To click@Life στην έναρξη του Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας
Σκηνή από την ταινία έναρξης του φεστιβάλ «Frances Ha»
Το 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας άνοιξε χθες τις πόρτες του στο κοινό με την προβολή μιας ταινίας του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, το «Frances Ha» του Νόε Μπάουμπαχ.
Το Φεστιβάλ θα διαρκέσει μέχρι και τις 29 Σεπτεμβρίου, στα πλαίσια του οποίου θα φιλοξενηθεί μια πρωτοφανή πληθώρα ταινιών: 206 ταινίες από όλο τον κόσμο εκ των οποίων οι 93 είναι ελληνικές.
Στο κομψό και αρχοντικό κινηματοθέατρο «Παλλάς», πλήθος κόσμου συνέρευσε για να παρακολουθήσει την τελετή έναρξης αυτής της φετινής Γιορτής του Σινεμά η οποία ξεκίνησε με έναν αέρα αισιόδοξο, χαλαρό και εορταστικό. Ο εορταστικός χαρακτήρας, ευρισκόμενος εξάλλου μέσα στην κυριολεξία της λέξεως «φεστιβάλ» (η οποία προέρχεται από τη λατινική «festa dies» δηλ. ημέρα γιορτής) ήταν αποτυπωμένος στα πρόσωπα όσων παρευρέθησαν.
Οι προσκεκλημένοι εισέρχονταν στην αίθουσα με την ανυπομονησία και τη χαρά που συνοδεύει συνήθως τους συμμετέχοντες σε μια μεγάλη γιορτή. Μέσα στο κοινό συμπεριλαμβάνονταν αρκετοί από τον καλλιτεχνικό χώρο, όπως η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ο Ορφέας Αυγουστίδης, η Θέμις Μπαζάκα, ο Στέλιος Μάινας, ο Χρήστος Στέργιογλου, ο Όμηρος Πουλάκης, η Μαρία Γεωργιάδου. Επίσης, έδωσαν το «παρών» ο δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης αλλά και η υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη.
Η σημασία της μνήμης
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης ξεκίνησε την τελετή, αναφερόμενος αρχικά στους συντελεστές της υλοποίησης του φετινού καλλιτεχνικού γεγονότος «Νύχτες Πρεμιέρας» το οποίο εντάσσεται στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αττική» του ΕΣΠΑ και αναμένεται να χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη σημασία της μνήμης ως βασικό παράγοντα εξέλιξης της σκέψης και του πολιτισμού.
«Memini ergo sum»
Ο στίχος του Σεφέρη «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» (Ημερολόγια Καταστρώματος) συνδέθηκε με το μότο του φετινού Φεστιβάλ «Memini ergo sum» το οποίο βρίσκεται τυπωμένο με λεπτά γράμματα στο πλάι της φωταγωγημένης Καρυάτιδας που στολίζει το εξώφυλλο του Προγράμματος των ταινιών που θα προβληθούν. Ο κύριος Ανδρεαδάκης τόνισε ότι το «Memini ergo sum» παραπέμπει στη γνωστή φράση του Ντεκάρτ «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», φράση πάνω στην οποία θεμελιώθηκε όλη η δυτική σκέψη το 1637, (καθώς η μνήμη και η σκέψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες).
«Για εμάς αυτή η φράση είναι μια αόρατη γραμμή που διατρέχει όλα τα τμήματα του φεστιβάλ και φωτίζει ταινίες που μας θυμίζουν ότι οφείλουμε να θυμόμαστε. Να θυμόμαστε τι έγινε στη Γερμανία του '30, αλλά και στην Παλαιστίνη του '80 και του '90, τι έγινε στην Κορέα του '40, αλλά και στην Αμερική του '50, τι έγινε στην πολιτισμένη υποκριτική Ολλανδία του '60, αλλά και στη βάρβαρη Ιταλία του Μουσολίνι, τι έγινε στην Ελλάδα χθες το βράδυ, τι γίνεται παντού στον κόσμο όταν ξεχνάμε. Ειδικά σήμερα που η μνήμη παραχαράσσεται ως άχρηστη, επικίνδυνη, αμφιλεγόμενη, εμείς δεν έχουμε παρά να την υπερασπιστούμε έστω και μέσα από τις ταινίες», ανέφερε ο κύριος Ανδρεαδάκης. Έπειτα, έγινε μια αναφορά στο Athens Open Air Festival, τo «ξαδελφάκι» του Διεθνούς Φεστιβάλ της Αθήνας και στην ανταπόκριση που είχε από τον κόσμο.
Ταινία έναρξης: «Frances Ha» με αναφορές στο σινεμά του Γούντι Άλεν
Αφού προβλήθηκε ένα σύντομο βίντεο με εικόνες μερικών ταινιών που συμπεριλαμβάνονται στο Πρόγραμμα, ξεκίνησε η προβολή της κομεντί «Frances Ha» του Νόε Μπάουμπαχ, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μια «κινηματογραφική ωδή στο γουντιαλενικό Μανχάταν».
Και πράγματι, σε αυτήν την ταινία οι αναφορές στο σινεμά του Γούντι Άλεν γίνονται αισθητές από την πρώτη στιγμή. Ο Νόε Μπαόυμπαχ δείχνει να αποτελεί έναν άξιο κληρονόμο του σινεμά του μεγάλου αμερικανού σκηνοθέτη, τόσο στη θεματική όσο και στην αισθητική απόδοση του κινηματογραφικού του εγχειρήματος. Οι χαρακτήρες του βρίσκονται σε καταστάσεις ανισορροπίας, σε ένα μεταβατικό στάδιο, γεμάτοι όνειρα, καλλιτεχνικές φιλοδοξίες ή πνευματικές ανησυχίες και επιδίδονται σε αναλύσεις των σχέσεων και του κόσμου με ένα χιούμορ και μια ενέργεια αστεία και μελαγχολική («Greenberg», «The Squid and the Whale»).
Στην ταινία του «Frances Ha», η Frances (Greta Gerwing) είναι μια νέα είκοσι επτά ετών που έχει περάσει από καιρό την εφηβεία, δεν είναι φοιτήτρια και δεν έχει βρει ακόμη μία δουλειά. Ο θεατής παρακολουθεί τη διαδρομή της ηρωίδας μέσα στην προσπάθειά της να ενταχθεί στην κοινωνία, να αποκτήσει ένα ρόλο που θα σφραγίσει την ενηλικίωσή της.
Η Frances περιπλανιέται εδώ και εκεί, περνά διάφορες δοκιμασίες στη σχέση της με τους φίλους της, αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και δεν μένει με τους γονείς της. Έχει, ωστόσο, δύο ιδανικά, δύο όνειρα να εκπληρώσει: να γίνει χορογράφος –καθώς είναι μαθητευόμενη σε ένα ατελιέ σύγχρονου χορού- και να διατηρήσει τη στενή, πολύ δεμένη σχέση που έχει με τη φίλη της Sophie (Mickey Summer). Η Frances έρχεται αντιμέτωπη με ποικίλα αδιέξοδα, καθώς τα πράγματα δεν έρχονται σχεδόν ποτέ όπως τα περιμένει. Ωστόσο, τα αντιμετωπίζει με μια αισιοδοξία και μια ελαφράδα που μαγεύει.
Frances : μια γοητευτική αντι-ηρωίδα
Είναι μια αντι-ηρωίδα που μας παρασύρει σε έναν καταπληκτικό κόσμο αέρινο, χαρούμενο και μελαγχολικό, στο σύμπαν της που είναι γεμάτο αέρινες κινήσεις, όπως και ο χορός της, και που καταφέρνει τελικά «να σταθεί στα πόδια της» παρά τις αντιξοότητες. Ένα μήνυμα για τη νέα γενιά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη σύγχρονη εποχή της κρίσης; Η επιλογή της ως ταινία έναρξης του Φεστιβάλ θα λέγαμε ότι δεν είναι τυχαία.
Ο Νόε Μπαόυμπαχ με το «Frances Ha» δίνει μια κινηματογραφική εκδοχή των αδιεξόδων της σύγχρονης νέας γενιάς της Νέας-Υόρκης και όλων των νέων κατ’ επέκταση, που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, στο «ανολοκλήρωτο» και προσπαθούν να αυτό-προσδιοριστούν. Όλο το φιλμικό κείμενο διαπνέεται από την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Τόσο στις ενέργειες, όσο και στις σκέψεις ή τα συναισθήματα. Αυτή η έννοια του «μη ολοκληρωμένου» βρίσκει τη μεταφορική της έκφραση στο όνομα της που γράφει σε ένα χαρτάκι στο τέλος της ταινίας η ηρωίδα: «Frances Ha» έχοντας γράψει μόνο τα δύο πρώτα γράμματα του επιθέτου της.
Εκτός από τις γουντιαλενικές αναφορές («Manhatan»), η ταινία αποτίει φόρο τιμής στη γαλλική nouvelle vague (κάποια στιγμή αναφέρεται το όνομα του Ζαν Πιερ Λεό) και το σινεμά του Godard, με συνεχείς διαλόγους μεταξύ νέων που, με έναν αέρα αυθόρμητο και ανεπιτήδευτο, αποκαλύπτουν διάφορους προβληματισμούς για τις σχέσεις και τη ζωή. Χαρακτηριστική είναι και η ασπρόμαυρη εικόνα που συνηγορεί για όλα τα παραπάνω.
Θα λέγαμε ότι η ταινία εντάσσεται στο κίνημα «Mumblecore», το πρώτο σπουδαίο αμερικανικό κινηματογραφικό κίνημα του 21ου αιώνα. Τα θέματά του είναι οι νέοι μεταξύ των 20 και 30, οι διάλογοι βασίζονται συχνά στον αυτοσχεδιασμό και αναφέρονται σε ζητήματα σχέσεων. Η ηθοποιός Greta Gerwing έχει συμμετάσχει σε μερικές από αυτές.
Η ηθοποιός διαθέτει το παρουσιαστικό της καθημερινής ανεπιτήδευτης νέας που μπορούμε να συναντήσουμε στο δρόμο ανά πάσα στιγμή και ερμηνεύει με αξιοπρόσεχτη φυσικότητα το ρόλο της. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή κατά την οποία τρέχει στους δρόμους της Νέας Υόρκης κάτω από τους ήχους του «Modern Love» του David Bowie, τιμώντας και θυμίζοντάς μας το «Mauvais Sang» (1986) του Leos Carax, όπου ο Denis Lavant διασχίζει τους δρόμους του Παρισιού με την ίδια μουσική υπόκρουση.
Το «Frances Ha» αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία. Κατά την προβολή του φιλμ, το κοινό διασκέδασε και ψυχαγωγήθηκε, εκφράζοντας την επιδοκιμασία του με γέλια και άλλες εκφράσεις που αποκάλυπταν ότι συμμερίζεται τις αγωνίες της Frances Ha.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ