Άρι Άστερ: Ο μαέστρο του τρόμου και η «εφιαλτική λογική» στην ταινία «Beau Is Afraid»

beau-is-afraid
ΠΕΜΠΤΗ, 18 ΜΑΙΟΥ 2023

Ο σκηνοθέτης των ταινιών «Midsommar» και «Hereditary» μιλάει για την ταινία που κλείνει την τριλογία του τρόμου.

Ο Άρι Άστερ, σκηνοθέτης των ταινιών «Midsommar» και «Hereditary», έχει δημιουργήσει τον δικό του κινηματογραφικό κόσμο. Αν η τελευταία του ταινία χαρακτηρίζεται έως και ανυπόφορη, αυτό δεν του στερεί την αναγνώριση ότι διαθέτει μια μοντέρνα κινηματογραφική έκφραση του τρόμου.

Η κλίση στον τρόμο ήταν εμφανής από την εφηβεία του.  «Μάλλον με τράβηξε περισσότερο η πρόκληση αυτή από οτιδήποτε άλλο», αναφέρει σε συνέντευξή του στους Financial Times. «Μια ταινία που λάτρεψα ως έφηβος ήταν το Visitor Q του Takashi Miike, το οποίο φάνταζε πραγματικά παραβατικό και συναρπαστικό», αποκαλύπτει.

Έπειτα, ενώ σπούδαζε σκηνοθεσία στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στο Λος Άντζελες, ο Άστερ καλλιέργησε τη δική του αίσθηση της υπέρβασης στην πρώτη του μικρού μήκους ταινία «The Strange Thing About the Johnsons» (2011), η οποία έχει προβληθεί σχεδόν 5 εκατομμύρια φορές στο YouTube. Η αιμομικτική πλοκή της ταινίας ανέτρεψε την αφηγηματική σύμβαση απεικονίζοντας έναν γιο να εξαναγκάζει τον πατέρα του σε σεξουαλική σχέση.

Στην πορεία, όταν ήταν έτοιμος να αφήσει το διαμέρισμά του στο Λος Άντζελες για να μετακομίσει πίσω στο πατρικό του, σκαρφίστηκε την ιδέα για το «Beau Is Afraid», η οποία ωστόσο υλοποιήθηκε αρκετά αργότερα.

Η μητέρα του είναι ποιήτρια και ο πατέρας του μουσικός. Η ιστορία που σκέφτηκε αφορά ένα άνδρα που ζει σε ένα διαμέρισμα σαν το δικό του, ο οποίος έχει πολύ άγχος, φοβάται σχεδόν τα πάντα και ετοιμάζεται να επισκεφτεί τη μητέρα του. Όμως η ζωή συνωμοτήσει εναντίον του. «Είναι σαν ένας Εβραίος Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, απλώς πηγαίνει στο σπίτι της μαμάς του», λέει χαρακτηριστικά ο Άστερ.

Περιγράφοντας πώς γύρισε την ταινία, αναφέρει ότι της προσέδωσε τη μορφή της ομηρικής οδύσσειας, γεγονός που του έφερε στο μυαλό τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τη δική του κληρονομιά. «Υπάρχει κάτι πολύ αστείο και εβραϊκό στο ότι πολλοί από αυτούς τους θεούς είναι τόσο μικροπρεπείς. Υπάρχει μια παράδοση σε εκείνα τα παιχνίδια των θεών που τιμωρούν τους ανθρώπους επειδή δεν τους γιορτάζουν με αρκετή αφοσίωση», αναφέρει, προσθέτοντας ότι ήθελε να υπάρχει επίσης ένας συσχετικός με το Ταλμούδ.

«Οι θεοί αντικαθίστανται από τη μητέρα εδώ», εξηγεί, προσθέτοντας ότι ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα για τον χαρακτήρα του Beau Wassermann, τον οποίο υποδύεται ο Χοακίν Φίνιξ, είναι η παθητικότητα του.

«Εκ των υστέρων, η παθητικότητα του Beau μοιάζει σχεδόν με μια διόρθωση στο ετήσιο ταξίδι του ήρωα και μια παρέκκλιση αυτού», λέει ο Άστερ. «Αλλά για μένα η ταινία ήταν από την αρχή σαν ένα πικαρέσκο έργο και υπήρχε πραγματική χαρά στο να χτίσω κάτι που θα μπορούσε να συνεισφέρει σε αυτή την παράδοση». Ο εφιαλτικός κόσμος που συναντά ο Beau όταν αφήνει το διαμέρισμά του είναι γεμάτος τυχαίες πράξεις βίας που μπερδεύονται με τη φαντασία.

«Η ιδέα ήταν να δημιουργήσω ένα τοπίο που να ταιριάζει στον εσωτερικό κόσμο του Beau», εξηγεί ο Aster. «Η ταινία διακατέχεται από αυτήν την εφιαλτική λογική, την οποία έπρεπε να αισθανθώ στον δρόμο μου και να βρω έναν τρόπο να διατηρήσω αυτή τη διαδικασία διαισθητική».

Η συνεργασία με έναν ηθοποιό του διαμετρήματος του Φίνιξ φαίνεται επίσης ότι άνοιξε μια πιο ενστικτώδη πλευρά στον ίδιο τον Άστερ. «Ήξερα ότι ο τρόπος που δούλευα στο παρελθόν δεν θα πήγαιναν μαζί του», λέει. «Οποιαδήποτε από τις σκηνές που απαιτούσαν πολλά από αυτόν ήταν σκηνές για τις οποίες είχα ένα σχέδιο στην πίσω πλευρά του μυαλού μου, μόνο αν το χρειαζόμασταν. Αυτός ο τρόπος δουλειάς έδωσε ενστικτωδώς νέα πνοή στο υλικό και έκανε την εμπειρία των γυρισμάτων της ταινίας να μην μοιάζει καθόλου με την κανονική. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι θέλω να προχωρήσω περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση. Τώρα νιώθω αρκετή εμπιστοσύνη για να αλλάξω ή να πετάξω ένα σχέδιο και να αναγνωρίσω πότε προσπαθούμε χωρίς αποτέλεσμα».

Ο Άστερ δεν αποκαλύπτει ποιο είναι το επόμενο κινηματογραφικό του εγχείρημα, αλλά δίνει την εντύπωση ότι με το «Beau Is Afraid» έχει κλείσει ένα κύκλο δραματικών ταινιών που βασίζονται σε τραύματα. «Κατά κάποιο τρόπο, ο Beau το διακωμωδεί αυτό και συνιστά το τέλος του δρόμου», συνεχίζει. «Υπάρχει η αίσθηση ότι αυτή είναι ίσως η τρίτη ταινία μιας τριλογίας και ότι αυτή είχε σκοπό να καταστρέψει πολλές από τις ιδέες με τις οποίες παίζαμε οροηγουμένως. Ήθελα να κάνω μια ταινία που να νιώθω σαν να καταβροχθίζει τον εαυτό της ή να τρώει το κεφάλι της».