Το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» δεν είναι μια απλή ταινία

na-me-fonazeis-me-to-onoma-sou
ΤΡΙΤΗ, 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018

Το νέο φιλμ του Luca Guadagnino είναι η δόση ομορφιάς που χρειάζεσαι στη ζωή σου.

Θυμάστε πώς ακριβώς νιώθατε πριν από πέντε ή πριν από δέκα χρόνια; Πηγαίνετε στις Αναμνήσεις του Facebook και δείτε τις παλαιότερες. Σίγουρα θα νοσταλγήσετε κάποια πράγματα, θα αναρωτηθείτε πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, αλλά δύσκολα θα θυμάστε πώς είναι να είσαι ο άνθρωπος που έκανε τότε αυτές τις δημοσιεύσεις που βλέπετε τώρα καθισμένοι σε ένα γραφείο. Αυτή είναι η ευχή και η κατάρα του κάθε ανθρώπου, ότι μπορεί να παραμένει ο ίδιος για τους άλλους, μα για τον εαυτό του κάθε φορά είναι διαφορετικός.

Η νοσταλγία θέτει την κάθε εποχή ως εφαλτήριο για τη δημιουργία ενός αθώου συναισθήματος ζεστασιάς και δεν αποτελεί πάντα αυτοσκοπό (αυτή είναι η παρωχημένη εκδοχή της που είναι στη μόδα). Είναι αυτή η προσπάθεια να νιώσεις πάλι για λίγο όπως «τότε» και είναι ένα συναίσθημα που κρατά για περιορισμένο χρονικό διάστημα, τόσο ώστε να θέλεις να το αναζητήσεις ξανά. Βέβαια, με το πέρασμα των χρόνων και την εδραίωση της «κανονικότητας» που επιφέρει η ρουτίνα, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να επικοινωνήσεις με αυτό το συναίσθημα και για αυτό το επιζητάς περισσότερο. Δεν έχει να κάνει με το ότι μεγαλώνουμε, αλλά με το ότι γινόμαστε πιο κυνικοί και ενθουσιαζόμαστε λιγότερο εύκολα. Είτε επειδή συνειδητοποιούμε τη θνητή μας φύση ή απλά επειδή είμαστε κουρασμένοι, ο ομφάλιος λώρος με αυτό το επιθυμητό συναίσθημα γίνεται όλο και πιο μακρινός. Μέχρι κάποιες στιγμές με κάποιο ερέθισμα να βρεθούμε ξανά πίσω σε αυτό το επίκεντρο.

Ίσως λοιπόν υπήρξε ένα καλοκαίρι στην βόρεια Ιταλία. Ειδυλλιακό και ονειρικό σαν αυτά που νόμιζες πως θα διαρκούσαν για πάντα. Άλλωστε μεταγενέστερα όλα μοιάζουν πιο όμορφα από ό,τι πραγματικά ήταν και ακόμη και οι μέρες συννεφιάς μπορεί να αλλάξουν μέσα στο μυαλό σε λιακάδα. Σκεφτείτε όλες τις πρώτες εμπειρίες σας από τα πιο όμορφα πράγματα σε αυτόν τον πλανήτη. Όλα σχεδόν θα είναι καλοκαίρι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο έντονα χαραγμένο στη μνήμη μας από μερικά καλοκαίρια της εφηβείας και είναι ίσως αυτή η έμφυτη υποσυνείδητη απόπειρα να ζήσουμε ξανά αυτή την απόλυτη ταύτιση ξεγνοιασιάς και αυθεντικότητας που κάνει αυτή την εποχή να ασκεί διαχρονικά τέτοια μεταφυσική επίδραση επάνω μας.

Ο λόγος που βρισκόμαστε αιχμάλωτοι μέσα σε μια ασφυκτική ρουτίνα που ξεκινά από την διάλυση της Δευτέρας και καταλήγει στην μικρή λύτρωση της Παρασκευής είναι για να επιτρέψουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να βιώνει κάποιες εκλάμψεις ομορφιάς σαν αυτή που περιλαμβάνεται στο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου». Σπάνια συναντάς ταινίες -έργα τέχνης, στιγμές- που να περικλείουν τόση ομορφιά και ζεστασιά, ισόποσα με δόσεις αλήθειας, όσο στο δημιούργημα του Luca Guadagnino. Το κυνήγι του edgy, του hype και του πρωτοποριακού δε μας επιτρέπει πολλές φορές να απολαμβάνουμε την απλότητα. Το φιλμ του Ιταλού δεν δοκιμάζει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί και ο έρωτας του 17χρονου Elio για τον μεγαλύτερό του, Oliver, δεν επιφυλάσσει σπουδαίες ανατροπές, τουλάχιστον όχι όπως έχουμε συνηθίσει να καταναλώνουμε οπτικοακουστικό περιεχόμενο τα τελευταία χρόνια. Η ομορφιά της απλότητάς του όμως είναι αφοπλιστική.

Δε θα μείνεις στο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» για τον 80s νατουραλισμό ή για την εκρηκτική χημεία των πρωταγωνιστών, ούτε για τον συγκλονιστικό μονόλογο του Michael Stuhlbarg ή για την κορυφαία ending credits σκηνή της κινηματογραφικής σεζόν. Αυτό που θα σε γραπώσει και θα σε ταρακουνήσει για τα καλά είναι η αίσθηση ότι για δύο ώρες και δώδεκα λεπτά αντιμετωπίζεις και πάλι τον κόσμο με την ένταση, την αθωότητα και την επιπολαιότητα της πρώτης φοράς. Το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου δεν είναι απλά μια ταινία. Είναι η αναβίωση ενός ξεχασμένου συναισθήματος. Το χρειάζεστε περισσότερο από ό,τι νομίζετε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ