Το «Wonderstruck» είναι μια τέλεια φτιαγμένη ταινία, χωρίς τη μαγεία που χρειαζόταν
Ο Todd Haynes επιστρέφει μετά το «Carol» με έναν ρομαντικό -αλλά και άψυχο- φόρο τιμής στο βουβό σινεμά.
Έχει περάσει ενάμισης χρόνος από την κυκλοφορία του «Carol» και κυκλοφορεί ήδη στο σινεμά νέα ταινία του Todd Haynes. Όχι και ό,τι πιο συνηθισμένο για τον πρωτοποριακό δημιουργό του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, ο οποίος έχει συνηθίσει να παίρνει τον χρόνο του ανάμεσα στις δουλειές του. Άλλωστε πριν το «Carol» κάναμε οκτώ χρόνια να δούμε κάποια δημιουργία του στη μεγάλη οθόνη. Το «Wonderstruck» σηματοδοτεί την τρίτη συνεργασία του με την μούσα του, Julianne Moore, και είναι βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Brian Selznick, ο οποίος μεταξύ άλλων υπογράφει και το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το «Hugo» του Martin Scorsese.
Το «Carol» ήταν μια από τις καλύτερες ταινίες του Haynes, πετυχαίνοντας μια ανεπανάληπτη χημεία ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριές του. Είναι ένα φιλμ το οποίο το σκεφτόμαστε περισσότερο αυτή τη στιγμή από το «Wonderstruck» και ας έχουν περάσει μόλις λίγες ημέρες από τη στιγμή που είδαμε το δεύτερο.
Βέβαια, το «Wonderstruck» δεν είναι σε καμία περίπτωση μια κακή ταινία. Κάθε άλλο. Είναι μια πολύ φιλόδοξη δουλειά, η οποία έχει τις ρίζες της στο βουβό σινεμά, τις αρχές του οποίου κατανοεί και σέβεται με μια ρομαντική ακρίβεια. Η πλοκή χωρίζεται ανάμεσα στο 1927 και στο 1977 και ο κοινός παρονομαστής είναι η αναζήτηση ενός παιδιού για έναν εξαφανισμένο γονιό του. Στο 1927 η μικρή Rose ξεκινά από το σπίτι της στο New Jersey για να βρει την μητέρα της (η Moore), η οποία είναι βουβή, αλλά και είδωλο του βουβού σινεμά. Στο 1977, ο εσχάτως ορφανός Ben, ο οποίος έχασε την ικανότητα να ομιλεί μετά από ένα ατύχημα, φεύγει από την Minnesota για να αναζητήσει τον πατέρα του.
Υπάρχουν στιγμές που η σύνδεση ανάμεσα στα δύο timelines γίνεται φανταστική. Ειδικότερα η ιστορία του 1927 δίνει στον Haynes τη δυνατότητα να πειραματιστεί με ασπρόμαυρη εικόνα, σαν να γυρίζει ένα ρετρό φιλμ βουβού σινεμά, ενώ το 1977 προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να στηρίξει την ονειροπόληση του μικρού πρωταγωνιστή πάνω στο «Space Oddity» του David Bowie. Ο Haynes αγαπά τη δεκαετία του 1970 και αυτό είναι γνωστό. Εδώ, βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας σαν να γυρίζει ένα μεγάλης διάρκειας βίντεο για το συγκεκριμένο τραγούδι, έναν «Μικρό πρίγκιπα» της πραγματικής ζωής για όλη την οικογένεια.
Δεν αμφισβητούμε πουθενά τις προθέσεις και το όραμα του Haynes, ωστόσο αν και όλα δείχνουν στην εντέλεια, λείπει το σημαντικότερο στοιχείο που θα μας έκανε να λατρέψουμε μια τέτοια ταινία: δεν υπάρχει πουθενά η αίσθηση μαγείας. Το «Hugo» ήταν ένα μυθικό παραμύθι που σε έκανε να το δεις όντας μεν ενήλικος, αλλά την ίδια στιγμή με τα μάτια και την καρδιά του παιδιού που ήσουν κάποτε. Στο «Wonderstruck» δεν υπάρχει πουθενά αυτή η αίσθηση που θα σε κάνει να αισθανθείς ότι ίπτασαι μέσα στην αίθουσα πέρα από το χώρο και το χρόνο. Είσαι διαρκώς προσγειωμένος, παρακολουθώντας μια καλή ταινία που σέβεται τον εαυτό της και το θεατή, αλλά που δε θα σου αφήσει τίποτα από τη στιγμή που θα βγεις από την αίθουσα.
Είναι εμφανής η προσπάθεια του Haynes να μην κάνει ένα φιλμ με παιδιά που να απευθύνεται όμως σε ενήλικες, αλλά να είναι άμεσα κατανοητό και από τα ίδια τα παιδιά. Ίσως αυτή του η απόπειρα να ευθύνεται για το πόσο επίπεδο φαντάζει το τελικό αποτέλεσμα. Η όποια απόπειρα δημιουργίας συναισθήματος μοιάζει βεβιασμένη και ντεμοντέ και δεν ταιριάζει με την ρηξικέλευθη προσέγγιση του Haynes, η οποία παρέμενε αναλλοίωτη ακόμη και όταν καταπιανόταν με υλικό εποχής. Το «Wonderstruck» έχει μερικές στιγμές μεγαλείου (για παράδειγμα η πρώτη επίσκεψη στην Νέα Υόρκη), αλλά συνολικά έχει την αίσθηση της πιο «στρωτής» ταινίας του Haynes για ένα πιο ευρύ οικογενειακό κοινό, τη στιγμή που είναι η πρώτη φορά που χρειαζόταν τόσο πολύ μια ονειρική πινελιά. Μια ταινία για όλους που λίγοι θα βάλουν πραγματικά στην καρδιά τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ