Τελικά τα αντικαταθλιπτικά αυξάνουν το βάρος;
Ο Στρατιωτικός Κλινικός Διαιτολόγος, Νικόλας Δήμζας, από το docdiet.gr εξηγεί τι συμβαίνει με τα αντικαταθλιπτικά και το σωματικό βάρος και γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια ξεκάθαρη απάντηση.
Η επίδραση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων στο σωματικό βάρος διαφέρει ανάλογα με την υποκατηγορία αυτών. Συνεπώς η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα «ναι» ή ένα «όχι» που να αφορά όλα τα αντικαταθλιπτικά ανεξαρτήτως του μηχανισμού δράσης τους. Ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε γενικά ότι τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα σχετίζονται με μεταβολές στο σωματικό βάρος.
Ψυχοτρόπα φάρμακα και παχυσαρκία
Η παχυσαρκία και γενικά το αυξημένο βάρος φαίνεται ότι είναι συχνότερο εύρημα σε άτομα που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Ορισμένες από τις πιο συχνές αιτίες που οδηγούν σε αυτό το φαινόμενο είναι οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες όπως π.χ. η συχνή κατανάλωση fast food, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα στη διάρκεια της ημέρας, αλλά και η χρήση ουσιών. Αν όμως εμβαθύνουμε περισσότερο στην παθοφυσιολογία της εκδήλωσης των ψυχικών διαταραχών και των μεταβολικών νοσημάτων (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο, παχυσαρκία κ.τλ) θα εντοπίσουμε δύο κοινούς μηχανισμούς. Ο ένας είναι η χρόνια ήπια φλεγμονή και ο δεύτερος η χρονίζουσα συνεχής διέγερση της λειτουργίας του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια.
Τα θρεπτικά συστατικά που δρουν αποδεδειγμένα κατά της κατάθλιψηςΔείτε ακόμα
Η αύξηση του βάρους λόγω της λήψης αυτών των φαρμάκων, όπου αυτή συμβαίνει, είναι συνήθως μεγαλύτερη κατά το πρώτο διάστημα (π.χ. μήνας) της έναρξης της αγωγής. Συνεπώς, η πορεία του βάρους μακροπρόθεσμα μπορεί σε αδρές γραμμές να προβλεφθεί με βάση την πορεία του τον πρώτο μήνα. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι ένα θεωρητικό συμπέρασμα αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ώστε να προληφθεί οποιαδήποτε ανεπιθύμητη έκβαση στην υγεία του ασθενούς που επηρεάζεται από το βάρος του. Δηλαδή, όταν παρατηρείται μια κλιμακούμενη αύξηση στο βάρος ο ασθενής θα πρέπει να παραπέμπεται σε διαιτολόγο προκειμένου να λάβει την απαιτούμενη βοήθεια αναφορικά με την διαχείριση του σωματικού βάρους.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και αύξηση του βάρους
Τα κυριότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα αυτής της κατηγορίας που κατά κανόνα οδηγούν στην αύξηση του βάρους είναι η αμιτριπτυλίνη και η νορτριπτυλίνη. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως ως αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά αλλά και για την αντιμετώπιση του νευροπαθητικιού πόνου.
Αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και σωματικό βάρος
Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής οδηγούν συνήθως σε μία μικρή μείωση του σωματικού βάρους και την απώλεια κιλών που όμως δεν ξεπερνούν συνήθως τα 5 κιλά. Κυριότεροι και συχνότερα χρησιμοποιούμενοι εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι η σιταλοπράμη, η φλουεξετίνη και η σερτραλίνη. Παραδόξως όμως, όταν η χορήγηση των φαρμάκων αυτών είναι χρόνια και διαρκής το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι η μικρή αύξηση του βάρους που όμως πάλι δεν ξεπερνά συνήθως τα 5 κιλά.
Βουπροπιόνη
Ιδιάζουσα είναι η δράση της βουπροπιόνης. Η φαρμακευτική αυτή ουσία επιδρά στην επαναπρόσληψη της νορεπινεφρίνης και της ντοπαμίνης με τελικό αποτέλεσμα την μείωση της όρεξης. Για τον λόγο αυτό άλλωστε έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως φαρμακευτικός παράγοντας διαχείρισης του βάρους σε συνδυασμό με άλλες φαρμακευτικές ουσίες.
Λίθιο
Το λίθιο είναι από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται από τους ψυχιάτρους όταν υπάρχουν ιδιαίτερες ενδείξεις όπως π.χ. η διπολική διαταραχή. Το λίθιο έχει δραματική επίδραση στην αύξηση του σωματικού βάρους καθώς δρα στο κέντρο ρύθμισης της όρεξης και της δίψας. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής αντιμετωπίζει μια διαρκή επιθυμία κατανάλωσης φαγητού καθώς επίσης και υγρών. Μάλιστα, στην περίπτωση που τα καταναλισκόμενα υγρά έχουν θερμίδες ή είναι θερμιδικά ιδιαίτερα πυκνά, τότε η αύξηση του βάρους είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η αύξηση του βάρους στην περίπτωση του λιθίου συνήθως ξεπερνά τα 5 κιλά και μπορεί μάλιστα να φτάσει στον 5% του αρχικού βάρους πριν την έναρξη της αγωγής.
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα, σε αντίθεση με τα αντικαταθλιπτικά, κατά κανόνα οδηγούν σε αύξηση του σωματικού βάρους
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα διακρίνονται σε αυτά της πρώτης (π.χ. αλοπεριδόλη, μολινδόνη κτλ) και αυτά της δεύτερης γενιάς (π.χ. κλοζαπίνη, ολανζαπίνη, αριπιρζόλη κτλ). Η κατηγοριοποίηση τους γίνεται κυρίως βάσει του μηχανισμού δράσης τους. Πιο συγκεκριμένα τα πρώτης γενιάς δρουν ως αγωνιστές στους D2 δοπαμινεργικούς υποδοχείς, ενώ τα δεύτερης γενιάς δρουν πάλι ως αγωνιστές αλλά αυτή τη φορά εκτός των D2 υποδοχέων και στους 5-υδροξυτρυπταμίνη 2a υποδοχείς.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά, τα αντιψυχωσικά φάρμακα δρουν απευθείας στον υποθάλαμο και στο κέντρο της όρεξης και του κορεσμού. Για τον λόγο αυτό οι ασθενείς που λαμβάνουν τέτοια φαρμακευτική αγωγή καταναλώνουν αρκετά μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να νιώθουν κορεσμό. Η συμπεριφορά αυτή είναι λοιπόν η γενεσιουργός αιτία του αυξημένου βάρους και της παχυσαρκίας.
Στην περίπτωση των αντιψυχωσικών φαρμάκων δεν είναι μόνο η παχυσαρκία και το αυξημένο βάρος το πρόβλημα
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα δεύτερης γενιάς αυξάνουν την λιπογέννεση και παρεμποδίζουν την λιπόλυση με τελικό αποτέλεσμα την συσσώρευση λίπους. Όταν αυτή η συσσώρευση αφορά ιδιαίτερα το σπλαχνικό λίπος τότε αυξάνεται και η αντίσταση των ιστών στην δράση της ινσουλίνης, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη και μεταβολικού συνδρόμου. Εκτός όμως από την συσσώρευση λίπους, τα αντιψυχωσικά αυξάνουν ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη δρώντας άμεσα και διαταράσσοντας την λειτουργία συγκεκριμένων υποδοχέων γλυκόζης (GLUT4 σε σκελετικούς μύες και καρδιά και GLUT5 σε λεπτό έντερο, όρχεις, σκελετικούς μυες, νεφρούς και ερυθροκύτταρα). Με απλά λόγια, παρεμποδίζουν την πρόσληψη και «καύση» της γλυκόζης. Συνεπώς η γλυκόζη παραμένει σε αυξημένες συγκεντρώσεις στο αίμα. Εάν παράλληλα συμπεριλάβουμε και την ανασταλτική δράση τους στα β-κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη αυξάνεται περισσότερο. Ουσιαστικά προκαλούν υπεργλυκαιμία σε ένα άτομο με μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης.
Τι ρόλο έχουν οι διαιτολόγοι στην περίπτωση αυτή;
Ο ρόλος του διαιτολόγου αρχικά αφορά τεχνικές διαχείρισης της θερμιδικής πρόσληψης ώστε αυτή να μετριαστεί στον βαθμό που αποφέρει αναχαίτιση της αύξησης του σωματικού βάρους. Ένα παράδειγμα είναι η κατάλληλη κατανομή των γευμάτων. Πιο συγκεκριμένα η κατανομή των θερμίδων με έμφαση στο γεύμα που έχει περισσότερη ανάγκη ο ασθενής, μπορεί να περιορίσει την πρόσληψη περιττών θερμίδων καθώς καλύπτει την όρεξη και το αίσθημα πείνας του τη στιγμή που το χρειάζεται και στην ποσότητα που το χρειάζεται. Επίσης, η κατάλληλη κατανομή των θερμίδων στα μακροθρεπτικά συστατικά σε ένα ημερήσιο διαιτολόγιο είναι τακτική που φαίνεται να βοηθά ιδιαίτερα του ασθενείς. Για παράδειγμα, η κατανομή των υδατανθράκων του ημερήσιου διαιτολογίου σε ένα απογευματινό σνακ είναι μια τακτική που μπορεί να βοηθήσει ασθενείς που βιώνουν έντονη διάθεση για υδατάνθρακες (carbohydrate craving).
Όταν όμως συνυπάρχουν παθήσεις όπως ο διαβήτης ή η διατροφή αφορά την πρωτογενή/δευτερογενή πρόληψη ενός καρδιαγγειακού συμβάματος, ο ρόλος του διαιτολόγου είναι ακόμη πιο απαραίτητος. Στις περιπτώσεις αυτές ο διαιτολόγος καλείται να καταρτίσει ένα ιδιαίτερο διαιτολόγιο με βάση επίσημες οδηγίες και κατευθύνσεις.
Στρατιωτικός Κλινικός Διαιτολόγος
Νικόλας Δήμζας
www.docdiet.gr