The Nun: Εκεί που σταματάει ο Θεός και η έμπνευση
Ούτε το ρουμάνικο απειλητικό τοπίο, ούτε η γοτθική ατμόσφαιρα, ούτε η ίδια η Καλόγρια καταφέρνουν να σώσουν μια τόσο μέτρια ταινία.
Το Conjuring Universe μετρά την πρώτη του αποτυχία, καθώς, όπως φαίνεται, οι δημιουργοί του στέρεψαν από ιδέες. Ο σκηνοθέτης, Corin Hardy, και ο εμπνευστής της σειράς ταινιών The Conjuring, James Wan, αποτυγχάνουν εντελώς να φτιάξουν μια ταινία τρόμου ανάλογης εκείνων που έχουν προηγηθεί.
Παρασυρμένοι ενδεχομένως από τη σιγουριά της επιτυχίας της Καλόγριας, η οποία είχε κάνει ένα εξαιρετικό πέρασμα στην ταινία Conjuring 2, και μη αντιλαμβανόμενοι ότι η ο πήχης ήταν ήδη εκ προοιμίου υψηλός, κατέφυγαν σε όλες τις ευκολίες και τα κλισέ των ταινιών τρόμου, το παράκαναν με τα jump scares και τα πατώματα που τρίζουν και δημιούργησαν ένα σενάριο τόσο προβλέψιμο που κατάντησε αστείο.
Με αυτόν τον τρόπο η Καλόγρια (Bonnie Aarons) που έχτισε δεξιοτεχνικά τον τρομακτικό της μύθο στο Conjuring 2 ήρθε για να τον απομυθοποιήσει εξίσου δεξιοτεχνικά στη δική της ταινία που χρονολογικά τοποθετείται πολύ πριν τις υπόλοιπες ιστορίες του Conjuring Universe.
Η ιστορία ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του '50 με την αυτοκτονία μιας καλόγριας σ΄ένα απομονωμένο μοναστήρι της Ρουμανίας, το οποίο έχει «μακρά ιστορία, όχι πάντοτε καλή». Οι καλόγριες που διαμένουν στο μοναστήρι δεν έχουν καμία επαφή με τον έξω κόσμο, ούτε καν με τον Frenchie (Jonas Bloquet), τον σκανταλιάρη νεαρό που τους παραδίδει τις απαραίτητες για τη διαβίωσή τους προμήθειες. Η απομόνωση αυτή των γυναικών στο μοναστήρι εξυπηρετεί τους κατοίκους της κοντινής περιοχής οι οποίοι φοβούνται την αύρα και τα σκοτεινά περιστατικά που συνδέονται με το μοναστήρι και κάθε φορά που αναφέρονται σε αυτό, φτύνουν για να ξεπλύνουν την κακή τύχη που το συνοδεύει.
Έτσι χτίζεται σεναριακά το μυστήριο γύρω από το μοναστήρι, μυστήριο στο οποίο σιγοντάρουν συνεχώς τα πολύ σκοτεινά πλάνα και η ομίχλη που συνεπάγεται το ρουμανικό τοπίο.
Τη λύση του μυστηρίου της αυτοκτονίας της καλόγριας, που σημαίνει και τη λύση του μυστηρίου γύρω από το μοναστήρι, καλούνται από το Βατικανό να ανακαλύψουν η ασκούμενη μοναχή Irene (Taissa Farmiga, και αδερφή της γνωστής από τα δύο προηγούμενα Conjuring Vera Farmiga) και ο ιερέας Burke (Demián Bichir) με πείρα στα μυστήρια της εκκλησίας και τους εξορκισμούς.
Αυτοί οι δύο, παρέα με τον Frenchie, αποτελούν την ταιριαστή τριάδα που θα παλέψει και θα κυνηγηθεί από τη δαιμονισμένη Καλόγρια, κατά κόσμον δαίμονα Βάλακ (ναι, τον έχουμε ξαναδεί στο σύμπαν του Conjuring), ο οποίος έχει στρογγυλοκάτσει ανά τους αιώνες στο μοναστήρι προκαλώντας τρόμο και πολλούς θανάτους.
Μέσα στο γοτθικό σκηνικό το οποίο ντύνει την ιστορία της ταινίας, φιλοξενούνται στοιχεία που θα μπορούσαν να αποθεώσουν μια ταινία τρόμου. Τα ατέλειωτα σκοτεινά πλάνα, η ομίχλη, η Ρουμανία, το μοναστήρι, οι κλειστοφοβικοί διάδρομοι, τα υπόγεια και γενικά η αρχιτεκτονική και η διακόσμησή του, οι τάφοι και τα κουδουνάκια πάνω τους για αυτούς που θάφτηκαν ζωντανοί και προσπαθούν να ειδοποιήσουν ότι ζουν, οι σταυροί, οι επαναλαμβανόμενες προσευχές/ψαλμωδίες και φυσικά οι καλόγριες που προκαλούν ούτως ή άλλως, αν όχι μια αίσθηση τρόμου, τότε σίγουρα μια αίσθηση ανοικείου.
Όλα αυτά τα στοιχεία πάνε εντελώς χαμένα σε μια ταινία που αποτυγχάνει όχι μόνο να προκαλέσει τρόμο στον θεατή αλλά και περιέργεια για την έκβαση της ιστορίας. Ούτε τρόμος, ούτε σενάριο, ούτε ρυθμός. Μόνο απανωτά jump scares, ωραία σκοτεινά πλάνα στα οποία παλεύει το καλό με το κακό (τα δίπολα μάλιστα συνδυάζονται με μια ατυχή θεολογική προσέγγιση) και μια καταπληκτική Καλόγρια που χάνει εντελώς την τρομακτική της χροιά όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία.
Η ταινία και η δαιμονική Καλόγρια «σώζονται» μόνο σε μεμονωμένες στιγμές (όπως στη σκηνή που η Irene φορώντας τη λευκή της στολή προσεύχεται περιτριγυρισμένη από τις μαυροφορεμένες μοναχές), ενώ οι πραγματικά απολαυστικές σκηνές της ταινίας σχετίζονται περισσότερο με τα χιουμοριστικά στοιχεία που οι δημιουργοί σκέφτηκαν να ενσωματώσουν μέσω του χαρακτήρα του Frenchie.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]