Ο «Αφανισμός» είναι ήδη σημείο αναφοράς στο σινεμά επιστημονικής φαντασίας

annihilation
ΤΕΤΑΡΤΗ, 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2018

Η νέα δημιουργία του Alex Garland είναι η ταινία που πρέπει να δεις αν σου αρέσουν οι ατελείωτες συζητήσεις μετά τους τίτλους τέλους.

Η αυτοκαταστροφή είναι πολλές φορές το ζητούμενο. Όχι, δε μιλάμε για μια μορφή αυτοτραυματισμού, αλλά για αυτή την έμφυτη ανθρώπινη τάση προς καταστροφικές συμπεριφορές, οι οποίες στρέφονται κατά του ίδιου του του εαυτού. Δεν είναι λίγες οι φορές που μοιάζουν γοητευτικές συμπεριφορές αυτοκαταστροφής και αυτό δεν οφείλεται στο ότι έτσι τις έχουμε μάθει από τα βιβλία και τις ταινίες, αλλά στο ότι αυτή η οδός ευελπιστούμε να μας κάνει να νιώσουμε πιο ζωντανοί. Στην ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε είναι όλο και πιο δύσκολο να «αφανιστούμε» και για αυτό το λόγο οποιαδήποτε απόπειρα εξαφάνισης γίνεται συνάμα πιο ελκυστική αλλά και πιο τρομακτική.

Πραγματικά, βλέποντας τον «Αφανισμό» του Alex Garland (δημιουργός του φανταστικού «Ex Machina» και συγγραφέας της «Παραλίας», μεταξύ πολλών άλλων) στο Netflix, η ροή των σκέψεών σου τρέχει προς κάθε κατεύθυνση. Είναι μια ταινία που όχι μόνο είναι ανοιχτή σε επαναληπτικές προβολές, αλλά και στις επιβάλλει, αφού είναι σχεδόν αδύνατον να επεξεργαστείς όλα τα ζητήματα που θίγει βλέποντάς τη μια μόνο φορά. Είναι από αυτές τις ταινίες που χαίρεσαι για το ότι υπάρχουν ακριβώς ως είναι, ακόμη και αν πέρασαν από πολλά κύματα για να διατηρηθούν έτσι. Ο «Αφανισμός» φτιάχτηκε για να σε γραπώνει στη μεγάλη οθόνη και δεν δομήθηκε τεχνικά ώστε να το δεις στο λάπτοπ σου ένα βράδυ Δευτέρας μετά το γραφείο, ακόμη και έτσι όμως το μήνυμά του παραμένει διαμπερές και είναι ευχής έργον που αντιστάθηκε στη λείανση των γωνιών στην οποία επέμενε η εταιρεία παραγωγής του, Paramount.

Είναι μια περίπτωση επιστημονικής φαντασίας η οποία συμβαδίζει απολύτως με την τάση του είδους στην εποχή, χρησιμοποιώντας δηλαδή μια αλληγορία ώστε να εξερευνήσει τα σύνορα του ανθρώπου και της ανθρωπιάς. Οι επιρροές είναι πολλές -από το «Alien» και την «Οδύσσεια του διαστήματος» μέχρι το «The Thing» και το «Stalker»- αλλά καμία δεν υπερβαίνει την πρωτότυπη ιδέα. Το περιεχόμενο του «Αφανισμού» είναι τόσο συμπαγές και τεκμηριωμένο ώστε αναμένεται να επηρεάσει μελλοντικά περισσότερο από όσο έχει επηρεαστεί.

Τα μηνύματα που μεταφέρει το φιλμ και τα οποία στηρίζονται στο πρώτο μέρος της Τριλογίας της Νότιας Ζώνης του συγγραφέα Jeff VanderMeer είναι ανοιχτά σε κάθε ερμηνεία, ωστόσο όλα μπαίνουν κάτω από τη σκέπη της αυτοκαταστροφικής τάσης που διέπει την ανθρώπινη φύση. Και είναι μια τάση πιο πολύ υπαρξιακή παρά κραυγής βοήθειας προς τους άλλους. Σκεφτείτε απλά πόσο ελκυστική φαντάζει η ιδέα της φυγής από τα πάντα. Όταν πρέπει να υποδύεσαι έναν τυπολατρικό χαρακτήρα στη δουλειά σου και στα social media, «απαγορεύεται» να αναδεικνύεις ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τον τέλειο εαυτό σου, τότε το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι πότε πραγματικά είσαι ο αληθινός εαυτός σου και αν έχει μείνει πια τίποτα από αυτόν.

Το τσιγάρο, το ποτό, τα ξενύχτια και οι συμπεριφορές που απομακρύνουν κοντινά σου πρόσωπα δεν είναι παρά στιγμές που υπόσχονται έναν μικρό αφανισμό. Αν πίσω από κάθε ανάρτηση στα social media υπάρχει ένα «υπάρχω», τότε πίσω από κάθε ανάγκη για μια στιγμιαία απομάκρυνση από αυτά υφίσταται ένα «ως τι υπάρχω;». Όσο μεγαλύτερη η αγωνία να είσαι ενεργό μέρος μιας κοινότητας, τόσο γίνεται πιο μεγάλη και η δίψα για την αυτοκαταστροφή που θα σε κάνει να νιώθεις ότι δεν βλέπεις τον εαυτό σου από μακριά και πως ζεις μέσα στο δέρμα σου.

Όλα αυτά υπερτονίζονται μέσα από την ιστορία μιας ομάδας εξερευνητριών σε εξωγήινο έδαφος επί γης, χωρίς ούτε μια στιγμή η ταινία να θέλει να διαφημίσει αυτό το στοιχείο με neon λαμπάκια. Οι γυναίκες είναι αυτές που έχουν πάει να διασώσουν τους άνδρες και σε μια παραλλαγή του «The Thing», στο οποίο ο John Carpenter ερευνά τον ανδρικό ψυχισμό, ο Alex Garland φέρνει μπροστά την περίπλοκη θηλυκή ψυχοσύνθεση -πολύπλοκη ακριβώς επειδή έχει μείνει συγκριτικά στην αφάνεια στην απεικόνισή της στην ποπ κουλτούρα. Ο χρόνος δεν είναι ποτέ γραμμικός, αλλά η αφήγηση των γεγονότων μοιάζει ως τέτοια, δίνοντάς σου κάθε στοιχείο ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεσαι ώστε να προχωρήσεις πιο ομαλά παρακάτω (όσο γίνεται με μια τέτοια ταινία δηλαδή).

Το μεγαλείο του Garland γίνεται εμφανές στον τρόπο που καταφέρνει να παράξει κλειστοφοβικό τρόμο μέσα σε έναν αχανή κόσμο. Η φαντασία με την οποία έχει χτιστεί το σύμπαν του «Αφανισμού» είναι ανεπανάληπτη, αφού δεν πατάει πάνω σε κάποια συγκεκριμένη επιρροή, αλλά αποφασίσει να χτίσει κάτι καινούριο από την αρχή. Είναι μια ταινία που σε κάνει να νιώθεις άβολα την ίδια στιγμή που ολοένα και σε βυθίζει στην υπνωτιστική της ατμόσφαιρα, για αυτό και υπάρχει ένα μεγάλο «κρίμα» για το ότι δεν είχαμε ευκαιρία να την παρακολουθήσουμε στη μεγάλη οθόνη ενός σινεμά.

Η οριακά κατανυκτική ατμόσφαιρα του φιλμ δε θα μπορούσε να υπάρξει δίχως την αριστοτεχνική χρήση της μουσικής και πιο συγκεκριμένα μέσα από την επαναληπτικότητά της. Το «Helplessly Hoping» των Crosby, Stills & Nash επανέρχεται μέσα στην ταινία, άλλοτε μόνο με τη μελωδία του και άλλοτε και με τα λόγια, και βοηθά στην ανάδειξη μιας σοβαρής μελαγχολίας -κατάθλιψης στην ουσία- που δεν τη συναντάς ούτε σε καλά δράματα που πραγματεύονται τέτοια ζητήματα. Αυτή η μουσική επανάληψη είναι ένας από τους λόγους που το σινεμά του Wong Kar-wai είναι τόσο διαπεραστικά ατμοσφαιρικό και όταν πραγματοποιείται με σχέδιο, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι ανατριχιαστικά.

Αν παρακολουθήσεις τον «Αφανισμό» κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα, τότε σε κάθε θέαση θα αντιλαμβάνεσαι κάτι διαφορετικό και θα προσπαθείς να ξετυλίξεις την ταινία από διαφορετική αφετηρία. Όπως επίσης και αν την παρακολουθήσεις μια φορά και γράψεις ένα κείμενο για αυτή κάθε ημέρα επί μια εβδομάδα, τότε κάθε φορά η βασική σου θέση θα αλλάζει. Ο «Αφανισμός» είναι η πιο αρμονική σύζευξη του στιλ με την ουσία που έχουμε παρακολουθήσει μετά την «Άφιξη» του Denis Villeneuve, και όσο σκανδαλώδες είναι που δεν υπήρξε η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την ταινία και στο σινεμά, άλλο τόσο είναι βέβαιο πως όχι πολύ μακριά από σήμερα θα λογίζεται ως classic και σημείο αναφοράς.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ