Deadpool 2: Once a badass, always(?) a badass
Έχει σούπερ δυνάμεις, είναι κάφρος, έχει τον απέθαντο και είναι πάλι εδώ!
Στη δεύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση, ο Deadpool αλλάζει σκηνοθέτη, βιώνει ένα τραγικό συμβάν, κατρακυλάει στον πόνο και τη σπλατεριά, διατηρεί τον badass χαρακτήρα και τις ενοχλητικά υπέροχες ατάκες του, συνεχίζει τον πόλεμο με τον καθωσπρεπισμό παντός είδους και ρίχνεται στη μάχη για να βρει την οικογένειά του. Γιατί, όπως φροντίζει να μας ενημερώσει από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, πρόκειται για μια οικογενειακή ταινία. Πράγμα που κατά κάποιο τρόπο αληθεύει, ωστόσο, κρατήστε τα παιδιά σας μακριά.
Αυτόν τον ήρωα γενικά, είτε τον λατρεύεις είτε τον σιχαίνεσαι, δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση. Όμως έχω την αίσθηση πως με αυτή την ταινία ο Deadpool κερδίζει λίγο παραπάνω κοινό γιατί οι δημιουργοί του φαίνεται πως έλαβαν υπ'όψιν τις κριτικές. Έτσι μειώνουν κατά μία δόση τον καταιγισμό ατάκας για να αυξήσουν λίγο τις σκηνές δράσης. Αποτέλεσμα είναι η ταινία να μοιάζει περισσότερο ολοκληρωμένη και να προσεγγίζει πια το είδος της χιουμοριστικής ταινίας δράσης με σούπερ ήρωες- φέρνοντας βέβαια λίγη αμηχανία σε μας που αγαπήσαμε τον παλιό καλό αχταρμά. Σε πολλούς, η ανανέωση αυτή οφείλεται στην αλλαγή σκηνοθέτη, μιας και αναλαμβάνει ο David Leitch, επιλογή που εξέτασα καχύποπτα ύστερα από το μέτριο Atomic Blonde. Ωστόσο, ο Deadpool φαίνεται να του πηγαίνει.
Η ταινία ξεκινάει με δύο συνήθειες του Deadpool, τις αναφορές στον «αγαπημένο» του Wolverine και το σπάσιμο του 4ου τοίχου για να μας προετοιμάσει πως ο ήρωας παραμένει ίδιος, ετοιμόλογος και φαρμακερός χιουμορίστας («Πες fuck για μένα»), σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο με κάθε ευκαιρία («Η Ακαδημία παρακολουθεί») και με δηλωμένη εμπάθεια για τους σούπερ ήρωες και τους X-Men. Πλέον όμως παίρνει αέρα και επεκτείνεται και στους ήρωες της ανταγωνίστριας DC («Είσαι τόσο σκοτεινός, είσαι σίγουρος πως δεν είσαι από το σύμπαν της DC;»).
Επιπλέον, διατηρούνται τα αυτοαναφορικά στοιχεία («Κάποιος βαριόταν να γράψει») και η ιδιότυπη διακειμενικότητα με αναφορές σε πλήθος ταινιών, από το Συνέντευξη με ένα Βρικόλακα και το Ένα μπλου τζην για τέσσερις μέχρι το κλασικό πια debate Star Wars/Empire και τους Avengers («Πάψε Thanos» λέει ο Deadpool στον Cable, τον οποίο υποδύεται ο Josh Brolin ο οποίος στους Avengres ενσαρκώνει τον Thanos). Τέλος, θα ήταν παράλειψη η ομοιότητα με τον James Bond στους τίτλους αρχής καθώς και η τολμηρή αναπαράσταση- αναφορά στην πιο γνωστή σκηνή από το Βασικό Ένστικτο.
Σε μια spoiler free περιγραφή, σε αυτή την ταινία, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει έναν εξαιρετικά δυνατό στρατιώτη, o Deadpool δημιουργεί μια ομάδα κρούσης από μεταλλαγμένους και μη, τους X-Force. Στο μεσοδιάστημα βιώνει κάποιες επιθανάτιες εμπειρίες που σε κάποια άλλη ταινία θα προσέγγιζαν το μελό και παράλληλα προσπαθεί, αλλά κυρίως δεν προσπαθεί, να γίνει το πατρικό πρότυπο ενός έφηβου ορφανού μεταλλαγμένου, του Firefist.
Στον νέο αυτό γύρο περιπετειών του, ο αθυρόστομος ήρωας της Marvel έχει δίπλα του παλιούς και νέους γνώριμους. Ο αιώνιος έρωτας για τη Vanessa, η τυφλή Al με τις υπαρξιακές της αλήθειες (από το στόμα της ακούγεται το κουρφαίο αλλά παρερμηνευμένο «Δεν μπορείς να ζήσεις αν δεν έχεις πεθάνει λίγο»), ο μπαρμαν Weasel, ο ταξιτζής Dopinder που κλέβει λίγο από τις ατάκες του Deadpool ( «Το να είσαι ταξιτζής δεν είναι τόσο σέξι όσο φαίνεται») και φυσικά οι δύο εκπρόσωποι των X-men, o Colossus και η Negasonic επιβιώνουν στον περίγυρο του Deadpool. Από την άλλη, ο έφηβος σε κρίση Firefist, η εκπληκτική Domino με σούπερ δύναμη που όλοι θα ζήλευαν και ο δυναμικός Cable αποτελούν τις νέες προσθήκες.
Προσθήκη υπήρξε όμως και στο σεναριακό team των Rhett Reese και Paul Wernick, στο οποίο ενσωματώθηκε ο Ryan Reynolds, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία οφείλω να παρατηρήσω, καθώς η ταινία πάσχει λίγο σεναριακά με πολλά σημεία να κινούνται στη σφαίρα του αναμενόμενου. Για να το θέσω όπως και ο ίδιος ο Deadpool, «That's lazy writing». Ένα ακόμη αρνητικό της ταινίας είναι η αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια που χρειάζεται για να «τσουλήσει» η ιστορία. Παίρνει περίπου μισή ώρα για να βάλει τον θεατή στο νόημα και περίπου 50 λεπτά για να αρχίσει η ουσιαστική δράση.
Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία, αφενός γιατί ως θεατής χορταίνεις με τους ίδιους τους ήρωες και τους διαλόγους μεταξύ τους, αφετέρου γιατί υπάρχουν τα crazy credits. Ναι, ναι. Αυτές οι σκηνές που έρχονται μετά τος τέλος της ιστορίας αποτελούν το πιο χιουμοριστικό κομμάτι της ταινίας, την οποία ουσιαστικά αναιρούν κάνοντας παράλληλα την ιδανική προώθηση για το τρίτο μέρος.
Ps: Προσπαθήστε να μην ανοιγοκλείσετε καν τα μάτια σας όταν στην ιστορία εμφανιστεί το μέλος της X-Force με το όνομα Καπνός.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]