Ο Τάκης Σπυριδάκης στη συνέντευξη που μας έδωσε το 2016
Ο βραβευμένος ηθοποιός και σεναριογράφος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 61 ετών έπειτα από πολύχρονη ασθένεια.
Γεννήθηκε στην Αίγινα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Ακούει φανατικά jazz και από την πρώτη στιγμή που θα συζητήσει κάποιος μαζί του, αντιλαμβάνεται πως έχει να κάνει με έναν ακομπλεξάριστο και γοητευτικό, δυναμικό και ταυτόχρονα ευαίσθητο μάγκα παλιάς κοπής.
Καλλιτέχνης με μεγάλη πορεία στο χώρο του θεάματος, ο Τάκης Σπυριδάκης που για καιρό μάς απασχόλησε μέσα από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις ως «Αγαπούλας», πλέον εμφανίζεται ως «Σταύρος» στην παράσταση του θεάτρου «Επί Κολωνώ», «Άγριος Σπόρος», καταθέτοντας σε κάθε εμφάνισή του την ψυχή του και αποδεχόμενος στο τέλος αυτής το πιο θερμό χειροκρότημα των θεατών.
«Η υποκριτική δεν ήταν όνειρο παιδικό, αλλά προέκυψε στο πέρασμα των ετών. Είχα μια λόξα με το σινεμά ανέκαθεν. Στα 18 μου "έμπλεξα" με τη μουσική, μου άρεσε το πιάνο, αλλά είδα ότι δεν είχα ταλέντο και επειδή είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, το άφησα. Λίγο μετά έγινε εντονότερη η αγάπη για τη σκηνοθεσία κινηματογράφου, κι η επιθυμία να ασχοληθώ με αυτό καταστάλαξε μέσα μου.
Δεν ήμουν ευχαριστημένος από τις σχολές της Ελλάδας κι έτσι έκανα μια προσπάθεια στο εξωτερικό, αλλά δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να το υποστηρίξω κι επιστρέφοντας εδώ οδηγήθηκα σε μια δραματική σχολή για να πάρω γνώσεις. Μόλις ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, καταπιάστηκα με την ταινία «Η γλυκιά συμμορία» που αγαπώ πολύ ακόμα καισυνέχισα ως ηθοποιός. Ώσπου έκανα και τη δική μου ταινία.
Δεν είμαι από εκείνους που λένε πως γεννήθηκαν μέσα σ’ ένα κουτί φιλμ ή πάνω στο σανίδι. Στο δρόμο το βρήκα και είμαι πολύ χαρούμενος που ασχολήθηκα επαγγελματικά με κάτι που αγαπώ πραγματικά. Τελικά αυτό που θέλεις, θα το κάνεις με κάποιον τρόπο, αργά ή γρήγορα. Λίγοι άνθρωποι κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Παρά τη δυσκολία του επαγγέλματος, αν έχω κάποια εσωτερική αρμονία, ισορροπία, αυτό οφείλεται στο ότι κάνω στη ζωή μου αυτό ακριβώς που γουστάρω περισσότερο».
Θέατρο ή κινηματογράφος;
«Το ότι αγαπάω πάρα πολύ τον κινηματογράφο είναι δεδομένο. Το τι προτιμάω είναι σχετικό. Όπως μπορεί να προκύψει μια πολύ καλή ταινία, αντίστοιχα μπορεί να προκύψει και μια καλή παράσταση στο θέατρο. Στη χώρα που ζούμε, που δεν είναι μητρόπολις, αλλά επαρχία, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα και λιγότερα. Πλέον, δε θα μπορούσα να συμμετάσχω σε οποιαδήποτε ταινία, μόνο και μόνο επειδή είναι καλή η αμοιβή, αν και το έχω κάνει κι αυτό. Δεν κρύβομαι. Έχω κάνει και δουλειές, όχι πολλές, με κίνητρο μόνο τα χρήματα. Στο θέατρο δεν είχα ανάλογες προτάσεις. Υπήρξαν όμως και κάποιες που, ενώ ήταν καλά τα χρήματα, δεν μου άρεσαν οι υποθέσεις και αρνήθηκα. Είναι πολύ δύσκολο για μένα να παίζω κάθε βράδυ έναν ρόλο που δεν γουστάρω. Δεν μπορώ να το αντέξω αυτό. Ακόμα και κάτι που σ’ αρέσει, είναι ένα ζήτημα να το παίζεις κάθε βράδυ. Στον κινηματογράφο είναι αλλιώς.
Παρόλα αυτά, τα τελευταία 2-3 χρόνια επέστρεψα στο θέατρο, ξεκινώντας με τον "Κουλοχέρη του Σποκέιν". Το έργο ήταν που με έκανε να επιστρέψω και τώρα έχω την τύχη να παίζω σ’ ένα επίσης πολύ ωραίο έργο του Γιάννη Τσίρου, τον "Άγριο Σπόρο". Αναμφίβολα όμως, ο κινηματογράφος είναι η ζωή μου».
«Ο Σταύρος που υποδύομαι στον Σπόρο είναι το "θύμα" μιας τερατώδους σχέσης μεταξύ πολιτείας (πολιτικών) και πολιτών. Το έργο θα το περιόριζε κανείς, αν έλεγε πως αφορά στην κρίση. Η κρίση είναι αφορμή για να μιλήσουμε για πράγματα που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από εκείνη, ως προς την νοοτροπία, τη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής μας.
Ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να επιβιώσει με διάφορες πατέντες, εφευρίσκει ο ίδιος διάφορους τρόπους κινούμενος στα όρια του νόμου. Δεν έχει σκοπό να πλουτίσει, απλά να μπορέσει να βγάζει τα προς το ζην του ίδιου και της κόρης του. Είναι άναρχος, αλλά παράλληλα ένας αδύναμος άνθρωπος. Όλα κυλούσαν παρόλα αυτά ήρεμα στην κλειστή κοινωνία όπου ζούσε, ώσπου με αφορμή έναν εξωτερικό παράγοντα, όσα χώριζαν και ένωναν τους πρωταγωνιστές βγήκαν στην επιφάνεια.
Ο Σταύρος είναι ένας οξύθυμος φωνακλάς, δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάποιος που να έχει καλύτερη γνώμη από εκείνον, δεν είναι και πολύ αρεστός στην τοπική κοινωνία. Γι αυτό και μόλις συνέβη κάτι τραγικό, όλες οι υποψίες έπεσαν πάνω του.
Άλλο πράγμα όμως, είναι να έχεις μια στρεβλότητα σαν χαρακτήρας κι άλλο να είσαι δολοφόνος. Δυστυχώς, επειδή εκείνος έχει όλα τα στοιχεία που τον διαφοροποιούν από την υπόλοιπη κοινωνία, τον υποπτεύονται για πράγματα που δεν έχει κάνει.
Η παράσταση αυτή έχει πάρα πολύ δυναμισμό και χρειάζεται πολλή ενέργεια. Δεν ξέρω άλλο τρόπο να παίζω. Ή γίνεσαι κομμάτια πάνω στη σκηνή καταθέτοντας όλο σου το είναι ή όχι. Κι αυτός ο ρόλος απαιτεί να γίνεις κομμάτια. Οπότε μετά το τέλος της παράστασης χρειάζεσαι ώρα για να αποφορτιστείς».
«Πιστεύω ότι το έργο αφήνει ελεύθερο τον θεατή να σκεφθεί, δεν δίνει οριστικές απαντήσεις και λύσεις. Θέτει όμως, ερωτήματα. Μην ξεχνάμε πως είμαστε ένας λαός που έχει απαντήσεις για τα πάντα, αλλά αποφεύγει κάθε προσωπική ερώτηση. Αν αυτός ο κόσμος θα πρέπει να τελειώνει με τους Σταύρους ή όχι, το αφήνουμε στον θεατή. Πρέπει να το απαντήσει εκείνος κι όχι το έργο... Για μένα, ναι, θα πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνουμε με αυτόν τον κόσμο, αλλά πώς θα αλλάξει αυτό; Με τον ορθολογισμό; Και πού οδηγεί κι αυτό; Είμαι λίγο επιφυλακτικός, γιατί είναι λίγο απροσδιόριστο».
Οι Έλληνες είναι «Άγριοι σπόροι»;
«Ναι. Το έχουν αποδείξει σε πολύ δύσκολες συνθήκες στο πέρασμα των ετών. Έχουν έναν δικό τους τρόπο. Είναι ένας λαός άλλωστε, που μέσα στους αιώνες έχει κάνει προτάσεις και δεν εξαφανίστηκε. Έχει περάσει πάρα πολύ δύσκολα, αλλά έχει τον τρόπο ή βρίσκει τον τρόπο ή δημιουργεί κάθε φορά τη συνθήκη, ώστε να ξεπερνάει τα εμπόδια».
Ο συγγραφέας του «Άγριου σπόρου», Γιάννης Τσίρος, έχει αναφέρει πως «η ανάγκη για επιβίωση (στο έργο) προηγείται των διατάξεων». Πώς το σχολιάζεις;
«Η πολιτεία μπορεί να έχει κανόνες και νόμους, αλλά είναι και η ίδια άναρχη. Επίσης, ακόμα κι αν ένας πολίτης κάνει πάντα με ακρίβεια αυτό που του ζητείται, παύει να είναι ελεύθερος, γίνεται επαίτης. Το πολιτικό σύστημα όποια μορφή κι αν έχει είναι αδυσώπητο.
Τι συμβολίζει ο Γερμανός που αγνοείται στην παράσταση;
«Ο Γερμανός νομίζω, επιλέχθηκε γιατί εκπροσωπεί τον απόλυτο ορθολογισμό απέναντι στην αναρχία. Πιέζουμε τις καταστάσεις, δεν βρίσκουμε στοιχείο, κατηγορούμε εκείνον που δε μας γεμίζει το μάτι. Τον Σταύρο δηλαδή, που λειτουργεί σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, που θα φωνάξει και θα βρίσει όταν θίγεται.»
Η ηρωίδα της παράστασης μένει εγκλωβισμένη στο πλευρό του πατέρα. Οι τωρινές συνθήκες στη χώρα πιστεύεις αναστέλλουν την ανεξαρτητοποίηση των νέων;
«Δεν έχω κάνει παιδαγωγός, ούτε σπούδασα κάπου πατέρας, αλλά άποψή μου είναι ότι στα παιδιά πρέπει να δίνεις τη δυνατότητα να έχουν κρίση και να παίρνουν πρωτοβουλίες. Να τους δείξεις πως πρέπει να απεγκλωβιστούν από εσένα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να βρουν το δρόμο τους και να τον ακολουθήσουν. Όλη η αγωνία μου απέναντι στις κόρες μου ήταν να έχουν μια προσωπικότητα, που θα τους επέτρεπε να κρίνουν και να επιβιώσουν χωρίς να έχουν τη δική μου ανάγκη»
Αν η παράσταση ήταν ταινία...
«...φαντάζομαι πως το επόμενο πλάνο μετά τον επίλογο του Σταύρου θα ήταν η κόρη του να τα παρατάει όλα και να χαράζει αγανακτισμένη τη δική της πορεία πλέον, αφήνοντας πίσω της τα πάντα. Η ελπίδα είναι τα νέα παιδιά».
«Για κάποιο λόγο δέχθηκα καλή κριτική για τη συμμετοχή μου στις διαφημίσεις. Είχα πει και τότε ότι δεν αποποιούμαι ποτέ ό,τι έχω κάνει. Το έκανα με απόλυτη συνείδηση και μου δημιούργησε μια οικονομική δυνατότητα σε μια περίοδο που την είχα ανάγκη. Μπόρεσα να ικανοποιήσω έτσι και κάποια από τα σχέδια των παιδιών μου. Κι άλλοι ηθοποιοί κάνουν διαφημίσεις και φαντάζομαι πως όλοι για οικονομικούς λόγους παίρνουν την απόφαση. Μου είχαν γίνει κι άλλες προτάσεις, αλλά εγώ επέλεξα τη συγκεκριμένη, γιατί ήμουν σίγουρος πως οι άλλες θα με έκαιγαν ως ηθοποιό. Εδώ η συγκυρία ήταν καλή και δούλεψε όπως δούλεψε.
Εκείνο που με ενόχλησε κάποια στιγμή, αλλά το ξεπέρασα, ήταν πως συνάδελφοι που έχουν γίνει ζάμπλουτοι από διαφημίσεις, γύρισαν να κριτικάρουν εμένα. Ότι «α, ξέπεσε κι ο Σπυριδάκης, το τελευταίο φρούριο …». Το τελευταίο φρούριο όμως, κάπως έπρεπε να ζήσει τα παιδιά του. Δεν έχω ούτε αυτοκίνητο, ούτε πισίνες κι άλλες πολυτέλειες.
Ήταν μια αξιοπρεπής διαφήμιση, η οποία μάλιστα έπαιξε έναν ρόλο επανεκκίνησης πραγμάτων. Πολλοί μπήκαν σε μια διαδικασία αναζήτησης της επαγγελματικής μου πορείας. Μου έκανε εντύπωση αυτό, γιατί ταινίες όπως η «Γλυκιά συμμορία» ή σαν τη «Λούφα και Παραλλαγή» ήταν ταινίες που δεν πέρασαν απαρατήρητες. Τα χει βέβαια το επάγγελμά μας αυτά».
Επόμενα επαγγελματικά σχέδια
«Ετοιμάζω εδώ και χρόνια μια ταινία, τη δεύτερή μου μεγάλου μήκους, που λέγεται "I have a dream". Παρότι έχω διάφορες προτάσεις, ακόμα και για τηλεόραση, δεν νομίζω πως θα ασχοληθώ. Αρκούμαι αυτή τη στιγμή στις παραστάσεις στο "Επί Κολωνώ" και στον κινηματογράφο.
Το «I have a dream» αναφέρεται σε μια ομάδα διαφορετικών - από άποψη γλώσσας, χαρακτήρα, πεποιθήσεων κ.ο.κ. – ανθρώπων, που συναντώνται σε έναν βομβαρδισμένο χώρο, από τον οποίο πρέπει να αποδράσουν. Δεν αναζητούν κάποιον «Παράδεισο», γιατί δεν πιστεύω στους «παραδείσους», απλά εκεί όπου βρίσκονται δεν μπορούν να επιβιώσουν και τους συμβαίνει κάτι τρομερό.
Δεν θέλω να ερμηνευτεί σαν ένα ταξίδι μεταναστών από την Κόλαση στον Παράδεισο. Καταπιάνεται με τα ανθρώπινα στοιχεία που βγαίνουν μέσα από τον καθένα ξεχωριστά κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Κι εκεί ορίζεται το ποιος είναι τι. Για παράδειγμα, τώρα εμείς οι ίδιοι καθόμαστε εδώ και μιλάμε. Αν όμως ήταν Κατοχή, δεν θα ξέρατε αν ήμουν δοσίλογος ή όχι... Αφορά επίσης τον άνθρωπο που θεωρεί τον εαυτό του ξεριζωμένο ακόμα και στον τόπο του».
Μια ευχή για τον 2016
«Πολύ ωραίο πράγμα οι ευχές! Εύχομαι, ό,τι ονειρεύεται ο καθένας, να γίνει!»
Συνέντευξη: Μαρία Πορτοκαλάκη
[email protected]
φωτογραφίες: Όλγα Αμηρίδου
«Άγριος Σπόρος» του Γιάννη Τσίρου, από την Ομάδα Νάμα
Κάθε Σάββατο στις 18:00, Κυριακή στις 21:30, Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00