Who is who: Ingmar Bergman
O Ingmar Βergman στην Στοκχόλμη, το 1957. Photo: ΕPA
«Το θέατρο είναι η πιστή γυναίκα, το σινεμά είναι η μεγάλη περιπέτεια, η πολυέξοδη ερωμένη», συνήθιζε να λέει ο Ingmar Βergman. Με αφορμή την επανακυκλοφορία του «Περσόνα» στα σινεμά, το click@Life σας παρουσιάζει ένα από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών.
Γιος πάστορα, ο γεννημένος στις 14 Ιουλίου του 1918, Ernst Ingmar Bergman, μεγάλωσε στην Στοκχόλμη, με την πειθαρχία και την αυστηρότητα που ανταποκρινόταν στον ηθικό κώδικα του πατέρα του, ο οποίος δε δίσταζε να επιβάλλει πολύ σκληρές τιμωρίες. Οι τραυματικές όμως παιδικές εμπειρίες, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σκηνοθετική πορεία του.
Σε ηλικία 5 ετών, αφότου παρακολούθησε την πρώτη του παράσταση, άρχισε να ερωτεύεται το θέατρο, και στα 9 του, είχε στήσει ένα δικό του μικρό θέατρο με κούκλες, «σκηνοθετώντας» παραστάσεις δίνοντάς τους φωνή. Η ερασιτεχνική ενασχόληση με το ανέβασμα παραστάσεων εξελίχθηκε το 1937, με την εισαγωγή του στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Αν και δεν αποφοίτησε, έγραψε αρκετά έργα και μία όπερα, και το 1942 του δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσει το δικό του σενάριο, με τίτλο «Caspar's Death».
Η πρώτη αξιοσημείωτη δουλειά για τον σκηνοθέτη ήταν το 1944, όπου έγραψε το σενάριο, και εκτέλεσε χρέη βοηθού σκηνοθέτη για το «Μανία» του Alf Sjöberg. Η επιτυχία του φιλμ, εξασφάλισε στον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, την ευκαιρία να ξεφύγει από τη σκιά του βοηθού, σκηνοθετώντας μόνος του μια ταινία, το «Kris», σε δικό του σενάριο, ένα χρόνο αργότερα.
Τα πρώτα φιλμ του Bergman ωστόσο, παρουσιάζουν, πλέον, μεγαλύτερο ιστορικό ενδιαφέρον, παρά καλλιτεχνικό. Τα θέματα που τον απασχολούσαν ήταν η νεολαία και το χάσμα γενεών στην σουηδική κοινωνία. Αίσθηση έκανε το 1949 με το «Fängelse (Prison)». Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες, σε αυτήν βλέπουμε την θεματολογία- σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, με αναφορές στο Θεό και το διάβολο, τη ζωή και το θάνατο και με φιλοσοφικά ερωτήματα που τον βασάνισαν σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Η επιτυχία αυτή προετοίμασε το έδαφος για τη διεθνή αναγνώρισή του, το 1955 με το «Χαμογέλα Καλοκαιρινής Νύχτας», που τον έφερε στο Φεστιβάλ των καννών με υποψηφιότητα για το Χρυσό Φοίνικα. «Η Έβδομη Σφραγίδα» και οι «Άγριες Φράουλες» που ακολούθησαν, εμπλούτισαν τη συλλογή του με βραβεία, από τις Κάννες και το Βερολίνο αντίστοιχα, εκτοξεύοντάς τον στο πάνθεον του ευρωπαϊκού σινεμά.
O Ingmar Βergman πίνει καφέ σε ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα της ταινίας «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» (1955). Photo: ΕPA
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του όπως «Η Έβδομη Σφραγίδα», οι «Άγριες φράουλες» και «Η τριλογία της Σιωπής», (που αρχικά δεν προοριζόταν να είναι «τρίπτυχο») και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, διερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει την αυτογνωσία.
«Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το μεγάλο θέμα του σινεμά. Τα πάντα βρίσκονται εκεί», είχε δηλώσει ο Bergman, μια ρήση που επιβεβαίωσε περίτρανα με την ταινία «Έρωτες δίχως Φραγμό-Persona» το 1966, με πρωταγωνίστρια την Liv Ullmann, η οποία λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την άλλη πρωταγωνίστρια, την Bibi Andersson, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιγράφει το φιλμ σαν «τα όρια που θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά του» και που «δεν θα μπορούσε ποτέ ο ίδιος να την ξεπεράσει με κάτι άλλο».
Κι αν το 1966 ήταν από τις καθοριστικότερες, καλλιτεχνικά και δημιουργικά, χρονιές του Bergman, τo 1976 ήταν αδιαμφισβήτητα η πιο τραυματική. Στις 30 Ιανουαρίου συνελήφθη για φορολογική απάτη. Μολονότι, μετά από ενδελεχή έρευνα, αθωώθηκε, ο σκηνοθέτης που υπέφερε από κατάθλιψη και είχε υποστεί νευρικό κλονισμό, όχι μόνο δεν ήθελε να επιστρέψει στη δημιουργία ταινιών, αλλά απομονώθηκε και αυτοεξορίστηκε στο Μόναχο.
Σκηνή από την ταινία «Έρωτες Χωρίς Φραγμό- Περσόνα» (1966)
Όταν συνήλθε από το σοκ, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, ταξίδεψε στο Hollywood, και ανακοίνωσε την επιθυμία του να δουλέψει στις ΗΠΑ, απόφαση που οδήγησε στην πρώτη του γερμανο- αμερικανική παραγωγή, «Το Αυγό του Φιδιού» (1977).
Την επόμενη χρονιά επιστρέφοντας κατά κάποιο τρόπο στις «ρίζες» του, σκηνοθετεί την Σουηδέζα Ingrid Bergman, στο «Φθινοπωρινή Σονάτα», μία αγγλο- νορβηγική συμπαραγωγή. Η συνονόματη ηθοποιός άμβλυνε αισθητά τη σχέση του με την πατρίδα Σουηδία, με αποτέλεσμα, να επιστρέψει σε αυτήν τον Ιούλιο για τα 60ά γενέθλιά του. Το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τίμησε τη επιστροφή του σπουδαίου δημιουργού, δίνοντας το όνομά του στο ετήσιο βραβείο σκηνοθεσίας που απέδιδε.
Το 1982 επέστρεψε δυναμικά, με το αρχικώς τηλεοπτικό, «Φάνι και Αλέξανδρος», που βραβεύτηκε με 4 Oscar, μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας. Αν κι ο ίδιος δήλωνε ότι επρόκειτο για το τελευταίο του φιλμ, προτού επικεντρωθεί στο θέατρο, έγραψε αρκετά σενάρια για το σινεμά και σκηνοθέτησε για την τηλεόραση- έργα τα οποία όπως ακριβώς και το «Φάνι και Αλέξανδρος» προβλήθηκαν στους κινηματογράφους. Το πιο γνωστό είναι το «Saraband» με την Liv Ullmann, σίκουελ του «Σκηνές από έναν Γάμο», που σκηνοθετήθηκε από τον 84χρονο Bergman.
Παρά τη μακροσκελή, κινηματογραφική, τηλεοπτική και θεατρική, φιλμογραφία του που εξακολουθούσε να εμπλουτίζει μέχρι αρκετά προχωρημένη ηλικία, ο Bergman είχε αρκετά σχέδια ακόμα στο μυαλό του. Μετά το θάνατό του, το 2007, το τεράστιο αρχείο του με σημειώσεις, ολοκληρωμένα και ημιτελή σενάρια, παραχωρήθηκε στο Σουηδικό Κέντρο Κινηματογράφου. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Marcus Lindeen, παίρνοντας δείγματα και ιδέες από όλα τα παραπάνω, ανέβασε την θεατρική παράσταση με τίτλο «Το αρχείο των απραγματοποίητων ονείρων και οραμάτων», που έκανε πρεμιέρα στις 28 Μαΐου του 2012.
Η επιρροή του Ingmar Bergman
Σπουδαίος καθώς ήταν, ο Bergman επηρέασε πολλούς σύγχρονους σκηνοθέτες. Ο Woody Allen τον θεωρεί ως τον «μεγαλύτερο κινηματογραφικό καλλιτέχνη όλων των εποχών», ενώ ο Francis Ford Coppola, που μαζί με τον Spielberg ανήκαν στους αγαπημένους «καινούριους» του Bergman, τον θαυμάζει καθώς «ενσωματώνει πάθος, συναίσθημα και ζεστασιά» στα φιλμ του. Αμοιβαία εκτίμηση συναντάμε και με τον Martin Scorsese, σύμφωνα με τον οποίο αν ζούσες στα 50’s και στα 60’s και σε ενδιέφερε να κάνεις σινεμά, δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε επηρεάσει ο Bergman. Θαυμαστής του Σουηδού είναι κι ο Πολωνός Kieślowski που έχει δηλώσει ότι: «είναι από τους λίγους σκηνοθέτες, ίσως κι ο μοναδικός, που έχει πει τόσα για την ανθρώπινη φύση, όσα έχουν γράψει ο Dostoyevsky ή ο Camus». Ο Stanley Kubrick, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Πιστεύω ότι οι Bergman, Vittorio De Sica και Federico Fellini, είναι οι μόνοι τρεις σκηνοθέτες που δεν υπήρξαν καλλιτεχνικοί οπορτουνιστές. Δεν κάθονταν περιμένοντας μια καλή ιστορία για να την σκηνοθετήσουν, αλλά φτιάχνουν μόνοι τους ταινίες μέσα από τις οποίες εκφράζουν την προσωπική τους οπτική κι άποψη για τη ζωή».
Ενδεικτική φιλμογραφία: «Kris» (1946), «Poison» (1949), «To Joy» (1950), «Έρωτες Εφήβων» (1951), «Πώς Απατήσαμε τους Άντρες μας» (1952), «Dreams» (1955), «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» (1955), «Η Έβδομη σφραγίδα» (1957), «Άγριες Φράουλες» (1957), «Ο Άνθρωπος με τα δύο Πρόσωπα» (1958), «το Μάτι του Διαβόλου» (1960), «Μέσα απ’ τον Σπασμένο Καθρέφτη» (1961), «Η Σιωπή» (1963), «Έρωτες Χωρίς Φραγμό- Περσόνα» (1966), «Η Ώρα του Λύκου» (1968), «Η Ντροπή» (1968), «Το Πάθος» (1969), «Κραυγές και Ψίθυροι» (1972), «Σκηνές από ένα Γάμο» (1973), «Πρόσωπο με Πρόσωπο» (1976), «Το Αυγό του Φιδιού» (1977), «Φθινοπωρινή Σονάτα» (1978), «Φάνι και Αλέξανδρος» (1982), «Μετά την Πρόβα» (1984), «A Little Night Music» (1990), «Οι Καλύτερες προθέσεις» (1992), «Private Conversations» (1996), «In the Presence of a Clown» (1997), «Απιστία» (2000), «Saraband» (2003).
NANTIA KAΚΛΗ