Who is who: Ντάνιελ Ντέι Λιούις

who-is-who-ntaniel-ntei-liouis

ΣΑΒΒΑΤΟ, 08 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012

Έστρεψε τα βλέμματα όλων πάνω του στον «Τελευταίο των Μοϊκανών» και μέχρι σήμερα έχει πρωταγωνιστήσει σε πλήθος αξιόλογων ταινιών. Στο φακό του click@Life, ο βραβευμένος με 2 Όσκαρ, Ντάνιελ Ντέι Λιούις, λίγο πριν τον απολαύσουμε ως άλλο …Αβραάμ Λίνκολν το Νοέμβριο στη μεγάλη οθόνη.

Ντάνιελ Μάικλ Μπλέικ Ντέι Λιούις είναι το ολοκληρωμένο όνομα του Βρετανού ηθοποιού που γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1957 στο Λονδίνο, έχοντας «πατήσει» πλέον τα 55 χρόνια ζωής.

Η μητέρα του, Τζιλ Μπάλκον, ήταν ηθοποιός, ενώ ο πατέρας του, Σεσίλ Ντέι Λιούις, ποιητής, τον οποίο και έχασε νωρίς, όσο ήταν ακόμη 15 χρονών, από καρκίνο στο πάγκρεας.

Μεγάλωσε στο Γκρίνουιτς με τους γονείς του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, Τάμασιν Ντέι Λιούις, η οποία σήμερα γυρίζει ντοκιμαντέρ και συμμετέχει σε εκπομπές ως τηλεοπτική σεφ.

Στο σχολείο είχε πολλές φορές να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις όταν τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν λόγω της εβραϊκής του καταγωγής και ο ίδιος αναγκαζόταν πολλές φορές να αλλάξει την προφορά και τη φωνή του, ενώ έχει δηλώσει πως στην εφηβεία του είχε μια μάλλον άτακτη συμπεριφορά, κλέβοντας μικροπράγματα από μαγαζιά και κάνοντας διάφορες μικρές παρανομίες.

Γι’ αυτό και οι γονείς του τον έστειλαν εσωτερικό σε σχολείο, το οποίο αν και μισούσε, τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με τα 3 βασικά ενδιαφέροντά του: την ξυλουργική, την υποκριτική και το ψάρεμα.

Όταν στη συνέχεια άλλαξε σχολείο και βρέθηκε σε αυτό της αδερφής του, έγινε πιο δημιουργικός και μάλιστα σε ηλικία 14 ετών βρέθηκε στην πρώτη του ταινία, την υποψήφια για 4 Όσκαρ «Sunday bloody Sunday», όπου υποδύθηκε σε ένα πολύ μικρό ρόλο το βάνδαλο, χωρίς το όνομά του να αναφερθεί στους τίτλους.

Για το ρόλο του πήρε 2 δολάρια κι αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να βανδαλίσει ακριβά αυτοκίνητα έξω από μια εκκλησία, περιγράφοντας το όλο σκηνικό, ο ίδιος, ως «παράδεισο» για εκείνη την ηλικία.

Παρ’ όλο που συνέχισε να ασχολείται με την υποκριτική και το θέατρο, όταν τέλειωσε το σχολείο κι έπρεπε να κυνηγήσει μια καριέρα, αυτός επέλεξε να γίνει επιπλοποιός, κάνοντας αίτηση για να μαθητεύσει για 5 χρόνια.

Λόγω, όμως, της έλλειψης εμπειρίας, η αίτησή του δεν έγινε δεκτή και τότε ξεδιπλώθηκε μπροστά του ο δρόμος της υποκριτικής, όταν έκανε αίτηση στο Bristol Old Vic Theatre School κι έγινε δεκτός.

Μετά από 3 χρόνια σπουδών βρέθηκε να δίνει παραστάσεις στο ίδιο το Bristol Old Vic, ενώ συνεργάστηκε και με την Royal Shakespeare Company, δείχνοντας σαφές ταλέντο και ενδιαφέρον για το θέατρο, με το οποίο ασχολήθηκε όλο το υπόλοιπο της δεκαετίας ’70.

Δίπλα στον...Γκάντι

Στις αρχές του ’80 πέρασε στην τηλεόραση με τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες (το 1982 στην τηλεταινία «How many miles to Babylon?» κερδίζει και τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο) και το ίδιο έτος (1982) κάνει και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με τη βιογραφική, δραματική ταινία «Gandhi» σκηνοθεσίας Ρίτσαρντ Άτενμποροου, με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ στο ρόλο του Ινδού πολιτικού, στοχαστή και επαναστάτη Μαχάτμα Γκάντι και τον Ντέι Λιούις σε ένα μικρό ρόλο… γκάνγκστερ.

Συνεχίζοντας το θέατρο, κερδίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση «Another country» από το έργο του Τζούλιαν Μίτσελ, ενώ υποδύεται και τον Ρωμαίο στην κλασσική ιστορία του Σαίξπηρ, συμμετέχοντας και στην παράσταση «Όνειρο θερινής νυκτός» του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα και ποιητή.

Στον κινηματογράφο συνεχίζει το 1984 με την ιστορική περιπέτεια «Η ανταρσία του Μπάουντι» πλάι σε ονόματα όπως Λόρενς Ολίβιε, Άντονι Χόπκινς και Μελ Γκίμπσον και το 1985 κερδίζει μια θέση στο πρωταγωνιστικό καστ της ταινίας «My beautiful launderette» του Στίβεν Φρίαρς, κερδίζοντας και βράβευση από του κριτικούς της Νέας Υόρκης, για την ερμηνεία του ως ομοφυλόφιλος.

Την ίδια χρονιά βρίσκεται στο καστ της πολυβραβευμένης ταινίας «Δωμάτιο με θέα» του Τζέιμς Άιβορι με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και τον ίδιο στο ρόλο του αρραβωνιαστικού της, σε μια τελείως διαφορετική ερμηνεία που του χαρίζει περαιτέρω βραβεύσεις από τους κριτικούς της Νέας Υόρκης, το National Board of Review κ.ά. και τότε είναι που ξεκινά να τραβά την προσοχή κοινού και κριτικών, βλέποντας σιγά-σιγά την καριέρα του να απογειώνεται.

Οι μεγάλες του επιτυχίες

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν θα αργούσε να πάρει την… ανιούσα και να αποδείξει περίτρανα το ταλέντο του μέσα από τη δουλειά και τις επιλογές του.

Το 1987 μαθαίνει τσέχικα και μετά από 8 μήνες γυρισμάτων τον βλέπουμε στο πρωταγωνιστικό καστ της δραματικής ταινίας «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τσέχου συγγραφέα, Μίλαν Κούντερα, με σκηνοθέτη τον Φίλιπ Κάουφμαν και τη Ζιλιέτ Μπινός, με τη Λένα Ολίν στο πλευρό του.

Η ταινία έλαβε εξαιρετικές κριτικές και ο Ντέι Λιούις βραβεύτηκε από τους κριτικούς της Βοστόνης -παρ’ όλ’ αυτά μετά τα γυρίσματα ένιωσε αρκετές φορές ότι δεν έπρεπε να κάνει αυτή την ταινία. Πολλοί από τους θαυμαστές του και τους κινηματογραφόφιλους, όμως, σίγουρα έχουν αντίθετη άποψη.

Λίγο αργότερα επέστρεψε στο θέατρο στον Άμλετ, εν μέσω της παράστασης, όμως, κατέρρευσε επί σκηνής, στο σημείο που πρωτοεμφανίζεται το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ.

Οι περισσότεροι απέδωσαν αρχικά το συμβάν στην υπερκόπωση του ηθοποιού, ενώ κάποιοι υποστήριξαν ότι λιποθύμησε γιατί είδε το φάντασμα του δικού του πατέρα, κάτι που ο ίδιος δεν αρνήθηκε αργότερα σε τηλεοπτική εκπομπή. Από τότε δεν ξαναεμφανίστηκε στο θέατρο.

Το 1989, ο συχνά σήμερα επονομαζόμενος ως ο Άγγλος Ρόμπερτ Ντε Νίρο, πρωταγωνίστησε στη δραματική ταινία «Το αριστερό μου πόδι» σκηνοθεσίας Τζιμ Σέρινταν, βασισμένη στην αληθινή ιστορία του παράλυτου ιρλανδού ζωγράφου, Κρίστι Μπράουν.

Ο Ντέι Λιούις στον πρωταγωνιστικό ρόλο, υποδύεται έναν άνθρωπο με εγκεφαλική δυσλειτουργία σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που μπορεί να ελέγξει την κίνηση μόνο του αριστερού του ποδιού και να βγάζει μουγκρητά αντί για ομιλία.

Ο Βρετανός ηθοποιός αρπάζει την τεράστια ευκαιρία να αποδείξει το ταλέντο του και τελικά βγαίνει κερδισμένος, με πληθώρα βραβείων – ανάμεσά τους και το Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού-, ενώ παλεύει σκληρά για να καταφέρει να αποδώσει το ρόλο.

Επισκέπτεται πολλές φορές κλινικές με ανθρώπους με αναπηρίες, κάνοντας φιλίες μαζί τους και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, προκειμένου να μπει καλύτερα στο «πετσί» του ρόλου, δεν σταματά να τον ερμηνεύει, ακόμη και εκτός πλατό.

Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του είναι και η βραβευμένη με Όσκαρ ήχου δραματική περιπέτεια του Μάικλ Μαν, «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», από το ιστορικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ.

Ο Ντέι Λιούις, για άλλη μια φορά ζει όπως ακριβώς ο χαρακτήρας του (λευκός κυνηγός, μεγαλωμένος ανάμεσα σε Ινδιάνους Μοϊκανούς), προκειμένου να τον αποδώσει όσο γίνεται καλύτερα, κυνηγώντας, ψαρεύοντας, ζώντας στη φύση.

Η ταινία δέχεται ομόφωνα καλές κριτικές, πηγαίνει καλά στα ταμεία και ο Ντέι Λιούς κερδίζει βράβευση από τους κριτικούς του Λονδίνου και από τα βρετανικά βραβεία κινηματογράφου Evening Standard, ενώ γίνεται περισσότερο γνωστός ανά τον κόσμο.

Την επόμενη χρονιά σκηνοθετείται από τον Μάρτιν Σκορτσέζε στη δραματική ταινία «Τα χρόνια της αθωότητας», όπου συναντά τη Μισέλ Φάιφερ και τη Γουϊνόνα Ράιντερ και υποδύεται τον Νιούλαντ Άρτσερ, νεαρό κομψό δικηγόρο της υψηλής κοινωνίας.

Και πάλι για να υποδυθεί όσο το δυνατόν καλύτερα το ρόλο του κυκλοφορούσε πάντα με ρούχα εποχής, ενώ τη χρονιά εκείνη συνεργάζεται ξανά με τον Τζιμ Σέρινταν στη βιογραφική, δραματική ταινία «Εις το όνομα του πατρός», με θέμα την αληθινή ιστορία των Τεσσάρων του Γκίλντφορντ και τον Πιτ Ποστλθγουέιτ στο ρόλο του… πατρός.

Ο Ντέι Λιούις υποδύθηκε τον Τζέρι Κόνλον, τον έναν από τους τέσσερις ανθρώπους που καταδικάστηκαν άδικα για τις βομβιστικές επιθέσεις του IRA σε παμπ του Γκίλντφορντ, και βρέθηκε ξανά υποψήφιος για Όσκαρ, αυτή τη φορά, όμως, το χρυσό αγαλματίδιο δεν έφτασε στα χέρια του.

Ο...πατέρας Ντάνιελ

Το 1995 ο Ντέι Λιούις γίνεται πατέρας, αφού η Ιζαμπέλ Ατζανί με την οποία βρισκόταν σε σχέση γεννάει το παιδί τους αφότου οι δυο τους χωρίζουν μετά από 6 χρόνια σχέσης.

Την επόμενη χρονιά κι ενώ δουλεύει πάνω στην κινηματογραφική εκδοχή του «Οι μάγισσες του Σάλεμ», επισκέπτεται το σπίτι του θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, όπου και γνωρίζει την κόρη του, Ρεμπέκα Μίλερ.

Οι δυο τους ερωτεύονται και παντρεύονται πολύ σύντομα, αποκτώντας δυο γιους, με τον Ντέι Λιούις να είναι σήμερα πατέρας τριών αγοριών.

Ο Τζιμ Σέρινταν βρίσκεται και πάλι στο δρόμο του το 1997 στη δραματική ταινία «The boxer» που χαρίζει στον Ντέι Λιούις άλλη μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και στη συνέχεια ο ταλαντούχος ηθοποιός αποσύρεται λίγο από τα κινηματογραφικά δρώμενα, μετακομίζει στη Φλωρεντία και ασχολείται με την ξυλουργική και τη δημιουργία παπουτσιών.

Στον κινηματογράφο επιστρέφει 5 χρόνια αργότερα, το 2002, με τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Σκορτσέζε, όπου υποδύεται το δολοφόνο Μπιλ «Χασάπη» Κάτινγκ και κερδίζει άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα, ενώ στα γυρίσματα της ταινίας έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του, αφού διαγνώστηκε με πνευμονία και αρχικά δεν δεχόταν να λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις, για να μην ξεφύγει από το ρόλο.

Στη δραματική ταινία «The ballad of Jack and Rose» το 2005 σκηνοθετείται από τη σύζυγό του και το 2007 κερδίζει ξανά το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, αλλά και βραβείο BAFTA, Χρυσή Σφαίρα κ.ά. για την ερμηνεία του στη δραματική ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, «There will be blood».

Το βραβείο Screen Actors Guild που κέρδισε επίσης για την ερμηνεία του, το αφιέρωσε στον αξέχαστο Χιθ Λέτζερ, ο οποίος μάλιστα, όπως δήλωσε, τον ενέπνευσε με την ερμηνεία του στο «Brokeback mountain».

Το 2009 βρίσκεται σε κάτι διαφορετικό, το μιούζικαλ «Nine» του Ρομπ Μάρσαλ, σε ένα λαμπερό καστ με την Πενέλοπε Κρουζ, τη Μαριόν Κοτιγιάρ, τη Σοφία Λόρεν, την Κέιτ Χάντσον κ.ά., κερδίζοντας βραβείο Satellite και υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, Screen Actors Guild κ.ά.

Στη συνέχεια, πρόκειται να τον δούμε στο ρόλο του 16ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Αβραάμ Λίνκολν με τη σκηνοθετική ματιά του Στίβεν Σπίλμπεργκ στην ταινία «Lincoln», ενώ μια συνεργασία με τον Σκορτσέζε τον περιμένει και πάλι, στην ταινία «Silence», η οποία θα βγει στη μεγάλη οθόνη το 2013.

Τα «όχι» του

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις ήταν πάντα προσεκτικός στις επιλογές του και πέρασε από πολλά διλήμματα και αρνητικές απαντήσεις προκειμένου να χτίσει την καριέρα του όπως την ήθελε.

Το 1993 ήταν η πρώτη επιλογή του Τζόναθαν Ντεμ για να ενσαρκώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη δραματική ταινία «Philadelphia» με θέμα το Aids, ο ίδιος, όμως, τον απέρριψε για να δουλέψει στο «Εις το όνομα του πατρός» κι έτσι ο ρόλος πήγε στον Τομ Χανκς (ο οποίος, μάλιστα, κέρδισε και το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου).

Αρνητική ήταν η απάντησή του και για το ρόλο του βρικόλακα Λεστάτ στη «Συνέντευξη με ένα βρικόλακα» το 1994, ο οποίος τελικά πήγε στον Τομ Κρουζ.

Άλλοι σημαντικοί ρόλοι που έχει απορρίψει είναι: ο πρωταγωνιστικός ρόλος στον «Άγγλο ασθενή» (1996) που τελικά πήγε στον Ρέιφ Φάινς, ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ στον «Άγιο» (1997) τον οποίο υποδύθηκε ο Βαλ Κίλμερ, ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο «Mary Reilly» (1996), ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο «Solaris» (2002) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ο οποίος τελικά κατακτήθηκε από τον Τζορτζ Κλούνεϊ κ.ά., ενώ παραλίγο να τον δούμε και ως Ιησού στα «Πάθη του Χριστού», αλλά αυτή τη φορά πριν προλάβει να πει ο ίδιος το «όχι» (ή το… «ναι»), απορρίφθηκε από τον Μελ Γκίμπσον, ο οποίος θεώρησε ότι έδειχνε πολύ… Ευρωπαίος.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Gandhi» (1982), «The bounty» (1984), «My beautiful launderette» (1985), «A room with a view» (1985), «Nanou» (1986), «The unbearable lightness of being» (1988), «Stars and bars» (1988), «Eversmile, New Jersey» (1989), «My left foot: the story of Christy Brown» (1989), «The last of the Mohicans» (1992), «The age of innocence» (1993), «In the name of the father» (1993), «The crucible» (1996), «The boxer» (1997), «Gangs of New York» (2002), «The ballad of Jack and Rose» (2005), «There will be blood» (2007), «Nine» (2009), «Lincoln» (2012), «Silence» (2013).

φωτογραφίες: www.imdb.com