Το «Good Time» είναι η δικαίωση της υποκριτικής διαδρομής του Robert Pattinson
Το φιλμ των αδερφών Safdie είναι ένα παραισθησιογόνο ταξίδι σε μια διαφορετική νυχτερινή Νέα Υόρκη.
Ο Robert Pattinson δε θέτει όρια στον πειραματισμό του τα τελευταία χρόνια, στον βαθμό που πλέον έχουμε ξεχάσει ότι κάποτε ήταν ο σταρ του «Twilight». Αυτή τη στιγμή είναι ένας από τους σύγχρονους πρωταγωνιστές του φεστιβαλικού σινεμά, με αυτή την πορεία του να κορυφώνεται στο ψυχεδελικό «Good Time» των Ben και Josh Safdie. Το φιλμ που στα ονόματα των παραγωγών διαθέτει και αυτό του Πάρι Κασιδόκωστα-Λάτση μέσω του Hercules Film Fund έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, ενώ βραβεύθηκε και για το φανταστικό soundtrack του Oneohtrix Point Never.
Το «Good Time» είναι πραγματικά μια ταινία που δεν μπορείς να τη βάλεις σε κάποιο καλούπι και αν την αντιμετωπίσεις με ανοιχτό μυαλό τότε μπορείς πραγματικά να περάσεις πολύ καλά, όπως προδίδει ο αρχικά παραπλανητικός αλλά εν τέλει ταιριαστός τίτλος της. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από δύο αδέρφια ελληνικής καταγωγής που ζουν στην Νέα Υόρκη, τον Κόνι (Robert Pattinson) και τον μικρότερο Νικ (Ben Safdie), ο οποίος είναι διανοητικά καθυστερημένος. Οι δύο τους επιχειρούν να ληστέψουν μια τράπεζα, αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα περίμεναν, με αποτέλεσμα ο Νικ να συλλαμβάνεται. Τότε, ο Κόνι θα επιχειρήσει να τον ελευθερώσει, με όλα όσα παρακολουθούμε να διαδραματίζονται μέσα σε μια τρελή νύχτα.
Το σινεμά των αδερφών Safdie είναι παραισθησιογόνο και pulpy, ακολουθώντας πιστά μια συγκεκριμένη αισθητική γραμμή. Το «Good Time» ξεκίνησε με την προοπτική να γίνει μια buddy comedy, αλλά ακόμη και αν τα σχέδια άλλαξαν, στον πυρήνα της ταινίας καταλαβαίνουμε αυτή την ιδέα και ως ένα σημείο υπάρχει εκεί, ακόμη και αν μιλάμε τελικά για ένα αγωνιώδες θρίλερ με στοιχεία οικογενειακού δράματος. Σίγουρα δεν πρόκειται για κάτι που απευθύνεται σε όλους και αυτό όχι μόνο της ιδιαίτερης, προσωπικής σκηνοθεσίας από τους Safdie, αλλά και για τον τρόπο που επιλέγουν να διηγηθούν την ιστορία. Όλα γίνονται μέσα σε ένα τρελό βράδυ στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, γεμάτο φόβο, υστερία και αγωνία.
Πραγματικά, η ταινία λειτουργεί σαν ένα αποτύπωμα μιας κρίσης πανικού που μόλις περνά δε σου αφήνει τίποτα αλλά δε θα ξεχάσεις πώς ένιωσες όσο αυτή διήρκησε. Το φιλμ των Safdie είναι ένα κανονικό θρίλερ καταδίωξης που λειτουργεί με ενέσεις αδρεναλίνης και αυτή η υπόκωφη ένταση που διαθέτει και η οποία υπερτονίζεται από την ατμοσφαιρική μουσική επένδυση του Oneohtrix Point Never ίσως να μην είναι εύπεπτο για μια μεγάλη μερίδα του κοινού. Ξαναλέμε ότι δεν είναι τόσο εύκολο να ακολουθήσεις το «Good Time», όσο απλό και αν είναι σε ένα σεναριακά σε ένα πολύ πρώτο επίπεδο. Αν ανταποκριθείς ωστόσο στις προκλήσεις του, σίγουρα μιλάμε για μια από τις πιο πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές εμπειρίες της χρονιάς.
Φυσικά πρέπει να αναφερθούμε και στην ερμηνεία του Pattinson, ο οποίος σε αυτό το σημείο δεν ακολουθεί καμία μανιέρα και με κάθε νέο του ρόλο δοκιμάζει τα όρια του εαυτού του. Αυτός είναι ο πιο απαιτητικός και πολυσχιδής ρόλος του μέχρι σήμερα και καταφέρνει να τον αναδείξει, φέρνοντας στην επιφάνεια το βασικό συστατικό που κινεί τα νήματα της πλοκής: την άδολη αγάπη ανάμεσα σε δύο αδέρφια. Πρόκειται για μια αγάπη τοξική και καταστροφική, αλλά είναι το μόνο που διαθέτουν. Ο Κόνι έχει αναλάβει υπό την προστασία του τον μικρότερο προβληματικό αδερφό του και είναι ικανός να διαβεί τεράστιες αποστάσεις και να κάνει τα πάντα ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία του και την ασφάλειά του. Ακόμη και αν η ταινία στο φινάλε κλείνει το μάτι στο αχρείαστο μελό, η διαδρομή είναι απίστευτα έντονη συναισθηματικά και αυτό πιστώνεται εξολοκλήρου στην ρηξικέλευθη περσόνα του Pattinson.
Χρειαζόμαστε δημιουργούς με την αναρχική κινηματογραφική ματιά των Safdie, οι οποίοι αμφισβητούν την στρωτή μορφή που έχουμε συνηθίσει να ξετυλίγουμε τις ιστορίες και προτάσσουν κάτι διαφορετικό και φρέσκο που ικανοποιεί ως ένα ολοκληρωμένο οπτικοακουστικό πακέτο. Το «Good Time» είναι το είδος του φεστιβαλικού σινεμά που θέλουμε να βλέπουμε σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ