«Πόνος και Δόξα»: Ο Pedro Almodóvar ξύνει παλιές πληγές
Συγκινητικός, μελαγχολικός, αυτοβιογραφικός ο Ισπανός σκηνοθέτης στην τελευταία του ταινία.
«Η καλύτερη ταινία του Almodóvar εδώ και χρόνια». Έτσι χαρακτηρίστηκε η τελευταία ταινία «Πόνος και Δόξα» του μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη Pedro Almodóvar η οποία αποτελεί ούτε λίγο ούτε πολύ μία αφιέρωση στον ίδιο του τον πονεμένο και εγωκεντρικό (όπως τον βλέπουμε στην ταινία) εαυτό.
Η ταινία διηγείται μια σειρά από συναντήσεις που πραγματοποίησε ο Σαλβαδόρ Μάγιο (Antonio Banderas), ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου που είναι πλέον στην παρακμή του. Κάποιες διαδραματίζονται στο παρόν, άλλες τις θυμάται: την παιδική του ηλικία στη δεκαετία του ’60, τη στιγμή που μετανάστευσε μαζί με τους γονείς του σε ένα χωριό στη Βαλένθια αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, την πρώτη του ερωτική επιθυμία, τον πρώτο του έρωτα στη Μαδρίτη τη δεκαετία του ’80, τον πόνο αυτού του χωρισμού ενώ ο έρωτας ήταν ακόμα έντονος, τη συγγραφή ως τη μόνη θεραπεία να ξεχνάς ό,τι δεν ξεχνιέται, την πρώτη επαφή με το σινεμά, και το απέραντο κενό που δημιουργεί η αδυναμία να συνεχίζεις να κάνεις ταινίες. Το «Πόνος και Δόξα» μιλάει για τη δημιουργία, για την δυσκολία να την διαχωρίζεις από τη ίδια τη ζωή και για τα πάθη που της δίνουν νόημα και ελπίδα. Εξερευνώντας το παρελθόν του, ο Σαλβαδόρ ανακαλύπτει την άμεση ανάγκη να το διηγηθεί λεπτομερώς, και μέσα από αυτό βρίσκει τη σωτηρία του.
Γεμάτη αυτοβιογραφικές πτυχές αλλά όχι τόσα αληθινά γεγονότα από τη ζωή του σκηνοθέτη που θα την καθιστούσαν αυτοβιογραφία, η ταινία αποτελεί μια αναφορά στη ζωή του, την τέχνη του και τον ρόλο που έπαιξε σε αυτήν το παρελθόν και η προσωπική- οικογενειακή ιστορία του. Χρησιμοποιεί την αλήθεια της ζωής του για να την πει μάλλον με τον τρόπο που του δίδαξε η μητέρα του. Κατανοώντας τη σαφή διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, η φαντασία πρέπει να γίνεται συμπλήρωμα στην πραγματικότητα ώστε η ζωή να γίνεται πιο εύκολη.
Για την ερμηνεία του στην ταινία ο Antonio Banderas κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στο Φεστιβάλ Καννών
Σε μια σκηνή της ταινίας βλέπουμε ότι η μητέρα του Σαλβαδόρ (Penélope Cruz) τον παρακινεί να βοηθήσει ένα αναλφάβητο ζευγάρι γράφοντάς τους ένα γράμμα για κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. Αυτό είναι πραγματικό γεγονός καθώς η μητέρα του Almodóvar και ενώ ο ίδιος ήταν σε μικρή ηλικία είχε στήσει μία μικρή επιχείρηση για να βοηθήσει στα έξοδα της οικογένειας. Η επιχείρηση ήταν αυτό ακριβώς που βλέπουμε και στην ταινία, έγραφαν και έστελναν γράμματα στους μακρινούς συγγενείς των αναλφάβητων συγχωριανών τους. Ο 8χρονος Almodóvar έγραφε τα γράμματα και η μητέρα του διάβαζε τις απαντήσεις των συγγενών στους συχωριανούς. Ο Almodóvar έχει αποκαλύψει πως η μητέρα του δεν διάβαζε ακριβώς αυτά που έγραφαν τα γράμματα αλλά πρόσθετε πολλά από τη φαντασία της. Έτσι ισχυριζόταν, για παράδειγμα, πως κάποιος εγγονός σκεφτόταν τη γιαγιά του και ένιωθε νοσταλγία για την εποχή που εκείνη τον κούρευε στο κατώφλι μπροστά στο νιπτήρα, ενώ ο ίδιος δεν την ανέφερε καν στο γράμμα του. Όπως η μητέρα του Almodóvar δεν ήταν πιστή στο αρχικό κείμενο, έτσι και ο ίδιος δεν είναι πιστός στην πραγματική του ιστορία.
Ο παλιός καλός Almodóvar
Έχοντας αφήσει μια και καλή πίσω του το κιτς στοιχείο, τις αντεργκράουντ τάσεις του, τις ιστορίες αντικουλτούρας και όλα αυτά που τον έχρισαν το enfant terrible του ισπανικού κινηματογράφου, ο Almodóvar εγκαταλείπει ακόμα και τα comic relief (επιλογή ορατή και στις προηγούμενες ταινίες του) για να υιοθετήσει στην πιο ώριμη φάση του μια γλυκόπικρη και «ενιαία» δραματική προσέγγιση. Παρόλα αυτά δεν αφήνει εντελώς πίσω του τα στοιχεία που θεωρούνται χαρακτηριστικά των ταινιών του. Το χρώμα και η αδυναμία στο κόκκινο- κι ας τα σκοτεινιάζει συχνά στην ταινία με τους φωτισμούς-, η Μαδρίτη, η μουσική, η σχέση με τη μητέρα, η φτώχεια και η σημασία του παρελθόντος στην ιστορία των ηρώων.
Από την άλλη, δεν πρόκειται για την καλύτερη ταινία του. Το «Πόνος και Δόξα» έχω την αίσθηση πως είναι μια ταινία περισσότερο για το κοινό του Almodóvar. Τουλάχιστον αυτοί θα το απολαύσουν και θα την καταλάβουν περισσότερο. Οι υπόλοιποι μάλλον θα βαρεθούν.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ