Κριτική ταινίας:«Amour»

kritiki-tainiasamour

ΠΕΜΠΤΗ, 04 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012

Ο Χρυσός Φοίνικας του 65ου Φεστιβάλ Καννών (2012) απονεμήθηκε στο Μίκαελ Χάνεκε για την ταινία του «Amour». Μια συγκλονιστική ταινία πάνω στην αγάπη, τα γηρατειά, το ολοκληρωτικό δόσιμο στους αγαπημένους, την αμετάκλητη φθορά και το θάνατο.

«Amour»

Ο αυστριακός σκηνοθέτης αφού ασχολήθηκε και εξέθεσε στη μεγάλη οθόνη (μέχρι και τη «Λευκή Κορδέλα»-Χρυσός Φοίνικας το 2010) αρκετές από τις αισχρές πλευρές της ανθρώπινης φύσης, δημιούργησε μια ταινία σκοτεινή, αινιγματική, λυρική και σκληρή ταυτόχρονα πάνω στην αγάπη και το θάνατο.

Η απλότητα και πλούσια περιεκτικότητα του τίτλου («Amour») αναγγέλλει αντίστοιχα την απλή αλλά και πλούσια εκφραστικά φόρμα και δομή του φιλμικού κειμένου. Ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή ενός ζευγαριού υπερηλίκων, του George (Jean-Louis Trintignant) και της Anne (Emmanuelle Riva). Ο George και η Anne-αγαπημένα ονόματα του σκηνοθέτη που τα βρίσκουμε στις περισσότερες ταινίες του- είναι δύο ογδοντάρηδες που αγαπιούνται πραγματικά και βαθιά διάγοντας ένα βίο γεμάτο τρυφερότητα, συντροφικότητα και αλληλοεκτίμηση. Μέχρι που ο θάνατος «θα τους χτυπήσει την πόρτα» έχοντας τη μορφή κλέφτη αρχικά, εγκεφαλικού επεισοδίου στη συνέχεια. Σε μια ευφυέστατη σκηνή με τον ήχο-off (son-off) μιας βρύσης που τρέχει ακατάπαυστα, ο Χάνεκε θα καταφέρει να μεταδώσει στο θεατή όλη την ένταση της στιγμής και τον τρόμο σηματοδοτώντας την έναρξη του δράματος.

Η Anne αρρωσταίνει βαριά και αφού χειρουργηθεί, θα περάσει από όλα τα στάδια της ανθρώπινης κατάπτωσης και διάλυσης. Η βαθμιαία φθορά του σώματος και του πνεύματος εκτίθεται στην οθόνη δείχνοντας πώς ο άνθρωπος, κάνοντας έναν κύκλο, καταλήγει να ξαναγίνεται ένα μικρό παιδί, ανυπεράσπιστο και αξιοθρήνητο.

Ο Μίκαελ Χάνεκε, γνωστός κινηματογραφιστής της ξερής αλήθειας, της σκληρής πραγματικότητας και του κακού, δεν χάνει την ευκαιρία να ενοχλήσει για άλλη μια φορά το θεατή του, να τον ξεβολέψει εκθέτοντάς του καταστάσεις που συνήθως οι άνθρωποι κρύβουν καλά «κάτω από το χαλάκι» και να τον τοποθετήσει στη θέση του μάρτυρα. Στα πρώτα λεπτά της ταινίας, χαρακτηριστικό είναι το πλάνο fixe με τους θεατές ενός θεάτρου, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ο George και η Anne. Το πλάνο, ασυνήθιστης διάρκειας για αυτό που αναπαριστά, αποτελεί μια τεχνική (τεχνική του εγκιβωτισμού) που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης για να στήσει έναν καθρέπτη του κοινού. Καλεί το θεατή να γίνει μάρτυρας των γεγονότων, συμπάσχοντας με τα πρόσωπα του δράματος και να συλλογιστεί, στη συνέχεια, πάνω στην ίδια του τη φύση.

Εκτός από τη σκηνή στο θέατρο, η υπόλοιπη δράση εκτυλίσσεται μέσα στο διαμέρισμα. Ένα «κεκλεισμένων των θυρών» κινηματογραφείται μέσα σε ένα περιβάλλον που μυρίζει αντισηπτικό και θάνατο. Πάνω από τις γεροντικές κραυγές του πόνου και της φρίκης πέφτουν οι νότες του Σούμπερτ, έτοιμες να σχολιάσουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ο ρυθμός της ταινίας ακολουθεί το ρυθμό του εσωτερικού κόσμου και των συναισθημάτων του George, κυρίως, που συνοδεύει την Anne στην πορεία της προς το θάνατο. Οι επιλογές των κάδρων, τα cut, οι διάρκειες, οι αλλαγές οπτικής γωνίας, όλα μαρτυρούν την ένταση της κάθε στιγμής και του δράματος γενικότερα. Για παράδειγμα, το “champ contre champ” κατά το οποίο ο George κοιτάζει τη σύντροφό του να παίζει στο πιάνο (η Anne είχε αφιερώσει τη ζωή της στη μουσική). Ένα λεπτό αργότερα μας κάνει να αντιληφθούμε ότι άκουγε ένα cd ενώ η Anne κείτεται ανήμπορη στο κρεβάτι. Η νοσταλγία της παρελθούσης ζωής εκφράζεται ποιητικά με έναν εύστοχο και ευφυή συνδυασμό πλάνων. Η ζωή, στο μεταξύ, παρελαύνει μέσα σε αυτό το διαμέρισμα παίρνοντας το πρόσωπο είτε των νεότερων που επισκέπτονται τους δύο ογδοντάρηδες είτε παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών που η Anne ρεμβάζει εκστατικά. Η μελωδία, μάλιστα, ενός χαρούμενου ρεφραίν «Sur le pont d’Avignon, on y danse..» που τραγουδούν τα γεροντάκια έρχεται να «βάλει ακόμη πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή».

Ο Χάνεκε πλάθει μια ιστορία που υμνεί την αγάπη αλλά εκθέτει και τη βιαιότητα του θανάτου, υπογραμμίζοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αυτό του το έργο βοήθησε η εξαιρετική ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών. Η ύπαρξη και μόνο του Jean-Louis Trintignant είναι αρκετή για την ερμηνεία του ρόλου του George. Ο Χάνεκε, όπως δήλωσε εξάλλου, έγραψε το σενάριο αποκλειστικά για αυτόν και για κανέναν άλλο. Μετά από δέκα χρόνια απουσίας ο Jean-Louis Trintignant επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη για να υποδυθεί ένα πρόσωπο τρυφερό, κουρασμένο, ερωτευμένο, οξύθυμο και μαχητικό, προδίδοντας τη βασανιστική δοκιμασία που περνά με το βλέμμα, τη στάση και τις κινήσεις του. Πρωταγωνιστεί και πάλι σε μια ιστορία αγάπης, παραπέμποντάς μας-μεταξύ άλλων, πολλών ρόλων- στο αξέχαστο φιλμ όπου πρωταγωνιστούσε το 1966, «Ένας Άντρας και Μια Γυναίκα» του Claude Lelouch. Μόνο που εδώ είναι γέρος και καταπονημένος. Δίπλα του η Emmanuelle Riva (πρωταγωνίστρια του μυθικού «Χιροσίμα Αγάπη μου») στέκει με αξιοπρέπεια, διαχέοντας μέσα από την έκφραση των ματιών της όλο τον πόνο και τη δυστυχία μιας ύπαρξης που σβήνει σιγά-σιγά.

«Amour»: ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, αληθινό, σκληρό, αφόρητο και εκπληκτικό που άξιζε βέβαια το πρώτο βραβείο.

Παίζουν : Jean-Louis Trintignant, Emmanuelle Riva, Isabelle Huppert. Η ταινία προβάλλεται από την Odeon.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ