Από το «Goodfellas» στο «Killers of the Flower Moon»: Πώς ο Σκορσέζε εικονοποιεί διαφορετικά τη βία
Παλιότερα προτιμούσε περίτεχνα μονταρισμένα της βίας- Τι έχει αλλάξει στις τελευταίες ταινίες του.
Από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες η τελευταία ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε. Οι κριτικές κάνουν λόγο για ένα αριστούργημα διάρκειας 3,5 ωρών, που αφηγείται τη συνωμοσία λευκών ανδρών για να σκοτώσουν δεκάδες ιθαγενείς Αμερικανούς που είχαν δικαιώματα πετρελαίου στην Οκλαχόμα της δεκαετίας του 1920.
Ειδικότερα, η ταινία διαδραματίζεται στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα, όταν το πετρέλαιο αποφέρει αμύθητα πλούτη στη φυλή των Όσεϊτζ, που γίνονται από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στον κόσμο μέσα σε μία στιγμή. Ο αμύθητος πλούτος των αυτόχθονων Αμερικανών προσελκύει παρείσακτους λευκούς που χειραγωγούν, εκβιάζουν και κλέβουν τις περιουσίες των Όσεϊτζ, καταλήγοντας σε δολοφονίες.
Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και αποτελεί προσαρμογή του βιβλίου του Ντέιβιντ Γκραν. Ιστορικά, στη δεκαετία του 1920, τουλάχιστον 60 άνθρωποι της φυλής των Όσεϊτζ δολοφονήθηκαν ή εξαφανίστηκαν στην Οκλαχόμα. Οι λευκοί δολοφόνοι τους παντρεύονταν συχνά τα θύματα προτού τα αποτελειώσουν.
Από τις πιο αξιοσημείωτες σκηνές στην ταινία είναι το ουρλιαχτό της Μόλι Μπούρκχαρτ (Λίλι Γκλάντστοουν), «ένας βασανισμένος θρήνος οργής και θλίψης που ξεφεύγει από το συγκρατημένο πρόσωπό της όταν χτυπάει η τραγωδία», σύμφωνα με τους New York Times.
Παρόλο που αυτό το ουρλιαχτό δεν το έχουμε ξαναδεί στην φιλμογραφία του Σκορσέζε, από πολλές απόψεις, ο σκηνοθέτης μιμείται κατά κάποιον τρόπο μια άλλη του ταινίας, τον «Ιρλανδό».
Οι δύο ταινίες έχουν πολλά κοινά: τις δημιουργικές τους ομάδες, τη μεγάλη διάρκεια προβολής, τις αφηγηματικές μετατοπίσεις στον χρόνο, την αφηγηματική πυκνότητα και το εύρος ενός έπους. Υπάρχει επίσης ένα χαρακτηριστικό που τις κάνει να ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο έργο του Σκορσέζε και το στοιχείο με το οποίο αναγνωρίζεται πιο εύκολα ο σκηνοθέτης: η βία τους. Σε αυτές τις ταινίες, οι θάνατοι, που είναι συχνοί, γρήγοροι και ωμοί, μια αξιοσημείωτη απόκλιση από τα περίπλοκα στυλιζαρισμένα και περίτεχνα μονταρισμένα βίαια πλάνα στις προηγούμενες δουλειές του.
«Η βία είναι διαφορετική τώρα, σε αυτές τις μεταγενέστερες ταινίες», επιβεβαιώνει και η Θέλμα Σουνμέικερ, μοντέρ του σκηνοθέτη από το 1980. «Και συχνά είναι σε πλάγια λήψη. Δεν είναι σχεδόν ποτέ ένα σφιχτό πλάνο, κάτι που είναι πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες ταινίες του».
Τα γενικά πλάνα έχουν ευρύχωρες, ανοιχτές συνθέσεις, συχνά ολόσωμες όψεις χαρακτήρων και του περιβάλλοντός τους. Τα μεσαία πλάνα είναι ελαφρώς πιο κοντά, αλλά μας επιτρέπουν να παρατηρούμε πολλούς χαρακτήρες και το περιβάλλον τους. Τα «σφιχτά πλάνα» που αναφέρει η Σουνμέικερ ως πιο τυπικά της προηγούμενης δουλειάς του Σκορσέζε είναι τα μεσαία πλάνα, τα κοντινά πλάνα και τα πολύ κοντινά πλάνα που τοποθετούν την κάμερα (και επομένως τον θεατή) ακριβώς στη μέση της δράσης.
Για παράδειγμα, σε μια από τις πιο αποτελεσματικές σεκάνς του Σκορσέζε, τη δολοφονία του Μπίλι Μπατς (Φρανκ Βίνσεντ) στην ταινία «Goodfellas», όταν ο Τόμι ΝτεΒίτο (Τζο Πέσι) και ο Τζίμι Κόνγουεϊ (Ρόμπερτ ντε Νίρο) σκοτώνουν τον Μπατς, στη σκηνή αξιοποιείται ένα πλήθος σκηνικών και cut με γρήγορους ρυθμούς που επαναλαμβάνουν τα βάναυσα χτυπήματα μέχρι να καταλήξει στο αίμα που αναβλύζει από το πρόσωπό του. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική σκηνή του Σκορσέζε, που συνδυάζει την βαρβαρότητα, το μαύρο χιούμορ και την αταίριαστη μουσική. Σε αυτή τη σεκάνς εντοπίζεται επίσης, όπως και σε μεγάλο μέρος της αστυνομικής φιλμογραφίας του Σκορσέζε, η αγάπη του για τη σκηνοθεσία και το μοντάζ.
Είναι τόσο ηλεκτρισμένος σκηνοθέτης που ακόμα και όταν σκηνοθετεί δύσκολα γεγονότα, παρασυρόμαστε στη σπλαχνική δεξιοτεχνία της mise-en-scène του, λένε χαρακτηριστικά οι NYT. Είναι αυτή η διττότητα, συνεχίζουν, η δυσφορία της απόλαυσης των πράξεων εγκληματιών ή δολοφόνων, που κάνει τη φωτογραφία του τόσο δυνατή: οι ξυλοδαρμοί του Τζέικ Λα Μότα στο «Οργισμένο είδωλο», η γρήγορη εκτέλεση του Τζόνι Μπόι στο «Κακόφημοι δρόμοι» και κυρίως η απίστευτη οργή στο τέλος του «Ταξιτζή» γίνονται ακόμη πιο ενοχλητικές σκηνές λόγω του τρόπου που κατευθύνει το καστ ο Σκορσέζε.
Στις ταινίες «Ο Ιρλανδός» και «Killers of the Flower Moon» δεν βλέπουμε όμως αυτή τη βία. Όταν πεθαίνουν άνθρωποι σε αυτές τις ταινίες, είναι ζοφερό, άσχημο, αλλά αποκλίνον από κάθε άποψη από τις κλωτσιές του «Goodfellas» ή του «Casino».
Στον «Ιρλανδό», ο Σάλι Μπαγκς (Λούις Καντσέλμι) δολοφονείται σε δύο setup, ένα γενικό και ένα μεσαίο. Οι θάνατοι του Γουίσπερς ΝτιΤούλιο (Πολ Χέρμαν) και του Κρέιζι Τζο Γκάλο (Σεμπάστιαν Μανισκάλκο) γίνονται αντίστοιχα βίαια σκληροί αλλά γρήγορα, είναι απλοί, και αιματηροί.
Μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας, όταν ο Φρανκ (Ντε Νίρο) φέρνει τη μικρή του κόρη στο παντοπωλείο της γωνίας για να τον δει να χτυπάει τον καταστηματάρχη, σκηνοθετείται με παρόμοια απλότητα: ο Σκορσέζε σκηνοθετεί τη σκηνή σε ένα γενικό μονοπλάνο καθώς ο Φρανκ μπαίνει μέσα στο κατάστημα, σέρνει τον άντρα πάνω από τον πάγκο του, σπάει την πόρτα, τον βγάζει έξω κλωτσώντας τον, τον χτυπάει και του πατάει στο χέρι. Ο Σκορσέζε κάνει cut μόνο μία φορά , για να δούμε την αντίδραση του μικρού κοριτσιού.
Ο Σκορσέζε υιοθετεί αυτή την προσέγγιση και στο «Killers of the Flower Moon». Ένα μοντάζ των ανθρώπων της φυλής των Όσεϊτζ στο κρεβάτι του θανάτου τους ολοκληρώνεται με τη δολοφονία του Τσάρλι Γουάιτχορν (Άντονι Χάρβεϊ), ο οποίος σκοτώνεται σε δύο ψυχρά, συμπληρωματικά μεσαία πλάνα. Ένας άλλος χαρακτήρας είναι κουκουλωμένος στο δρόμο, σύρεται σε ένα δρομάκι και μαχαιρώνεται μέχρι θανάτου, με όλη τη δράση να ολοκληρώνεται σε δύο γενικές λήψεις. Ένας τρίτος χτυπιέται κάτω σε ένα ευρύ μονοπλάνο και στη συνέχεια χάνει την ζωή του σε ένα χαμηλής γωνίας μεσαίο πλάνο. Το χάος έχει τελειώσει προτού καν αρχίσει.
«Μπαμ και έγινε»
«Όταν μεγάλωνα, βρισκόμουν σε καταστάσεις όπου όλα ήταν καλά — και μετά, ξαφνικά, ξεσπούσε βία», είχε δηλώσει ο Σκορσέζε στον κριτικό κινηματογράφου Ρίτσαρντ Σίκελ το 2011. «Δεν καταλάβαινες από πού ερχόταν, τι επρόκειτο να συμβεί. Απλώς ήξερες ότι η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη και, μπαμ, συνέβαινε».
Με αυτό ακριβώς το «μπαμ, και έγινε» λειτουργεί η βία στο «Killers of the Flower Moon». Ο πιο τρομακτικός θάνατος έρχεται νωρίς, με τη δολοφονία της Σάτα Μπάτλερ (Τζέννιφερ Ρέιντερ) καθώς φροντίζει το μωρό της σε μια άμαξα. Όλα γίνονται σε ένα μεσαίο μακρινό πλάνο, ένα κρότο και μετά αίμα. Επίσης, μια αναδρομή στην αίθουσα του δικαστηρίου σε έναν υποκινούμενο φόνο είναι ακόμη πιο ενοχλητική, γιατί ξέρουμε ότι έρχεται, οπότε καθώς οι χαρακτήρες μπαίνουν στο γενικό πλάνο και τακτοποιούνται, γίνεται πιο έντονο από οποιοδήποτε μοντάζ του Σκορσέζε.
Σε αντίθεση με τις ταινίες «Goodfellas» και «Casino», οι δολοφονίες στο «Killers of the Flower Moon» και «Ιρλανδός» συχνά δεν έχουν μουσική συνοδεία, τίποτα που να μαλακώνει ή να καταπνίγει το ψυχρό χτύπημα του πυροβολισμού.
Αυτό είναι το πιο στοιχειώδες στο κλείσιμο του «Ιρλανδού», καθώς ο Φρανκ κάνει το μακρύ, θλιβερό ταξίδι για να σκοτώσει τον φίλο του Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο). Είναι μια διαταγή από ψηλά, και ο Φρανκ είναι απλώς ένας στρατιώτης, επομένως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τη μοίρα του φίλου του. Ο Σκορσέζε μας κάνει να τον ακολουθούμε, επιμένοντας σε κάθε λεπτομέρεια, γεμίζοντας το soundtrack με την πυκνή, βαριά σιωπή της παράδοσης. Και όταν έρθει η ώρα, ο Σκορσέζε σκηνοθετεί έναν από τους πιο διάσημους ανεξιχνίαστους φόνους της εποχής μας με ένα απαίσιο, αναπόφευκτα καταδικασμένο τρόπο, καθώς ο Φρανκ στέκεται πίσω από τον Χόφα, του ρίχνει δύο σφαίρες, τον τραβάει στη μέση του χαλιού και φεύγει.
Σε αυτές τις ταινίες, ο Σκορσέζε έχει απογυμνώσει τη βία από τα περιττά, καταλήγοντας στην ουσία της. Ίσως γιατί είναι έτοιμος να την δραματοποιήσει όπως την έχει στη μνήμη, ίσως πάλι επειδή στα 80 του έχει πλήρη επίγνωση της θνητότητάς του και αυτή η επίγνωση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει και παρουσιάζει τον θάνατο στα έργα του.