Κριτική: «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα», μια άγρια πάλη με τα κύματα πληθώρας συναισθημάτων

osa-i-kardia-mou-stin-kataigida-kardia-mou-stin-kataigida
ΔΕΥΤΕΡΑ, 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016

Η Ελένη Πετάση είδε το «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» και μας μεταφέρει εντυπώσεις και συναισθήματα.

«Ο Γιωργής βρέχεται από μια θάλασσα κι ανεβαίνει ένα βουνό για να στεγνώσει». Αυτή η εικόνα στοίχειωσε τη φαντασία του σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη όταν διάβασε την «Πρώτη αγάπη» του Ιωάννη Κονδυλάκη - το μοναδικό διήγημα που έγραψε στη δημοτική. Και αυτήν την εικόνα μετέδωσε ο Άκης Δήμου που μετέγραψε τη νουβέλα του σημαντικού λογοτέχνη σε μια ευφάνταστη παραλλαγή της με τίτλο «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα».

Η θάλασσα, ως «συλλογικό ασυνείδητο της σεξουαλικότητας», που ζώνει το τρικυμισμένο κείμενο του Δήμου, ταιριάζει απόλυτα και στο έργο του Κονδυλάκη, όπου η ηθογραφία μετεξελίσσεται σε ψυχογραφία και σύμφωνα με τον συγγραφέα και κριτικό Κώστα Στέργιογλου περιέχει στοιχεία φροϊδικά πριν γίνει ακόμα γνωστή η θεωρία του Φρόιντ. Ο μύθος του έργου περιστρέφεται γύρω από τον ατελέσφορο έρωτα ενός έφηβου, του Γιώργη, με μια γυναίκα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, τη Βαγγελιώ. Εκείνη ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του, αλλά η μάνα του αντιδρά αρνητικά. Ανάμεσα σε δύο γυναίκες ο νέος θα βρεθεί παγιδευμένος. Όπως παγιδευμένος είναι και ο ξάδελφός του με την ανεκπλήρωτη ομοφυλική του επιθυμία. Ωστόσο, η μοίρα άλλα τους επιφυλάσσει. 

Σ’ αυτό το λυρικό κείμενο, στο οποίο αναδύονται οιδιπόδεια συμπλέγματα (η αγάπη της μάνας απέναντι στην αγάπη μιας μεγαλύτερης γυναίκας), αλλά και οι αντιστάσεις σ’ ενα σύστημα καταπιεστικών αξιών, το τέλος δεν μπορεί παρά να είναι σκοτεινό. 

Ο Άκης Δήμου πετυχαίνει να διατηρήσει τον ρομαντισμό του πρωτότυπου έργου, μεταδίδει την ποίησή του και ο λόγος του διέπεται από μια ξεχωριστή μουσικότητα.

Και ο Γιάννης Σκουρλέτης, με τη γνωστή εικαστικότητά του, δημιουργεί την αίσθηση ενός αγροτικού σπιτιού όπου εκτίθενται μεγάλα πάθη, ηλεκτρισμένα από την εξέγερση και καταποντισμένα από τις καταιγίδες που μαίνονται στις ψυχές των ηρώων, στήνοντας έναν, oριοθετημένο από δοκάρια, σκηνικό χώρο υπαινιγμών (Ανδρέας Κασάπης): ένα κρεβάτι με άδειο σομιέ, ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο, μια κάπα βοσκού, ένα τραπέζι-χείλος του γκρεμού.

Γλιστρώντας από το φολκλόρ και χωρίς καμία φλυαρία, η παράσταση διακρίνεται, μεταξύ άλλων, για την εύθραυστη κινησιολογία της -χαρακτηριστική είναι η σκηνή που η αέρινη- αλλά εγκλωβισμένη σε ένα συγκεκριμένο ύφος παιξίματος - Λένα Δροσάκη (Βαγγελιώ) αμφιταλαντεύεται στην άκρη του «γκρεμού», αλλά και η συναισθηματική παλίρροια του Γιάννη Παπαδόπουλου (Γιώργης) που εκφράζεται μέσα από τις συσπάσεις του κορμιού του. Ωστόσο, η Τάνια Τσανακλίδου κλέβει τις εντυπώσεις, καθηλώνοντας με την ενεργειακή της ακτινοβολία καθώς βυθίζεται με αυθεντικό πάθος στον ψυχισμό της μάνας.

Ελένη Πετάση
[email protected]