Who is who: Geoffrey Rush
Αυτή την εβδομάδα τον είδαμε να ενσαρκώνει άλλον έναν εκκεντρικό χαρακτήρα στο ψυχολογικό θρίλερ του Τορνατόρε «Το τέλειο χτύπημα».
Στον Geoffrey Rush, τον διάσημο Αυστραλό ηθοποιό και κάτοχο των τριών σημαντικότερων βραβείων για την υποκριτική τέχνη (Όσκαρ, Emmy και Τοny), η διεθνής καριέρα ήρθε λίγο μετά την κρίση μέσης ηλικίας…
O Geoffrey Rush γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου του 1951, στη Τουγούμπα του Κουίνσλαντ. Η μητέρα του, η Merly ήταν βοηθός πωλήσεων σε πολυκατάστημα και ο πατέρας του, ο Ροy Rush εργαζόταν ως λογιστής στη Βασιλική Αεροπορία της Αυστραλίας. Oι γονείς του πήραν διαζύγιο και ο Geoffrey έμεινε μαζί με τη μητέρα του. Στην εφηβεία του φοίτησε στο Everton Park High School, ενώ το ντεμπούτο του στη θεατρική σκηνή ήρθε σε ηλικία 20 ετών, όταν ο ηθοποιός έπαιξε στο έργο «Wrong side of the moon» της Θεατρικής Εταιρείας του Κουίσλαντ.
Φοίτησε και στο Πανεπιστήμιο του Koυίνσλαντ αποκτώντας πτυχίο στην Αγγλική Λογοτεχνία. Σε συνεντεύξεις του ο Rush θυμόταν με χιούμορ ότι εκείνη την περίοδο «αν μελετούσες τέχνη στην Αυστραλία σε θεωρούσαν λιγάκι θηλυπρεπή. Έπρεπε να συμμετέχεις σε αθλητικές δραστηριότητες και οφείλω να παραδεχτώ πως είμαι προδότης της πατρίδας μου, επειδή δεν έχει γυμναστεί το παραμικρό κόκκαλο του κορμιού μου».
Ο Geoffrey Rush κυνήγησε με πάθος μια θεατρική καριέρα και έμεινε στο Παρίσι από το 1975-1977, προκειμένου να φοιτήσει στη σχολή «Μιμικής, κίνησης και θεάτρου» του Jacques Lecoq. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στην παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» που ανέβαινε στο Σίδνεϊ. Μαζί του στη σκηνή ήταν ο άσημος τότε Mel Gibson, με τον οποίο μάλιστα είχε και την εμπειρία της συγκατοίκησης για λίγους μήνες(είναι γνωστό ότι η υποκριτική τέχνη σε υποχρεώνει να…μοιράζεσαι τα έξοδα). Στο θέατρο, ο Geoffrey Rush σφυρηλατήθηκε στο κλασικό ρεπερτόριο, με έργα των Σαίξπηρ, Ουάιλντ, Μπέκετ κ.α. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να εμφανιστεί επιτέλους το 2007 σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Μπρόντγουεϊ, στο «Ο βασιλιάς πεθαίνει» του Ιονέσκο, στο πλευρό της Σούζαν Σάραντον, κατακτώντας το θεατρικό βραβείο Tony.
Η ψυχολογική κατάρρευση
Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ήρθε στο «Hoodwink» (1981) ενώ ο πρώτος μεγάλος ρόλος του στη μεγάλη οθόνη ήταν αυτός του Sir Andrew Aguecheek σε μια κινηματογραφική μεταφορά της «Δωδέκατης νύχτας» (1987).
Το 1992 ο Geoffrey Rush κατέρρευσε ψυχολογικά, εξαιτίας της υπερκόπωσης αλλά και του ενδόμυχου φόβου ότι η καριέρα του στο θέατρο είχε πέσε σε τέλμα. «Είχα χτυπήσει ένα τοίχο ως προς την επιτυχία που θα μπορούσα να έχω. Ήμουν επαγγελματίας ηθοποιός, προσπαθούσα να διερευνήσω το ρεπερτόριο, όμως εκείνη την περίοδο έγινα σαράντα, παντρεύτηκα και απέκτησα το πρώτο μου παιδί. Οπότε άρχισα να έχω κάποιες τρελές κρίσεις πανικού. Ο όρος "ο τρόμος της σκηνής", δεν το περιγράφει ακριβώς, επειδή ο φόβος με επισκεπτόταν και όταν ήμουν μακριά από το θέατρο…».
Έχει κατακτήσει το τριπλό στέμμα της υτοκριτικής τέχνης, δηλαδή τα βραβεία Όσκαρ, Emmy και Τοny.
Σταδιακά όμως είχε αρχίσει να προσελκύει την προσοχή με χαρακτηριστικές εμφανίσεις σε ταινίες, όπως η αιχμηρή πολιτική σάτιρα «The children of revolution» (1996). Την ίδια χρονιά, έρχεται ο ρόλος-εισιτήριο για το Χόλιγουντ, «Ο σολίστας» («Shine»). Για την ερμηνεία του ο Rush κερδίζει το Όσκαρ Πρώτου Ανδρικού Ρόλου, τη Χρυσή Σφαίρα, το Bafta και το κορυφαίο βραβείο του Κινηματογραφικού Ινστιτούτου της Αυστραλίας. Σε δηλώσεις του ο ηθοποιός έχει παραδεχτεί πως τον είχε ανακουφίσει πραγματικά το γεγονός, ότι εξαιτίας των προβλημάτων χρηματοδότησης, η ταινία καθυστέρησε να ξεκινήσει για τρία περίπου χρόνια. «Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να σταματήσω να περιφέρομαι στην Αυστραλία, παρουσιάζοντας οκτώ θεατρικά έργα το χρόνο για να κρατήσω την καριέρα μου στην επιφάνεια. Επίσης μου έδωσε την ευκαιρία να αλλάξω την ερμηνεία μου και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόμουν. Ουσιαστικά δεν ήμουν εξοικειωμένος με την κάμερα και ήξερα ότι υπήρχαν πολλά για να διερευνήσω. Ήταν σαν να είχα βρεθεί σε ένα νέο πάρκο. Ήξερα ότι δεν είχα τίποτα να χάσω».
Το μυστικό της επιτυχίας του
Η διεθνής καριέρα ήρθε μετά την κρίση μέσης ηλικίας.
Χωρίς να είναι όμορφος με την κλασική έννοια, όπως άλλοι νεότεροι συνάδελφοί του, ο Geoffrey Rush κατόρθωσε να επιβληθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία, επιλέγοντας δεύτερους ρόλους, με ιδιαίτερο στίγμα. Έπαιξε για παράδειγμα, τον δούκα Walsingham, τον σύμβουλο της βασίλισσας Ελισάβετ, στο ιστορικό δράμα «Elizabeth» (1998), στο πλευρό της Cate Blanchett και τιμήθηκε με το Bafta Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου. Στη ρομαντική κομεντί «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» εμφανίζεται στο ρόλο του Philip Henslow, ιδιοκτήτη του θεάτρου Rose και προσθέτει στο ενεργητικό του μια οσκαρική υποψηφιότητα δεύτερου ανδρικού ρόλου.
Ως πρωταγωνιστής, μας παρουσίασε με απρόβλεπτες φωτοσκιάσεις σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες, όπως τον μαρκήσιο Ντε Σαντ «Quills» (2000) και για τη συγκεκριμένη, εξαίρετη ερμηνεία του απέσπασε μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Στο ρόλο του Τρότσκι, εμφανίστηκε στο βραβευμένο με Όσκαρ βιογραφικό δράμα «Frida» να έχει ένα σύντομο ειδύλλιο με τη ζωγράφο Φρίντα Κάλο (Salma Hayek). Σταθμός στην καριέρα του είναι και το βιογραφικό δράμα «The life and death of Peter Sellers» (2004) για τον σπουδαίο κωμικό που λατρέψαμε ως επιθεωρητή Κλουζό. Ο Rush τιμήθηκε με το Emmy Καλύτερου Ηθοποιού σε μίνι σειρά ή Ταινίας και με το Screen Actors Guild Award Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε μίνι σειρά ή Τηλεταινία. Παρά τη στόφα του βετεράνου ηθοποιού που έχει δοκιμαστεί σε δύσκολους ρόλους, συμμετείχε και σε μερικές από τις πιο εμπορικές παραγωγές του Χόλιγουντ: για παράδειγμα, ως πειρατής Μπαρμπαρόσα σκόρπισε το γέλιο στη σειρά ταινιών «Οι πειρατές της Καραϊβικής», στο πλευρό του αιρετικού Τζακ Σπάροου-Johny Depp, ενώ έχει δανείσει τη φωνή του και στη δημοφιλή ταινία κινουμένων σχεδίων «Finding Nemo» (2003). Τον είδαμε και στο «Μόναχο» του Steven Spielberg αλλά η ταινία που τον επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο ήταν το πολυβραβευμένο ιστορικό δράμα «Ο λόγος του βασιλιά», στο οποίο ο Rush, «χτύπησε» άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, ενσαρκώνοντας τον Λάιονελ Λονγκ, τον λογοθεραπευτή του τραυλού «βασιλιά» Colin Firth.
Φέτος, μπορούμε να απολαύσουμε τον Geoffrey Rush σε έναν –από τους λίγους-πρωταγωνιστικούς ρόλους της καριέρας του, στο ψυχολογικό θρίλερ του ιταλού μετρ Τζιουζέπε Τορνατόρε «Το τέλειο χτύπημα». Υποδύεται τον Βέρτζιλ, έναν κορυφαίο, μονόχνοτο δημοπράτη έργων τέχνης ο οποίος δέχεται απροσδόκητα τα βέλη του έρωτα. Με φόντο τα παρασκήνια και τις ίντριγκες στην αγορά έργων τέχνης, ο Rush κατορθώνει να αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές για τη νέα ερμηνεία του. Ποιος είπε, ότι δεν υπάρχει χώρος για τους μεγαλύτερους σε ηλικία σταρ;
Έλαβε διθυραμβικές κριτικές για την ερμηνεία του στο ψυχολογικό θρίλερ του Τορνατόρε «Το τέλειο χτύπημα».
Ενδεικτική φιλμογραφία: «Το τέλειο χτύπημα» (2013), «Τhe eye of the storm» (2011), «Green Lantern» (φωνή, 2011). «Oι Πειρατές της Καραϊβικής σε άγνωστα νερά» (2011), «The warior’s way» (2010). «Legend of the guardian the owls of Ga’ Hoole» (φωνή, 2010). «Ο λόγος του βασιλιά» (2010), «Bran Nue Dae» (2009). «Ελίζαμπεθ: η χρυσή εποχή» (2007). «Οι πειρατές της Καραϊβικής στο τέλος του κόσμου» (2007). «Οι πειρατές της Καραϊβικής: το σεντούκι του νεκρού» (2006), «Candy» (2006), «Τhe life and death of Peter Sellers” (2004), «Ιntolerable cruelty» (2003). «Οι πειρατές της Καραϊβικής: η κατάρα του μαύρου μαργαριταριού» (2003). «Ψάχοντας τον Νέμο» (φωνή, 2003). «Νed Kelly” (2003), «Swimming upstream» (2003), «The banger sisters» (2002), «Frida» (2002), «Lantana» (2001), «The tailor of Panama» (2001). «The magic pudding» ( φωνή, 2000). «Quills-η πένα της αμαρτίας» (2000). «Ηouse on haunted Hill» (1999). «Mystery men» (1999). «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» (1998), «Elizabeth» (1998). «Les miserables» (1998). «A little bit of soul» (1998). «Οscar and Lucinda» (1997). «Children of the revolution» (1996). «Shine» (Ο «Σολίστας») (1996). «Dad and dave: οn our selection» (1995). «Τwelfth night» (1987). «Ηοοdwink» (1981).
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ