«Αδερφοί Καραμάζοφ»: σταθερή αξία, σκηνοθετική πρωτοτυπία, Μόνικα στη μουσική
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Νατάσας Τριανταφύλλη.
Δύσκολη η μεταφορά του Ντοστογιέφσκι στο θέατρο. Είδαμε φέτος το «Σωσία» της Έφης Μπίρμπα που κέρδισε το στοίχημα ακριβώς επειδή πήρε ρίσκα. Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης δεν ευνοεί τις λαοφιλείς μεταφορές που θα ικανοποιήσουν όλους δίχως να έχουν καμία αιχμή. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν κινούνται και οι «Αδερφοί Καραμάζοφ» που σημειώνουν επιτυχία αυτή την περίοδο στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
Οι «Αδερφοί Καραμάζοφ» είναι το χρονικό μιας πατροκτονίας, στην ουσία όμως αγγίζουν πολλά περισσότερα και μεγαλύτερα θέματα που ενίοτε ξεπερνούν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Ο Φιοντόρ είναι ο πατέρας σε μια οικογένεια δίχως μητέρα. Βυθισμένος στις ακολασίες του δε δίνει δεκάρα για τα παιδιά του, τα οποία στρέφονται εναντίον του. Κύριος εκφραστής αυτού του μίσους είναι ο Ντμίτρι, τον οποίο απέκτησε από τον πρώτο γάμο. Ακολουθεί την ίδια τακτική παράδοσης στα πάθη του και το γεγονός ότι μοιράζεται με τον πατέρα του την Γκρούσεβνα (ενώ παράλληλα έχει πάρει για γυναίκα του την Κατερίνα Ιβάνοβνα) κάνει μόνο χειρότερη την κατάσταση. Από το δεύτερο γάμο ο Φιοντόρ απέκτησε τον Ιβάν και τον Αλιόσα. Ο Ιβάν είναι ένθερμος υποστηρικτής της λογικής, ενώ από την άλλη ο Αλιόσα έχει εναποθέσει την πίστη του στη θρησκεία. Τέλος, υπάρχει και ο Σμερντιακόφ, ο υπηρέτης του σπιτιού και νόθος γιος του Φιοντόρ, ταυτότητα η οποία παραμένει κρυφή στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ως το τέλος. Χτυπημένος από κρίσεις επιληψίας και γεμάτος από ένα υποδόριο μίσος για όλους, είναι ο συνδετικός κρίκος μιας σκουριασμένης αλυσίδας.
Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα που πρόλαβε να γράψει ο Ντοστογιέφσκι και αποτελεί μια σύνοψη όλων των θεματικών αξόνων που απασχόλησαν το έργο του. Η ιδιόμορφη σχέση θρησκείας-ακολασίας εμφανίζεται εδώ πιο ισχυρή από ποτέ, με τον Αλιόσα να παρουσιάζεται ως πρωταγωνιστής στην αφήγηση, κυρίως λόγω των πράων και συμφιλιωτικών του προθέσεων. Οι ήρωες διαθέτουν το χαρακτηριστικό εμπύρετο ντοστογιεφσκικό λόγο που μοιάζει να πατάει με το ένα πόδι στον παράδεισο και με το άλλο στην κόλαση, ιδιαιτερότητα την οποία τόνισε και η σκηνοθέτις Νατάσα Τριανταφύλλη, σε συνέντευξη που μας παραχώρησε στo πλαίσιo της παράστασης. Το φως και το σκοτάδι εναλλάσσονται διαρκώς και στο τέλος επικρατεί η συνειδητοποίηση ότι μόνο αν αποδεχθείς και τα δύο μπορείς να έχεις μια πλήρη ζωή.
Έχουμε να κάνουμε με μια προσωπική ανάγνωση του μυθιστορήματος (άξια για μια ακόμη φορά η μετάφραση του Διονύση Καψάλη), αυτό είναι ωστόσο και το ζητούμενο. Θα μπορούσαμε να δούμε μια ακριβή παραγωγή σε μια μεγάλη σκηνή που απλά θα διηγείται την ιστορία χωρίς να διεισδύει στα ενδότερά της, κάτι τέτοιο όμως θα ήταν άκυρο προς το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι. Έτσι λοιπόν, περισσότερο από πορεία των χαρακτήρων, παρακολουθούμε την πορεία των ψυχών τους. Σε αυτό συνδράμει και η σκηνοθεσία της Νατάσας Τριανταφύλλη σε συνδυασμό με τον άψογο σκηνικό χώρο που έχει στήσει η Εύα Μανιδάκη. Η σκηνή έχει γεμίσει με βαμβάκι, δημιουργώντας συνειρμούς τόσο με το χιόνι της Ρωσίας, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο με το ιδανικό της αγνότητας. Το μινιμαλιστικό λευκό κυριαρχεί και μέσα από τους καίριους και υποβλητικούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου αναδεικνύεται στο έπακρο η διττή φύση (φως-σκοτάδι, παράδεισος-κόλαση, πίστη-λογική) της παράστασης. Η πρωτότυπη μουσική της Μόνικα είναι ένα από τα στοιχήματα και πράγματι δεν περνά απαρατήρητη, αυτό βέβαια δεν είναι πάντοτε θετικό αφού σε κάποια σημεία στο δεύτερο μέρος θαρρείς πως ακολουθεί το δικό της δρόμο.
Ο μέθυσος πατέρας αποδίδεται με τρομακτική ευκρίνεια από τον έμπειρο Λάζαρο Γεωργακόπουλο. Ο Αινείας Τσαμάτης αποδίδει με νεύρο τον Ντμίτρι και αν και δε διευρύνει την γκάμα του, αυτό αρκεί για το συγκεκριμένο ρόλο, ο Αντίνοος Αλμπάνης είναι ταιριαστή επιλογή για το ρόλο του ενδοστρεφή Ιβάν και αναδεικνύεται στο δεύτερο μέρος, ενώ ο Ηλίας Μελέτης είναι εξαιρετικός ως ο ειρηνοποιός Αλιόσα, εκφράζοντας την απαραίτητη συμπάθεια προς το χαρακτήρα του ώστε να ακολουθήσουμε τη ροή της παράστασης. Ο Μπάμπης Γαλιατσάτος έδωσε βάθος στον αινιγματικό Σμερντιακόφ, προκαλώντας ρίγος στη σκηνή της τελικής αποκάλυψης και παράλληλα υποδύεται με αίσθηση χιούμορ και τον Ρατίκιν που αποτελεί ταυτόχρονα κωμική ανακούφιση αλλά και φωνή της λογικής, φέρνοντας στο προσκήνιο το πόσο λεπτές είναι οι γραμμές στον Ντοστογιέφσκι. Η Λένα Παπαληγούρα διαθέτει κάποιες στιγμές που καταφέρνει να απογειώσει το χαρακτήρα της Γκρούσεβνα, αν και λειτουργεί ακόμη καλύτερα σε συνδυασμό με την Κατερίνα Ιβάνοβνα της Βασιλικής Τρουφάκου. Η Νατάσα Τριανταφύλλη παρατηρεί την οικογένεια Καραμάζοφ από μια γυναικεία σκοπιά, εστιάζοντας στην έλλειψη μιας θηλυκής παρουσίας και όλων των κακών που γεννά αυτή η εξέλιξη. Στην αρχή και στο τέλος οι Γκρούσεβνα και Κατερίνα Ιβάνοβνα γίνονται μια ενιαία γυναικεία παρουσία, το οποίο εκτός από το επίπεδο του περιεχομένου προσθέτει και στο εικαστικό κομμάτι.
Η Νατάσα Τριανταφύλλη πήρε ένα κλασικό κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και του έδωσε το δικό της στίγμα, δίχως να το κάνει ακατανόητο για το κοινό που δε γνωρίζει την υπόθεση. Είναι η δεύτερη δουλειά της μετά την «Αντιγόνη» του Φεστιβάλ Αθηνών και πλέον είναι διακριτές οι σκηνοθετικές πινελιές της, κάτι που πρέπει να εκτιμηθεί, κυρίως για μια νέα σκηνοθέτη. Οι «Αδερφοί Καραμάζοφ» του Τέχνης είναι μια περιπετειώδης, μη-στατική παράσταση που ξεχωρίζει για την καλαισθησία της, μα που δε μένει στην επιφάνεια και λαμβάνοντας τα μέγιστα από τις ερμηνείες, «εισβάλλει» στο ασυνείδητο των πρωταγωνιστών της. Ανήκει στη σφαίρα του πειραματικού, αλλά δεν κοιτάζει ποτέ το θεατή αφ’ υψηλού και του επιτρέπει να νιώσει αληθινά συναισθήματα αληθινών ανθρώπων με αληθινά πάθη.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]