Είδαμε τους «Τυφλούς» της Ζωής Χατζηαντωνίου στο Φεστιβάλ Αθηνών
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει για την παράσταση «Οι τυφλοί ή ο ήχος των μικρών πραγμάτων σε μεγάλο σκοτεινό τοπίο» που παρουσιάζεται στην Πειραιώς 260 στις 12 και 13 Ιουλίου.
Δύσκολη η χθεσινή Κυριακή (12/7) για αφοσίωση στις τέχνες. Οι πολιτικές εξελίξεις ήταν κατεπείγουσες σε σημείο το προσωπικό να περιορίζεται και να γίνεται ένα με το συλλογικό. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες έκανε ποδαρικό στο Φεστιβάλ Αθηνών η σκηνοθέτιδα και χορογράφος Ζωή Χατζηαντωνίου, επιλέγοντας τους «Τυφλούς» του Μόρις Μέτερλινκ (πλήρης τίτλος «Οι τυφλοί ή ο ήχος των μικρών πραγμάτων σε μεγάλο σκοτεινό τοπίο»). Σίγουρα όχι συμβατική επιλογή έργου. Ο βέλγος συγγραφέας θεωρείται πρόδρομος του Μπέκετ και ξεχωρίζει για τη μυστηριακή του ατμόσφαιρα και την αλλόκοτη δραματουργία.
Το έργο του Μέτερλινκ ορίζεται ως αλληγορία με βιβλικές αναφορές. Οι χαρακτήρες δεν έχουν προσωπικότητα και ανάγονται σε σύμβολα, ενώ η πλοκή διακατέχεται από μια εσωτερικότητα που παρά τη φαινομενική στασιμότητα βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό. Μια ομάδα τυφλών -τέσσερις άνδρες και τέσσερις γυναίκες- βρίσκεται σε ένα αρχαίο δάσος περιμένοντας τον οδηγό που θα τη φέρει με ασφάλεια πίσω στο άσυλο. Καθώς όμως ο χρόνος περνά, συνειδητοποιούν πως η τυφλότητά τους δεν είναι μόνο σωματική, αλλά και οντολογική. Ο λυτρωτής τους είτε είναι νεκρός είτε δεν υπάρχει και έτσι ολόκληρη η παράσταση δρα ταυτόχρονα και σε ένα δεύτερο επίπεδο.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου επέλεξε πέρα από το χαρακτηριστικό της τυφλότητας να τονίσει και αυτό της θνητότητας «καταμεσής σε ένα άπειρο που δεν είναι ποτέ αδρανές». Για αυτό το λόγο επέλεξε μια εξαιρετική ομάδα βετεράνων ηθοποιών (Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Ανέζα Παπαδοπούλου, Χρήστος Στέργιογλου, Χάρης Τσιτσάκης, Μηνάς Χατζησάββας) με ξεχωριστή διαδρομή στο χώρο του θεάτρου που μπορεί να τιθασεύσει το «εγώ» για χάρη του «εμείς». Από εκεί και πέρα αντιλαμβάνεται το έργο ως όπερα ήχων και χειρονομιών, με τη Σαβίνα Γιαννάτου να υπογραμμίζει με την ερμηνεία της τα αδιέξοδα των πρωταγωνιστών. Και αν διαβάζοντας τη λέξη «όπερα» περιμένετε κάτι πολύ συγκεκριμένο και φορμαλιστικό, εδώ δε θα το βρείτε. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει καν η έμφαση στο να παραχθεί κάτι όμορφο. Πρόκειται για μια όπερα ενίοτε κακόφωνη, που αναζητά μεν το Υψηλό αλλά μέσα από απότομες κινήσεις και άναρθρες κραυγές.
Ως παράσταση πέρα από το χώρο και το χρόνο, είναι εύκολο να νοηματοδοτηθεί εκ νέου ανάλογα με τις προθέσεις του δημιουργού. Και οι «Τυφλοί» σχηματίζουν πρόσφορο έδαφος για συσχετισμούς με το σήμερα. Για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς, δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος συγχρονισμός για την παρουσίαση της παράστασης. Η τύφλωση γίνεται εθελοτυφλία. Παρακολουθώντας ένα λαό να αναζητά έναν ηγέτη ώστε να γαντζωθεί πάνω του και μια γερασμένη ήπειρο να έχει χάσει το βηματισμό της κινούμενη στα τυφλά, γίνονται απολύτως κατανοητοί οι λόγοι που η Ζωή Χατζηαντωνίου επέλεξε να ανεβάσει το συγκεκριμένο κείμενο σήμερα. Ακόμη και χωρίς καμία παρέμβαση, μοιάζει να μιλάει για το τώρα.
Ο σκηνικός χώρος καταλαμβάνει όλη τη σκηνή της Αποθήκης Η, από τη μια άκρη ως την άλλη και μέχρι τους θεατές και πίσω από αυτούς. Έτσι οι συσχετισμοί γίνονται πιο σαφείς και όλοι βρισκόμαστε μαζί στο σκοτάδι. Ένα δεντράκι, κάποια λουλούδια και μια λιμνούλα αρκούν για να δημιουργήσουν μια μεταφυσική ατμόσφαιρα, όπου όλοι μοιάζουν μαγεμένοι από κάποιες αόρατες δυνάμεις του δάσους. Από το σπουδαίο θίασο ξεχωρίσαμε την απόκοσμη γοητεία που εκπέμπει η Ανέζα Παπαδοπούλου, την ασκητική παρουσία του Γιώργου Μπινιάρη και την κατάθεση εμπειρίας του Μηνά Χατζησάββα. Το μυστικό της επιτυχίας είναι πάντως η ηχητική δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού. Μετά τις ανατριχίλες που προκάλεσε η επιμέλεια του ήχου στον «Φαέθοντα» του Δημήτρη Καραντζά, αποδεικνύει ότι η συμβολή του εγγυάται παραστάσεις που δεν τις βλέπεις απλά, μα και τις ακούς.
Είναι η πρώτη δουλειά της Ζωής Χατζηαντωνίου που περιέχει λόγο, ακόμη και αυτός ωστόσο χρησιμοποιείται σαν ένα ακόμη εργαλείο χορογραφίας. Οι «Τυφλοί» που είδαμε στην Πειραιώς 260 είναι μια παράσταση άψογη εικαστικά σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης που βρίθει νοημάτων και συμβολισμών σε ένα δεύτερο επίπεδο αναγωγής. Το φως στο τέλος είναι εκτυφλωτικό για τον θεατή, αν όμως έχει ανοιχτούς τους ορίζοντές του για κάτι καινούριο όσο και οι βετεράνοι ηθοποιοί της παράστασης, τότε μέσα σε αυτή τη λάμψη μπορεί να ανακαλύψει διαχρονικές αλήθειες.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]