Το «Happy End» είναι μια ακόμη εκ των έσω αποδόμηση της αστικής τάξης από τον Michael Haneke
Σε ένα φιλμ που έχει ως εφαλτήριο το προσφυγικό, ο Jean-Louis Trintignant παραδίδει μια σπουδαία ερμηνεία-σοκ.
Η έννοια του χαρούμενου τέλους στη ζωή μοιάζει εντελώς εικονική και ουτοπική. Όπως σοφά έχει ειπωθεί και στη σειρά του Netflix, «BoJack Horseman», το κλείσιμο (closure) είναι κάτι που εφευρέθηκε στις ταινίες του Steven Spielberg για να πουλάει εισιτήρια. Το «Amour» του Michael Haneke ήταν μια ταινία που στήθηκε ολόκληρη πάνω σε ένα προαναγγελθέν τέλος. Παρόλα αυτά, ακόμη και αν είναι πολύ σκληρό να το παρακολουθείς, τόσο που είναι πραγματικά δύσκολο να δεις τη συγκεκριμένη ταινία για δεύτερη φορά, -ακόμη και αν πρόκειται για ένα αριστούργημα- στο τέλος υπάρχει μια υποψία ελπίδας μέσα από την εμφάνιση ενός περιστεριού. Είναι και η πρώτη φορά που σε ταινία του Haneke ένα ζώο χρησιμοποιείται για καλό σκοπό και ίσως η μοναδική τόσο ξεδιάντροπα ποιητική στιγμή της φιλμογραφίας του. Στη νέα του ταινία ωστόσο με τίτλο «Happy End», κάθε υποψία ελπίδας ή χαράς μέσα σε οποιοδήποτε φινάλε θρυμματίζεται με τον πιο περιπαικτικό τρόπο.
Ανέκαθεν ο Haneke δημιουργούσε ταινίες παίρνοντας αφορμές από ειδήσεις της επικαιρότητας. Άλλωστε ειδικότερα οι πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του Αυστριακού δημιουργού στηρίχτηκαν σε αποσπάσματα που διάβασε ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα του ή βλέποντας δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση και για κάποιο λόγο κάτι του προξένησε ενδιαφέρον. Σταθερή είναι επίσης και η ικανότητά του να αναπτύσσει αυτές τις ιστορίες επί της οθόνης και να τις μετατρέπει σε διαχρονικές σπουδές του κακού και του μίσους που φωλιάζει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων των μεσαίων και των αστικών τάξεων, ξεμπροστιάζοντας την υποκρισία μέσα από απλές ασκήσεις σοκ.
Για το «Happy End» η αφορμή της δημιουργίας είναι το προσφυγικό ζήτημα, αλλά στην πορεία κατευθύνεται προς πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις και το τελικό αποτέλεσμα ξεπερνά τα στενά πλαίσια του σινεμά του «εδώ και του τώρα». Το φιλμ μοιάζει σαν ένας συνδυασμός των ταινιών που έστησε στη δεκαετία του 1990 με τις δουλειές του στα 00s. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε μια πλούσια και πλήρως βολεμένη γαλλική οικογένεια που διαθέτει μια εντυπωσιακή έπαυλη στα βόρεια της χώρας. Από τα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή φαντάζει ως ένα πρότυπο, σαν κάτι που οι περισσότεροι θέλουν να έχουν μια μέρα και με αυτή την ελπίδα δουλεύουν όλη τους τη ζωή. Στο εσωτερικό της όμως, αυτή η οικογένεια είναι το μεγαλύτερο παράδειγμα αστικής αλλοτρίωσης, με τις σχέσεις μεταξύ των μελών της να είναι τουλάχιστον τοξικές.
Ο ηλικιωμένος επικεφαλής της οικογένειας (Jean-Louis Trintignant) ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 85α γενέθλιά του και το μόνο που θέλει είναι να δώσει ένα τέλος στη ζωή του. Η κόρη του (Isabelle Huppert), διοικητικό στέλεχος εταιρείας, είναι βυθισμένη στην εργασιομανία της, ως μοναδική λύση για την αποφυγή των προβλημάτων της ζωής της και του κενού που υπάρχει σε αυτή. Ο γιος του (Mathieu Kassovitz) διαθέτει εξωσυζυγικές σχέσεις και κάνει sexting στο διαδίκτυο. Ο εγγονός του αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που του εναποθέτουν και νιώθει ολοένα και πιο αποτυχημένος και η δισέγγονή του διαθέτει έναν απερίγραπτο κυνισμό για τη ζωή, όντας η λογική κατάληξη και εν τέλει η έκφραση αυτού του αρρωστημένου οικογενειακού κύκλου.
Μέσα από αυτή τη θεματική ο 75χρονος Haneke καταφέρνει να αναδείξει το πώς μεταβιβάζεται η απάθεια και η αποξένωση από γενιά σε γενιά, με τέτοιον τρόπο που όσο προχωράμε προς τα νεότερα μέλη, αυτή η αλλοτρίωση γίνεται όλο και μεγαλύτερη και αποκτά περισσότερο βάθος. Και το πεδίο στο οποίο αποτυπώνεται αυτή η δραστηριότητα είναι το διαδίκτυο, το οποίο ο Haneke -ακόμη και αν ίσως δεν το περιμέναμε- κατανοεί εξαιρετικά και με δόσεις βιτριολικού χιούμορ το αποδομεί. Η απεικόνιση κάθε πτυχής της καθημερινότητάς μας στα social media, ο μονίμως χαρούμενος εαυτός που θέλουμε να παρουσιάζουμε και ο ναρκισσισμός που έπεται συνθλίβονται και αυτό δε γίνεται μέσα από τη ματιά ενός δύστροπου ηλικιωμένου λευκού σκηνοθέτη που δεν ξέρει πώς να χειρίζεται τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά ως μια ρεαλιστική σπουδή όσων μπορούν να κρύβονται πίσω από κάθε μας ανάρτηση σε αυτά τα μέσα.
Αξίζει να αναφερθούμε στην συγκλονιστική ερμηνεία του Jean-Louis Trintignant. Ο σπουδαίος Γάλλος ηθοποιός, στα 86 του πια, συνεργάζεται ξανά με τον Haneke μετά το «Amour» σε ένα ρόλο που αναδεικνύεται μέσα από τις λεπτομέρειες. Ο πάτερ φαμίλιας της οικογένειας θέλει να δώσει ένα τέλος στη ζωή του και ακόμη και αν δεν το εξομολογείται ανοικτά, καταλαβαίνουμε τους λόγους που επιθυμεί κάτι τέτοιο μέσα από κάθε φορά που η κάμερα στρέφεται επάνω στον Trintignant. Επιστρατεύοντας εμπειρίες και σοφία ζωής, πετυχαίνει την κορυφαία ανδρική ερμηνεία της χρονιάς, υποβοηθώντας το βραδυφλεγές σοκ που ασκεί ο Haneke. Ειδικότερα η σκηνή που μοιράζεται με την 13χρονη δισέγγονή του αποτελεί το highlight της ταινίας.
Ίσως στο παρελθόν ο Haneke να έχει ξεσκεπάσει την υποκρισία της αστικής τάξης με πιο ευθεία μέσα και με μεγαλύτερη προσήλωση στο στόχο του. Εδώ όμως ανοίγει την εικόνα και ενδιαφέρεται για ό,τι συμβαίνει στην εποχή του, βάζοντας μέσα και τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, σε πλήρη αντίθεση με μια ξεπερασμένη ευγενής αστική τάξη που επιμένει να ζει στη φούσκα της. Ποτέ δεν υπήρξε ένα κανονικό χάπι εντ και για κανένα λόγο δε θα συνέβαινε εξαίρεση για αυτή την περίπτωση.
Η ταινία κυκλοφορεί από τις Rosebud 21 και Seven.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ