Κριτική ταινίας:«H ζωή της Αντέλ»
H Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για το τολμηρό, ερωτικό δράμα «H ζωή της Αντέλ» που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.
Η Ζωή της Αντέλ (Κεφάλαια 1 και 2)» του γαλλο-τυνήσιου Αμπντελατίφ Κεσίς («Κους Κους Με Φρέσκο Ψάρι») είναι βασισμένη στο κόμικ «Le Bleu est une couleur chaude» της Julie Maroh και περιγράφει τη θυελλώδη ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μιας έφηβης, της Αντέλ, (Αντέλ Εξαρχόπουλος) και μιας φοιτήτριας της Σχολής Καλών Τεχνών, της Έμμα (Λέα Σεϊντού). Με ρεαλιστική ματιά, απογυμνωμένη από κάθε μορφή στράτευσης υπέρ ή κατά της ομοφυλοφιλίας, ο σκηνοθέτης καταθέτει ένα οπτικό δοκίμιο πάνω στην ερωτική επιθυμία, το πάθος και τη σεξουαλική ηδονή.
Στην αρχή της ταινίας παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή της νεαρής Αντέλ. Ο φακός του Κεσίς την ακολουθεί παντού, στο σπίτι, στο σχολείο, στις διαδρομές που κάνει, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο με πνευματικές ανησυχίες που ψάχνει ταυτόχρονα να καθορίσει τη σεξουαλική του ταυτότητα. Η Αντέλ βρίσκεται στην εφηβεία και δοκιμάζει τις σχέσεις της και με τα δύο φύλα. Μια περιπέτεια που θα ζήσει με ένα αγόρι δεν θα της προσφέρει αυτό που πραγματικά επιθυμεί. Μέχρι που θα συναντήσει τυχαία στο δρόμο ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά, την Έμμα και θα την ερωτευτεί κεραυνοβόλα.
Η ταινία παίρνει το χρόνο της να ξεδιπλώσει όλη την εξέλιξη της ερωτικής τους ιστορίας˙ από το πρώτο σκίρτημα και τη γέννησή της μέχρι την τελική της διάλυση.
Παρόλο που διαρκεί τρεις ώρες, ο χρόνος κυλά ευχάριστα εγείροντας το ενδιαφέρον του θεατή. Κεντρικό σημείο ανάπτυξης και διερεύνησης του κινηματογραφικού εγχειρήματος είναι ο έρωτας και το έντονο πάθος μεταξύ δύο προσώπων και όχι η ομοφυλοφιλία.
Η κάμερα προσκολλάται καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του φιλμ στο πρόσωπο της Αντέλ, κινηματογραφώντας ακόμη και τις ώρες του ύπνου της. Με συχνά πολύ κοντινά πλάνα, ο σκηνοθέτης αποδίδει την ένταση των συναισθημάτων των δύο ηρωίδων του, την έλξη που νιώθουν ή και τις αμφιβολίες.
Χαρακτηριστική είναι μία σκηνή όπου η Αντέλ νιώθει παραμελημένη από τη φίλη της Έμμα, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής σε ένα σπίτι. Στη γιορτή προβάλλονται ασπρόμαυρες εικόνες από ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Η αμφιβολία που πηγάζει από τα μάτια της Αντέλ εκφράζεται ακόμη πιο έντονα με ένα εύστοχο cut που γίνεται. Στο αμέσως επόμενο πλάνο βλέπουμε μια παρόμοια αμφιβολία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της ηρωίδας του βωβού φιλμ.
Η τεχνική του εγκιβωτισμού χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλες περιπτώσεις, εμπλουτίζοντας αισθητικά το φιλμικό κείμενο. Οι πλούσιες ζωγραφιές της Έμμα με τη μορφή της Αντέλ ή και τα γλυπτά των γυμνών γυναικών δίπλα από τα οποία περνούν οι δύο φίλες μαρτυρούν την ηθελημένη συνύπαρξη της ζωγραφικής και της γλυπτικής στην έκφραση αυτού που βιώνουν τα δύο κεντρικά πρόσωπα. Οι αναφορές στη λογοτεχνία δεν λείπουν, επίσης, με αποσπάσματα από το βιβλίο του Μαριβώ «Η Ζωή της Μαριάν», όπου αναπτύσσεται μια προβληματική πάνω στην ερωτική έλξη και τις σχέσεις.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του σκηνοθέτη είναι η απαίτησή του να επιτύχει τη μέγιστη φυσικότητα τόσο στην ερμηνεία των ηθοποιών όσο και στην εξωτερική τους εμφάνιση. Οι σκηνές του σεξ έχουν αποδοθεί με πολλή μεγάλη πειστικότητα παρασύροντας το θεατή σε ένα όμορφο θέαμα που υμνεί τον έρωτα μεταξύ των ανθρώπων γενικά, ανεξάρτητα αν αυτός είναι ομοφυλοφιλικός ή ετεροφυλικός. Τα πρόσωπα της Έμμα και της Αντέλ παραδίδονται στα φώτα της κάμερας χωρίς ίχνος μακιγιάζ.
Οι κοινωνικές διαφορές, τέλος, εκτίθενται με έμμεσο τρόπο μέσα από τα δείπνα που παρατίθενται από τις οικογένειες των δύο ερωτευμένων (στρείδια-απλά μακαρόνια) ή και γενικότερα από το τρόπο της ζωής και της βιοθεωρίας τους. Ο έρωτας κάποια στιγμή θα οδηγήσει σε μεγάλη μοναξιά, καταδεικνύοντας την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων ή και τους συμβιβασμούς που κάνουν είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς αυτή. «Η Ζωή της Αντέλ» εντυπωσίασε και έλαβε το Χρυσό Φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών.
Παίζουν: Adèle Exarchopoulos, Léa Seydoux, Salim Kechiouche, Mona Walravens, Jérémie Laheurte. Η ταινία προβάλλεται από τη StraDa Films.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ