Τέρενς Ντέιβις: 4 ταινίες για τον πόνο και τον λυρισμό στη ζωή του σκηνοθέτη
Η μνήμη, η προσωπική ιστορία και οι ηχητικές γέφυρες στο έργο του.
Στις αρχές του Οκτώβρη έφυγε από την ζωή σε ηλικία 77 ετών ο Βρετανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τέρενς Ντέιβις.
Γεννημένος στο Λίβερπουλ, ο σκηνοθέτης ήταν κεντρική προσωπικότητα του βρετανικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αλλά σταθερά υποτιμημένος στον χώρο του σινεμά. Στη δουλειά του κινήθηκε πέρα από τις τυπικές δυνατότητες της ταινίας και είχε μια μοναδική ικανότητα να απεικονίζει τη μνήμη και την προσωπική ιστορία, όπως μας εξηγεί ο Matthew Smith, λέκτορας Κινηματογράφου, Μέσων & Τηλεόρασης στο Πανεπιστήμιο Edge Hill.
Μεγάλο μέρος των αρχικών του ταινιών επηρεάστηκε από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια στο Λίβερπουλ, τη σχέση του με τον πατέρα του, τον ιρλανδικό καθολικισμό και μια περίπλοκη εφηβεία. Ανακάλυψε την ομοφυλοφιλία του ως έφηβος και στη δουλειά του προσπάθησε να αντιμετωπίσει το βαθύ αίσθημα ντροπής και ενοχής που του προκάλεσε.
Ο Smith επιλέγει τέσσερις ταινίες χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο καταπιάνεται με τον πόνο και τον λυρισμό, ενώ παράλληλα χαρτογραφούν την εξέλιξη του πολύ προσωπικού στιλ του.
«Distant Voices, Still Lives» (1988)
Η ταινία αφηγείται την ζωή μιας οικογένειας της εργατικής τάξης στο μεταπολεμικό Λίβερπουλ. Ήταν αρχικά δύο μικρού μήκους ταινίες που γυρίστηκαν με διαφορά δύο ετών.
Η ιστορία της οικογένειας λέγεται ελλειπτικά και συνειρμικά, δίνοντας συχνά μόνο φειδωλές αφηγηματικές πληροφορίες. Η ταινία είναι μια σειρά από φαινομενικά ασύνδετες βινιέτες που παρατηρούν την καθημερινή ζωή, μια επιλογή που αναδείχθηκε η υπογραφή του Ντέιβις.
Η ένταση προκύπτει από τις σχέσεις των μελών της οικογένειας με τον βίαιο και καταχρηστικό πατέρα, τον οποίο υποδύεται ο Πιτ Ποστλγουέιτ. Η εκρηκτική και απρόβλεπτη ιδιοσυγκρασία του χρωματίζει την πρώτη ενότητα της ταινίας, πριν από το θάνατό του στη δεύτερη.
Το «Distant Voices, Still Lives» δεν είναι μόνο ένα εξαιρετικό παράδειγμα του στιλ που τελικά σημάδεψε τη δουλειά του Ντέιβις. Αναδεικνύει επίσης τον βασικό ρόλο που παίζει η μουσική σε όλες τις ταινίες του. Αποσπάσματα τραγουδιών χρησιμοποιούνται συχνά για να συνδέσουν φαινομενικά άσχετες στιγμές και αναμνήσεις. Ο Ντέιβις συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτές τις ηχητικές γέφυρες σε όλη την καριέρα του.
Αυτή η ταινία, που ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αφηγείται την ιστορία του Μπαντ, ενός ντροπαλού 12χρονου αγοριού που ζει με τη μητέρα και τις αδερφές του. Ο Μπαντ χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο για να ξεφύγει από τη γκρίζα καθημερινότητα της πόλης του.
Η ταινία καταγράφει επίσης την υπό διαμόρφωση αίσθηση του Μπαντ για την σεξουαλική του ταυτότητα και τη ντροπή που συνοδεύει για τον ίδιο η συνειδητοποίηση ότι είναι ομοφυλόφιλος. Μέσα από αυτό, ο Μπαντ βλέπει τον εαυτό του να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο.
Το «The Long Day Closes» κινείται στον ίδιο άξονα με το «Distant Voices, Still Lives», έχοντας στο επίκεντρο την οικογενειακή ζωή στο Λίβερπουλ. Περιέχει παρόμοια αυτοβιογραφικά και ποιητικά στοιχεία, ενώ παράλληλα εμβαθύνει το αισθητικό ύφος του Ντέιβις.
Οι βιογραφικές αναφορές, η μνήμη και η ιστορία είναι κεντρικά σε όλα τα έργα του Ντέιβις, ακόμη και σε αυτά που βγαίνουν εκτός της γεωγραφίας του Λίβερπουλ και της εποχής της δεκαετίας του 1940. Μια τέτοια ταινία είναι και αυτή.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Κένεντι Τουλ του 1989. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας – ο 15χρονος Ντέιβιντ –επιστρέφει μέσα από voiceover και flashback στα χρόνια της δύσκολης ανατροφής του στη Τζόρτζια, τον καταχρηστικό και στη συνέχεια απών πατέρα του και τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν στη ζωή του δυνατές αλλά συχνά αναξιόπιστες γυναίκες.
Μετά την κυκλοφορία της ταινίας, ο Ντέιβις την απέρριψε ως δημιουργική αποτυχία. Αλλά αναγνώρισε , ωστόσο, τη σημασία που έπαιξε στην παραγωγή της επόμενης ταινίας του, «The House of Mirth» (2000).
Αναμφισβήτητα η λαμπρή ταινία του Ντέιβις, το «Of Time and the City» του εξασφάλισε, έστω και καθυστερημένα, αναγνώριση. Χάρη στις κριτικές που έλαβε η ταινία, συνέχισε να σκηνοθετεί σταθερά την τελευταία δεκαετία της ζωής του.
Η ταινία κάνει μια αναδρομή στο Λίβερπουλ και είναι φτιαγμένη από μια ταπετσαρία διαφορετικών ήχων και εικόνων. Ο Ντέιβις χρησιμοποίησε κομμάτια μουσικής, ποίησης, φωτογραφίες νεκρής φύσης, αποσπάσματα ειδήσεων και του κινηματογράφου για να δημιουργήσει ένα καλειδοσκόπιο προσωπικών και πολιτιστικών αναμνήσεων.
Στην ταινία βλέπουμε έτσι γυναίκες να πλένουν τα παράθυρα και πλάνα από βίντεο των Beatles, που αφηγούνται την ιστορία με τον αδιαμφισβήτητο «αέρα» του Ντέιβις. Το «Of Time and the City» αντικατοπτρίζει τόσο την έντονα ειρωνική άποψη του Ντέιβις για τη ζωή της εργατικής τάξης και τις αξιώσεις της, όσο και το μεγαλείο και το θέαμα που αναζητούσε και βρήκε στην καθημερινότητα. Ως εκ τούτου, προσφέρει μια άλλη ποιητική, ρυθμική, αισθητηριακή είσοδο στον κόσμο του Ντέιβις.
Με πληροφορίες από The Conversation