Είδαμε την παράσταση «Mies Julie» στο Φεστιβάλ Αθηνών
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Mies Julie» του Baxter Theatre Centre που παρουσιάζεται έως τις 13 Ιουνίου στην Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Οι παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών που μας συστήνουν θιάσους και δημιουργούς από το εξωτερικό πάντα βρίσκουν απήχηση στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό που για αυτές τις δύο-τρεις μέρες που ανεβαίνει το κάθε έργο αποζητά να δει κάτι καινούριο προκαλώντας sold out. Κάπως έτσι, η πρεμιέρα της «Mies Julie» από το Baxter Theatre Centre της Νότιας Αφρικής πραγματοποιήθηκε σε μια γεμάτη αίθουσα στην Πειραιώς 260 που κατέληξε να χειροκροτεί με ενθουσιασμό τους συντελεστές της παράστασης. Ας δούμε όμως τι μεσολάβησε ως εκεί.
Η «Mies Julie» είναι βασισμένη στη «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, κρατώντας όμως μονάχα το σκελετό. Γιατί από εκεί και πέρα ο διαχωρισμός της Τζούλια και του Ζαν (εν προκειμένω Τζων) συντελείται σε πολλαπλά επίπεδα. Είναι σαφώς κοινωνικός, είναι σίγουρα ταξικός και παράλληλα είναι και φυλετικός, εκφράζοντας έτσι κάθε πτυχή του απαρτχάιντ. Η Τζούλια είναι λευκή και ο Ζαν είναι μαύρος. Η Κριστίν δεν είναι πια η μαγείρισσα, αλλά γίνεται η μητέρα του Ζαν και αυτή που μεγάλωσε την Τζούλια. Οι σχέσεις των χαρακτήρων αποκτούν νέα οπτική και σημαίνουν πολλά περισσότερα.
Η σκηνοθέτις Yael Farber δεν επέλεξε το έργο του Στρίντμπεργκ επειδή ήθελε να διηγηθεί μια ιστορία που θα ικανοποιήσει τη μερίδα του κοινού η οποία διψά για ρομάντζα εποχής με τραγική κατάληξη. Άλλωστε το Baxter Theatre Centre στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν εξερευνά όλα τα είδη των τεχνών από το 1977 και διατήρησε ανοιχτές τις πύλες και τις κεραίες του ακόμη και στην κορύφωση των φυλετικών διακρίσεων. Έτσι, τα μηνύματα που μεταφέρει η «Mies Julie» είναι πρωτίστως κοινωνικού ενδιαφέροντος. Από τη μία οι φυλετικές διακρίσεις και ό,τι συνεπάγεται από τις συγκρούσεις τους και από την άλλη το δικαίωμα των γυναικών να κάνουν ό,τι θέλουν με το σώμα τους μακριά από τις αδηφάγες ανδρικής προελεύσεως επιταγές. Μιλάμε για μια παράσταση σύγχρονη που δικαιώνει το hype από τα φεστιβάλ του εξωτερικού.
Έντονη είναι η χρήση των συμβολισμών. Η φάρμα της Τζούλια έχει χτιστεί πάνω σε γενιές ιθαγενών, προγόνων του Τζων οι οποίοι και περιφέρονται ως φαντάσματα αδυνατώντας να βρουν γαλήνη. Την ίδια στιγμή όμως κάτω από το οικογενειακό δέντρο του Τζων, έχουν θαφτεί και οι πρόγονοι της Τζούλια. Οι δύο τους εκπροσωπούν το καινούριο που φέρει τα τραύματα του παλιού. Έρχονται σε σύγκρουση γιατί η κάθε πλευρά είναι ήδη περιχαρακωμένη από πριν, παρά την ιλιγγιώδη σαρκική επιθυμία που είναι έκδηλη στα ιδρωμένα κορμιά τους. Λίγο πριν ενωθούν, ο Τζων λέει στην Τζούλια πως αν κάποιος μπει στο δωμάτιο θα τον σκοτώσει ο ίδιος. Γιατί τέτοια είναι η δύναμη του σεξ που κάνουν. Είναι ταυτοχρόνως η πεμπτουσία του έρωτά τους και αυτό που τους φέρνει πιο κοντά στο θάνατό τους. Είναι ένας απαγορευμένος μονόδρομος τον οποίο διαβαίνουν πιασμένοι χέρι-χέρι και ας μην το παραδέχονται ποτέ ανοιχτά ο ένας στον άλλο.
Το συμβολικό εξελίσσεται σε μεταφυσικό στην παράσταση. Η ατέρμονη αναμονή για βροχή μεταφέρει τους κεραυνούς από τον ουρανό στο έδαφος. Η χρήση της μουσικής προσθέτει έναν παγανιστικό χαρακτήρα στην τελετουργία που παρακολουθούμε, φέρνοντάς μας πιο κοντά με τις ρίζες κάτω από τη φάρμα. Όταν η καταιγίδα ξεσπάσει δε θα φέρει νερό αλλά αίμα. Και είναι επιλογή της ίδιας της Τζούλια να δώσει τέλος στη ζωή της. Δεν αποτελεί αποκύημα των ανδρικών νορμών που επιβάλλονται πάνω της, αλλά μέσα από αυτή την τραγική της πράξη σπάει την αλυσίδα. Με αυτό τον τρόπο η «Δεσποινίς Τζούλια» ανάγεται σε αρχαία τραγωδία.
Λιτή η σκηνοθεσία της Farber, δίνει χώρο στους ηθοποιούς να βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και μέσω της υπόκωφης μουσικής επένδυσης και του μηχανήματος καπνού δημιουργείται μια ταιριαστή αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Η αεικίνητη Hilda Cronje προσφέρει μια σαρωτική ερμηνεία ως Τζούλια. Διαθέτει εξαιρετική κίνηση και στο κορμί της αποτυπώνεται η λαγνεία και ο πόθος μιας νεαρής γυναίκας για τον αγαπημένο της , ενώ είναι εξίσου πειστική και στα δραματικά στοιχεία που προκύπτουν από τις συγκρούσεις. Στιβαρή η παρουσία του Bongile Mantsai ως Τζων, πατώντας ανάμεσα στη σχέση του με την Τζούλια και στο κοινωνικοπολιτικό κομμάτι των διαχωρισμών. Η χημεία τους είναι αξιοζήλευτη. Η Zoleka Helesi εκφράζει όλο τον βουβό πόνο των γηγενών πληθυσμών της Νοτίου Αφρικής ως μητέρα του Τζων/Κριστίν και η Tandiwe “Nofirst” Lungisa διαθέτει μια ελεγειακή παρουσία καθώς περιφέρεται στη σκηνή ως φάντασμα βγάζοντας απόκοσμους ήχους από παραδοσιακά μουσικά όργανα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είδαμε την «Δεσποινίς Τζούλια» στο θέατρο. Ο Αλέξης Ρίγλης είναι που δοκίμασε ένα μοντέρνο ανέβασμα του έργου, το οποίο κρίθηκε επιτυχημένο. Είναι ωραίο να βλέπεις νέους ανθρώπους να πειραματίζονται με κλασικά κείμενα φέρνοντάς τα στα μέτρα τους για να πουν αυτό που θέλουν, χωρίς να επεμβαίνουν στον πυρήνα τους. Η «Mies Julie» είναι μια παράσταση με μεγεθυμένα στο έπακρο όλα τα συναισθήματα και έχει πράγματα να πει για το καθεστώς της Νοτίου Αφρικής και για κάθε παρόμοια συνθήκη οπουδήποτε στον κόσμο. Δίκαιο το παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]