Η Lea Mysius πιστεύει στη φανταστική διάσταση του σινεμά
Μιλήσαμε με την δημιουργό της «Ava», ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σκηνοθετικά ντεμπούτα της χρονιάς, η οποία ήταν καλεσμένη των Νυχτών Πρεμιέρας στα πλαίσια της προβολής της ταινίας της στο φεστιβάλ.
Μια από τις ταινίες που ξεχώρισαν αυτές τις πρώτες ημέρες των Νυχτών Πρεμιέρας είναι η «Ava» της Lea Mysius. Πρόκειται για ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο που ξεχώρισε στη φετινή Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών, μια ηλεκτρισμένη ιστορία ενηλικίωσης με βάσεις στην Νουβέλ Βαγκ. Η 13χρονη Άβα (Noee Abita) μαθαίνει ότι σύντομα πρόκειται να χάσει την όρασή της και έτσι η πρώιμη μετάβαση προς την ενηλικίωση θα καταστεί επιτακτική.
Με σκηνικό τις καλοκαιρινές ακτές της Νοτιοδυτικής Γαλλίας, παρακολουθούμε την άναρχη περιπλάνηση της Άβα προς την άγρια εφηβεία, η οποία θα έρθει με τη βοήθεια ενός νεαρού αγοριού με έναν μαύρο σκύλο (το μαύρο χρώμα κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία του τονίζοντας την επικείμενη τύφλωση). Η 28χρονη Mysius γύρισε την ταινία σε 35 mm επιμένοντας στην ανάγλυφη υφή των χρωμάτων και την μαγεία έναντι του ρεαλισμού.
Έχουμε να κάνουμε σίγουρα με το ντεμπούτο μιας φωνής που έχει νόημα να ακουστεί και μιας και το φεστιβάλ έφερε ως καλεσμένη την νεαρή Γαλλίδα δημιουργό, δεν χάσαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί της για την «Ava». Την συναντήσαμε λοιπόν στο περιθώριο της προβολής της ταινίας της και την κουβέντα μας μπορείτε να τη διαβάσετε παρακάτω.
Ναι, ήταν μια επιλογή καταρχάς προσωπικά γιατί λατρεύω τα χρώματα και με τον διευθυντή φωτογραφίας είχαμε συζητήσει ότι θέλαμε να έχουμε χρώματα και θέλουμε να έχουμε και το μαύρο. Το 35άρι φιλμ μας δίνει τη δυνατότητα να υπάρχει η υφή. Επειδή θέλαμε να κινηματογραφήσουμε και την επιθυμία μαζί με την απώλεια της όρασης, έπρεπε κάποιος να μπορεί να νιώσει τα υλικά. Οπότε προφανώς και η βέλτιστη επιλογή για αυτό ήταν το φιλμ. Και κάτι που έβρισκα πάρα πολύ ωραίο είναι ότι όπως το φιλμ αντιδρά στο φως, με τον ίδιο τρόπο αντιδρούσε και η Ava στο φως.
Η ταινία λαμβάνει χώρα στο Μπορντό, πόλη όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες, οπότε υπάρχει το προσωπικό στοιχεία. Υπήρχε και κάποια προσωπική εμπειρία που σχετίζεται με την ιδέα για την πλοκή;
Δεν υπάρχει κάποια σχέση με την πλοκή ή με κάτι που μου συνέβη εμένα. Είναι η ιστορία αυτής της μικρής, όπως θα ήθελα να την πω. Μπορεί να υπάρχουν μικρά στοιχεία, ψήγματα, αλλά δεν υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Υπάρχουν μόνο στοιχεία μου ως νεαρής κοπέλας που έζησε εκεί.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι η χρήση της μουσικής. Καθώς το φιλμ ξεκινά, οι ήχοι είναι αρκετά τραχείς Όσο όμως η ιστορία ξετυλίγεται, υπάρχει μια στροφή στη μελωδικότητα η οποία και κορυφώνεται. Ήταν επιλογή;
Ήταν απόλυτα συνειδητή επιλογή και είναι κάτι που δουλέψαμε μαζί με την συνθέτρια, η οποία η ίδια παίζει όλα τα όργανα. Χρησιμοποιεί και υλικά και ακόμη και οι χορδές κάποιων οργάνων χρησιμοποιούνται με τρόπο που δεν είναι μελωδικός. Στην αρχή ήθελα κάτι υπόκωφο. Για παράδειγμα ακούμε τον ήχο που κάνει το δέρμα μας όταν τρίβεται, τα νύχια μας και σιγά-σιγά όσο εξελίσσεται η ιστορία να βγαίνει ένα μουσικό θέμα μέχρι να φτάσουμε στο τέλος σε κάποια αρμονία.
Η αλήθεια είναι ότι δουλέψαμε πάρα πολύ γιατί η πρωταγωνίστρια δεν έχει καμία μα καμία σχέση με αυτό που είναι η Ava. Καταρχάς είναι χορεύτρια, είναι πολύ αέρινη και θηλυκή και θελκτική, προέρχεται από μια οικογένεια που έχει οικονομική επιφάνεια και θα λέγαμε ότι είναι πιο πολύ ψηλομύτα παρά μια κοπέλα που κλείνεται στον εαυτό της. Οπότε έγινε μια πολύ μεγάλη δουλειά μιας σύνθεσης στον τομέα της υποκριτικής μόνο και μόνο για να δουλέψουμε τη στάση του σώματος, τον βηματισμό της, πώς να κλίνει το πρόσωπο και να κλείνεται στον εαυτό της, πώς να τοποθετεί τη φωνή της ώστε να μην είναι κυρίαρχη και αφού μπόρεσε και έστησε σωματικά όλο αυτό, από εκεί και πέρα άρχισε να παίζει και να φαίνεται αυτό το ενστικτώδες και να μην είναι αυτό που ήταν στην αρχή.
Η πλοκή της ταινίας είναι «Bonnie and Clyde» μέσα από τα μάτια του «Pierrot le Fou». Ποιες ήταν οι κινηματογραφικές επιρροές που οδήγησαν στη δημιουργία του φιλμ;
Προφανώς και έχω επιρροές και κινηματογραφικές και λογοτεχνικές και από άλλα πράγματα που έχω δει και εξάλλου κανείς όταν γράφει δεν κάνει κάτι από παρθενογένεση. Αλλά όπως γράφω, δεν θέλω γενικά να αναφέρομαι στις επιρροές μου γιατί το βρίσκω ότι προκαλεί ένα εμπόδιο στη ροή της γραφής και γιατί ουσιαστικά γράφω από αναμνήσεις, οπότε είναι ένα άλλο υλικό εν τέλει. Τώρα όσον αφορά το «Pierrot le Fou» γιατί μου το έχουν πει όλοι, ναι, προφανώς υπάρχει και η σκηνή με τον άργιλο, αλλά αυτή την ταινία την είχα δει όταν ήμουν 9 ή 10 χρονών και δεν την έχω ξαναδεί έκτοτε. Προφανώς και μπορεί να με επηρέασε, αλλά δεν είναι μια συνειδητή επιρροή ή μια αναφορά.
Καταρχάς δεν έχω κάτι απέναντι στον ρεαλισμό, αλλά η αλήθεια είναι ότι εγώ θέλω το σινεμά να έχει μια διάθεση κάπως φανταστική και ρομαντική και γιατί έγραφα από πολύ μικρή, πάντα ήθελα μια τέτοια διάθεση. Και ας μην ξεχνάμε ότι ταιριάζει και πολύ με αυτές τις ηλικίες, γιατί η Ava είναι στο μεταίχμιο του παιδιού με την εφηβεία. Οπότε αφού αφηγούμαι μια ιστορία μέσα από τη δική της ματιά, σίγουρα απορρέει και αυτή η διάθεση.
Πώς θα αντιδρούσες αν μάθαινες ότι επρόκειτο να τυφλωθείς; Θέλω να πω το να έχεις την όρασή σου και να τη χάνεις είναι ένας μικρός θάνατος.
Δεν έχω απάντηση σε αυτό γιατί πιστεύω ότι είναι ανόητο να προσπαθήσουμε να προβάλλουμε κάτι τέτοιο. Η πρώτη μου αντίδραση θα ήταν να πω δεν πειράζει, ας κάνω μουσική. Θα μπορούσε να πω ότι δεν πειράζει, θα κάνω κινηματογράφο και θα έχω κάποιον ο οποίος θα μου περιγράφει και εγώ θα δουλεύω το ηχητικό κομμάτι, αλλά και πάλι δεν είναι μια ειλικρινής απάντηση και είναι στη σφαίρα του υποθετικού.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]