμένα έργα;
Μια ματιά στους συντελεστές της παράστασης φτάνει για να σε πείσει για την καινοτομία της και τους υψηλούς στόχους που θέτει. Η μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου είναι η στιβαρή βάση πάνω στην οποία δομείται όλο το δημιούργημα (η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου έχει επιμεληθεί την απόδοση του κειμένου) και η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου έχει μεγαλουργήσει στο επίπεδο των σκηνικών και κοστουμιών, κάτι το οποίο εκτιμάς ακόμη περισσότερο καθώς επεξεργάζεσαι τι παρακολούθησες μετά το πέρας της παράστασης. Η ονειρική μουσική επένδυση του Άγγελου Τριανταφύλλου όχι μόνο στηρίζει την αφήγηση αλλά και της προσθέτει επιπλέον νοήματα και βάσεις ανάγνωσης και η κίνηση της Αμαλίας Μπένετ είναι πρωτοποριακή σε σημείο που ίσως ξενίσει τους παραδοσιακούς λάτρεις του Τσέχωφ, τονίζει ωστόσο το πόσο παγιδευμένοι στις ίδιες τους τις επιθυμίες είναι οι χαρακτήρες. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου διακριτικοί μα λειτουργικοί, κορυφώνονται στον τρόπο που αναδεικνύουν την τελευταία σκηνή του έργου.
Όσον αφορά το θίασο, οι δυνατότητές του είναι μεγάλες και δεν αποτυγχάνει να τις φτάσει μέχρι τέλους. Η παρουσία που ξεχωρίζει σίγουρα είναι αυτή της (εγκυμονούσας, όπως και η Έμιλυ Κολιανδρή) Γαλήνης Χατζηπασχάλη. Είναι η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της παράστασης, σε μια βιωματική ερμηνεία που αποτελεί τον συναισθηματικό πυλώνα του δημιουργήματος. Ειδικά μετά τα μισά της παράστασης απογειώνεται και για αυτό το λόγο «στρώνει» και η παράσταση για όσους την παρακολουθούν μέχρι εκείνο το σημείο με σκεπτικισμό. Ο Χρήστος Λούλης προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της ομάδας και καταφέρνει να κρατήσει τις λεπτές ισορροπίες σε κάποιες σκηνές που θα ήταν εύκολο να ξεφύγουν προς τη χοντροκομμένη φάρσα. Η Έλενα Τοπαλίδου και ο Μιχάλης Σαράντης ανταποκρίνονται πιο εύκολα απ’ όλους στις σύγχρονες κινησιολογικές απαιτήσεις της παράστασης και σίγουρα ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην Λένα Κιτσοπούλου που είτε εμφανίζεται στη σκηνή με τον ελέφαντά της, είτε μας μιλάει για την πεολειχία της γυναίκας-λάστιχο είτε απλά πετάει χαρτομάντιλα, θαρρείς πως παίζει σε ένα περιβάλλον που δημιούργησε η ίδια. Δεν είναι κρυφό ότι οι πινελιές της Κιτσοπούλου είναι έντονες στην παράσταση και η συνεργασία της με τον Νίκο Καραθάνο κάπου εδώ αρχίζει να μεταφέρεται και στο επίπεδο της δημιουργίας. Όσον αφορά τους Μίκι Μάους, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως ο Άγγελος Παπαδημητρίου έδειχνε φτιαγμένος για να αναλάβει (και) αυτό το ρόλο.
Ο Μίκι Μάους είναι την ίδια στιγμή σύμβολο φάρσας και αθωότητας. Στα ίδια μήκη κύματος κινείται και ο «Βυσσινόκηπος», συνεπώς μπορούμε να κατανοήσουμε τους συνειρμούς που οδήγησαν τον Νίκο Καραθάνο να χρησιμοποιήσει το ποντίκι του Ντίσνεϋ στο ανέβασμά του. Και το φινάλε που δίνει δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που περιμένεις, είναι πάντως βαριά συναισθηματικά φορτισμένο και σε ανυψώνει σαν πούπουλο. Οι χαρακτήρες είναι εδώ, το κεντρικό νόημα επίσης, τα συναισθήματα φωτίζονται πίσω από τις γερές δόσεις κωμωδίας που πάντα υπήρχαν εκεί, οπότε πού ακριβώς είναι το κακό αν το ανέβασμα δεν είναι κλασικό; Οι καιροί αλλάζουν και ο «Βυσσινόκηπος» της Στέγης δείχνει το θέατρο που έρχεται.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]