Οι βραβευμένες «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι μια εξαιρετική ταινία σε λάθος εποχή
Με τα βραβεία καλύτερου α' γυναικείου και β' ανδρικού ρόλου, για τις ερμηνείες των Frances McDormand και Sam Rockwell αντίστοιχα, θυμόμαστε τις εντυπώσεις μας από την δραματική ταινία μυστηρίου του δημιουργού της «Αποστολής στην Μπριζ».
Ο Martin McDonagh είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σεναριογράφους του αγγλόφωνου σινεμά του 21ου αιώνα και το έχει αποδείξει μόλις με τέσσερις ταινίες μέσα σε 13 χρόνια. Η τέταρτη δουλειά του, με τον σαφή τίτλο «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι», είναι και αυτή με την οποία είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο οσκαρικό breakthrough, κερδίζοντας ένα χρυσό αγαλματίδιο για δεύτερη φορά, μετά το 2006 όταν και είχε βραβευθεί για το μικρού μήκους «Six Shooter». Ο Βρετανός δημιουργός του «Αποστολή στην Μπριζ» είναι ένας έξυπνος άνθρωπος και αυτό είναι εμφανές μέσα από τα ευφυή σενάριά του με τους πανέξυπνους διαλόγους. Παρόλα αυτά, αν και η νέα του ταινία είναι αναμφίβολα μια άριστη δουλειά σε κάθε επίπεδο, ισορροπώντας εξαιρετικά ανάμεσα στο ανεξάρτητο σινεμά και σε αυτό που κερδίζει βραβεία, κυκλοφορεί σε ένα παράξενο timing για την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Καταρχάς, στις «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (δε θα βαρεθούμε ποτέ να γράφουμε τον τίτλο της ταινίας) υπάρχει μια εξαιρετική Frances McDormand, στον καλύτερο ρόλο που έχει αναλάβει μετά τη συγκλονιστική ερμηνεία της στο «Fargo». Πετυχαίνει μια από τις κορυφαίες πρωταγωνιστικές γυναικείες ερμηνείες των τελευταίων ετών, χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε οσκαρικές κορώνες για να κερδίσει την προσοχή των βραβείων. Υποδύεται τη χωρισμένη μητέρα μιας κοπέλας που βιάστηκε και δολοφονήθηκε άγρια, χωρίς επτά μήνες μετά το συμβάν να έχει βρεθεί ο ένοχος. Έτσι, απογοητευμένη από τη δουλειά της αστυνομίας, αποφασίζει να αγοράσει τον διαφημιστικό χώρο τριών πινακίδων έξω από την πόλη του Έμπινγκ στο Μιζούρι, όπου και διαμένει, τοποθετώντας ένα μήνυμα που στηλιτεύει τη δουλειά των αρχών, ενώ την ίδια στιγμή αναζητά πληροφορίες για το περιστατικό.
Έχουμε να κάνουμε με ένα δυνατό ανθρώπινο δράμα που καθώς προχωρά η ταινία, ξετυλίγεται πέραν του χαρακτήρα της McDormand και γίνεται πολύ πιο βαθύ και αληθινό από ό,τι ίσως να περίμενες αρχικά, με τους αστυνομικούς που υποδύονται ο Sam Rockwell και ο Woody Harrelson να έχουν και αυτοί κάποιες λιγότερο ή περισσότερο σπαρακτικές ιστορίες από πίσω. Αυτή η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου δράματος, σε συνδυασμό με τα κλασικά στοιχεία πρωτότυπης μαύρης κωμωδίας που ενυπάρχει στο σινεμά του McDonagh, κάνουν το αποτέλεσμα αυθεντικά πρωτότυπο, δημιουργώντας μια ταινία που δεν καταφεύγει ποτέ ούτε στο μελό, αλλά και ούτε αφήνεται στην εκδικητική μανία, όσο και αν αυτός θα ήταν ένας εύκολος δρόμος σε πολλές περιπτώσεις. Αναδεικνύεται στις λεπτομέρειες, βρίσκοντας ανάσες δημιουργικότητας σε λεπτομέρειες και στις ερμηνείες αλλά και του σεναρίου.
Τα θέματα που εγείρει η ταινία δεν έχουν να κάνουν τόσο με την ίδια όσο με την εποχή στην οποία αυτή κυκλοφορεί. Αν είχε κυκλοφορήσει πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια, θα σάρωνε τα βραβεία και πιθανότατα κανείς δε θα έφερνε αντίρρηση. Σήμερα όμως επικρατούν πολύ σημαντικές ανακατατάξεις στο Χόλιγουντ, από τη μια με το κίνημα του #MeToo και την προσπάθεια που γίνεται επιτέλους να καταπολεμηθεί ο σεξισμός που κυριαρχεί στην βιομηχανία και από την άλλη με την ισόποση εναντίωση στον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις που ειδικά επί προεδρίας Trump το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό.
Όλη η συζήτηση γίνεται γύρω από τον χαρακτήρα του -κατά τα άλλα πάντα εξαίρετου και συμπαθή- Sam Rockwell, ο οποίος υποδύεται έναν ακραία ρατσιστή αστυνομικό, ο οποίος στο δικό του στόρι εξιλεώνεται χωρίς να γίνεται κάποια νύξη σε αλλαγή των απόψεών του γύρω από τις φυλετικές διακρίσεις, λες και η ταινία επιχειρεί να θέσει το ερώτημα αν πίσω από έναν ρατσιστή κρύβεται μια κατά τα άλλα καλή ψυχή. Δεν έχουμε δείγματα ότι ο McDonagh θέλει να θέσει επί τάπητος αυτό το θέμα, όσο και αν η αλήθεια είναι πως οι ταινίες του περιστρέφονται γύρω από λευκούς πρωταγωνιστές. Παρά όμως το βάθος που διαθέτει το συγκεκριμένο φιλμ στην εξερεύνηση της ανθρώπινης λύπης, είναι τόσο «αθώα» και απλοποιημένη η στάση πάνω στο ζήτημα του ρατσισμού ώστε να αυτοακυρώνεται από την περιρρέουσα κατάσταση της εποχής μας.
Για να το θέσουμε πιο απλά, αυτή τη στιγμή έχουμε ανάγκη από δουλειές που έχουν να πουν κάτι σημαντικό για όλα τα επιτακτικά ζητήματα των καιρών μας περισσότερο από ό,τι χρειαζόμαστε άρτια φτιαγμένες ταινίες χωρίς κανένα ψεγάδι, οι οποίες όμως δεν έχουν να πουν απολύτως τίποτα για ό,τι συμβαίνει σήμερα. Οι «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι μια ταινία που θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια. Αυτή η αχρονία κάποτε θα λογιζόταν ως κοπλιμέντο, αλλά σήμερα είναι ο λόγος που δυσκολευόμαστε να τη θεωρήσουμε το αριστούργημα που θα μπορούσε να είναι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ