Κριτική ταινίας:«Όλα χάθηκαν»

kritiki-tainiasola-xathikan

ΠΕΜΠΤΗ, 07 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την περιπέτεια «Όλα χάθηκαν», του Τζέι Σι Τσάντορ που φέρνει αντιμέτωπο τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, με τον αγριεμένο ωκεανό. Η ταινία προβάλλεται από την Audiovisual.

«Όλα χάθηκαν» («Αll is lost»)

Μετά το «Kon Tiki», άλλο ένα ταξίδι στη μέση του ωκεανού μπαίνει σε εικόνες και έρχεται να μας παρασύρει σε μια περιπέτεια πάλης του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης. Μόνο που αυτή τη φορά η κινηματογραφική αναπαράσταση ενός ριψοκίνδυνου θαλάσσιου ταξιδιού είναι πολύ πιο πειστική, ρεαλιστική και συγκλονιστική.

Ο Τζέι Σι Τσάντορ στη δεύτερη ταινία του «Όλα Χάθηκαν» μας διηγείται μια ιστορία καθηλωτική, συγκινητική και γεμάτη σασπένς όπου το ένστικτο της επιβίωσης «βγαίνει στον αφρό» και κατευθύνει την αφήγηση.

Πρόκειται για ένα μοναχικό ταξίδι, με ένα και μόνο πρόσωπο μεγάλης ηλικίας και καλής φόρμας που βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπο με απάνθρωπους εχθρούς. Απάνθρωποι γιατί αυτοί είναι σκληροί, ανελέητοι και δεν είναι άνθρωποι. Είναι απρόσμενα τυχαία γεγονότα, θύελλες, καταιγίδες και η άγρια πανίδα της θάλασσας που περιζώνουν απειλητικά έναν έμπειρο ιστιοπλόο χαμένο στα ανοιχτά του Ινδικού Ωκεανού...

Ο βραβευμένος με δύο Όσκαρ Ρόμπερτ Ρέντφορντ επιστρατεύεται για να αναλάβει ένα ρόλο «one man show» στον οποίο επιδίδεται αριστοτεχνικά και καταπλήσσει (παρά το γήρας του) με την ακρίβεια και τη φυσικότητα της ερμηνείας του. Κατά τη διάρκεια της ταινίας προφέρει ελάχιστες λέξεις μόνο, σημαίνοντας τα υπόλοιπα με τη δύναμη της ερμηνείας του.

Ο δημιουργός του «Όλα Χάθηκαν» πήρε το ρίσκο να σκηνοθετήσει μια ταινία σχεδόν βωβή, δίνοντας την προτεραιότητα στη δύναμη της εικόνας, η οποία αναλαμβάνει να μεταδώσει όλη την ένταση των στιγμών και να αποδώσει τη δραματουργία της αφήγησης.

Ο θεατής παρακολουθεί κάθε κίνηση του θαλασσοπόρου στον οποίο εστιάζει η κάμερα αναδεικνύοντας τη μαχητικότητα και την επιμονή του καθώς «τα βάζει» με τα στοιχειά της φύσης. Ψύχραιμος, αρχικά, επιδιορθώνει τις ζημιές που έχουν προκληθεί από τη σύγκρουση του πλεούμενού του με ένα κοντέινερ πλοίου. Χαρακτηριστικό είναι, στην αρχή της ταινίας, το αργό travelling πάνω στη μεταλλική επιφάνεια του κοντέινερ, με τα λόγια του ήρωα να προφέρονται σε voix-off διαχέοντας ένα μυστήριο και προαναγγέλλοντας «κακούς οιωνούς».

Η πολυαγαπημένη στο κοινό «Οδύσσεια του Πι» έρχεται στο μυαλό του θεατή που αγαπά τις περιπέτειες και τις ταινίες δράσης. Ωστόσο, εδώ δεν έχουμε κανένα συμβολισμό μέσα από συνομιλίες με φανταστικά ζώα, κανένα flash-back στην παρελθούσα ζωή του ναυαγού ούτε την παραμικρή εξήγηση για τους λόγους που πήρε το ρίσκο να βρεθεί ολομόναχος «στο στόμα του λύκου». Αντιθέτως, με έναν ψυχρό και έντονα ρεαλιστικό τρόπο καταγράφονται οι ενέργειες ενός προσώπου που δεν διστάζει να φθάσει στα άκρα για να επιβιώσει.

Ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα μπορούσε μέσα από μια μεταφορική προέκταση να συμβολίζει τον Άνθρωπο (με Α κεφαλαίο) ο οποίος πολεμά για την επιβίωσή του από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του πάνω στη Γη. Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και η δύναμη του μυαλού και της ψυχής εκτίθενται μέσα από τις εικόνες του Τσάντορ. Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί αρκετές από τις δυνατότητες των κινηματογραφικών μέσων για να καταστήσει αισθητό το δράμα του ήρωα.

Η κάμερα βουτάει στα βάθη του ωκεανού και μας παραδίδει λήψεις της βάρκας και των περιφερόμενων ψαριών σε contre-plongés, ενώ λήψεις από ψηλά (plongés) λειτουργούν ως σημεία αναγνωριστικά του μέρους στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση. Όταν, μάλιστα, ξεσπά η θύελλα, γίνεται χρήση υποκειμενικής κάμερας, καθώς οι οπτικές γωνίες που παραδίδονται είναι ανάλογες με εκείνες του προσώπου.

Η μουσική του Άλεξ Έμπερτ (Edward Sharpe and the Magnetic Zeros) αυξάνει ακόμη περισσότερο τη δραματική ένταση, με εκφραστικές νότες ανάλογες των περιστάσεων και των συγκινήσεων. Τα πάθη του ήρωα απεικονίζονται μέσα από μια λεπτή ενορχήστρωση μουσικής, εικόνας και ερμηνείας του ηθοποιού, που δύσκολα αφήνει ασυγκίνητο ένα θεατή.

Παίζει: Ρόμπερτ Ρέντφορντ. H ταινία προβάλλεται από την Audiovisual.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ