«Love Actually»: Γιατί βλέπουμε ακόμα την ταινία;

love-actually
ΔΕΥΤΕΡΑ, 18 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Δεν ξεκίνησε ως χριστουγεννιάτικη ταινία, αλλά κατέχει μια θέση σε κάθε λίστα με ταινίες για την εορταστική περίοδο. Κι ενώ αρχικά δεν υπήρχαν πολλές προσδοκίες, η δημοφιλία της αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου.

Ένας ήρωας έχει χάσει τη σύζυγό του, δύο έχουν απατηθεί, ένας άλλος προσελκύει την προσοχή του προέδρου των ΗΠΑ και ένας άλλος πρέπει να βάλει τις οικογενειακές υποχρεώσεις πάνω από τη ρομαντική σχέση. Ή με δύο λόγια… «Love Actually», μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες της εορταστικής περιόδου.

Είκοσι χρόνια μετά το ντεμπούτο της, η ρομαντική ταινία παραμένει στις λίστες μας διατηρώντας το πιστό της κοινό. Και γι’ αυτό Amazon και Netflix έχουν σπεύσει να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα της ταινίας για τα επόμενα χρόνια.

Τι είναι όμως αυτός που κάνει τον κόσμο να επιστρέφει κάθε χρόνο στο «Love Actually»;

Η ταινία αφορά την αγάπη, με ένα ρομαντικό αλλά όχι εντελώς γλυκανάλατο τρόπο. Οι αλληλένδετες ιστορίες που βλέπουμε στην ταινία κινούνται όλες γύρω από αυτή τη θεματική, από έναν προσφάτως χήρο πατέρα που βοηθά τον γιο του να εντυπωσιάσει τη σχολική του αγάπη και τον Βρετανό πρωθυπουργό που ερωτεύεται ένα μέλος του προσωπικού μέχρι τον άντρα που ποθεί τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του.

Αξιοσημείωτο είναι πάντως πως δεν είχε εξ’ αρχής την επιτυχία που σημειώνει μέχρι σήμερα. Το αντίθετο, η ταινία κέρδισε την θέση της στις καρδιές του κοινού χρόνο με τον χρόνο. Από το ντεμπούτο της έχει κερδίσει συνολικά έσοδα 248,1 εκατ. δολάρια στο box office, σύμφωνα με την Comscore.

Η ταινία θεωρείται επίσης ότι «αγγίζει» την νοσταλγική διάθεση του κοινού.

Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Κέρτις έχει αποκαλύψει ότι φοβόταν ότι η ταινία θα ήταν καταστροφή. «Ο λόγος που δεν έχω ξανακάνει άλλη τέτοια ταινία είναι επειδή τη γλιτώσαμε μετά βίας και αφού χρησιμοποιήσαμε πολλά υπέροχα τραγούδια ως ‘’κόλλα’’».

Η μουσική της ταινίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας της. Ακούγονται πολλά τραγούδια από τους Joni Mitchell, Dido και Otis Redding, έχει συνδεθεί με τις επιτυχίες των Pointer Sisters και Beach Boys ενώ εκτόξευσε την πανταχού παρούσα πλέον Mariah Carey με το «All I Want for Christmas Is You», το οποίο είχε κυκλοφορήσει σχεδόν μια δεκαετία πριν από την ταινία.

Βέβαια αν και την κατατάσσουμε στις χριστουγεννιάτικες ταινίες δεν ξεκίνησε ως τέτοια. Αρχικά ο Κέρτις είχε σκαρφιστεί δύο ιστορίες από αυτές που βλέπουμε στην ταινία -τον νεαρό Βρετανό που ταξιδεύει στην Αμερική για να βρει αγάπη και τον νέο πρωθυπουργό που ερωτεύεται τη γραμματέα του. Τις ήθελε ως αυτόνομες ταινίες, αλλά αποφάσισε να τις συνδυάσει. Έπειτα συνδύασε αυτές τις ιστορίες με άλλους χαρακτήρες, μερικούς ημι-αυτοβιογραφικούς, και τοποθέτησε την δράση στην περίοδο των Χριστουγέννων, με στόχο να εξερευνήσει μια ποικιλία ειδών αγάπης.

«Οι σπαρακτικές ιστορίες ήταν καταδικασμένες από την αρχή», έχει δηλώσει. Ο χαρακτήρας της Laura Linney, για παράδειγμα, μιας Αμερικανίδας στο Λονδίνο που είναι υπεύθυνη για τον ανάπηρο αδελφό της, βασίστηκε εν μέρει στην οικογένεια του Κέρτις. Ο χαρακτήρας έπρεπε να βάλει την ευθύνη για την οικογένεια πάνω από την αγάπη της.

Ο Κέρτις επέστρεψε πρόσφατα στο αρχικό σενάριο και παρατήρησε ότι η σειρά των όσων έγραψε είναι πολύ διαφορετική από την ιστορία που παρακολουθούμε ως θεατές κάθε χρόνο. Το μοντάζ της ταινίας ήταν «σαν να παίζεις τρισδιάστατο σκάκι» για να πεις τις πολλές και ποικίλες ιστορίες με συναρπαστικό τρόπο.

«Μετά από όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω ιδέα τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια», εξήγησε, εκτιμώντας ότι οι εκπλήξεις και οι αποκαλύψεις της ταινίας είναι μέρος αυτού που κάνει τους θεατές να την ξαναβλέπουν τόσο εύκολα.

Το «Love Actually» έκανε ντεμπούτο πολύ πριν από την «έκρηξη» παραγωγής ταινιών για τα Χριστούγεννα. Η ταινία άλλαξε τον τρόπο που έβλεπε η βιομηχανία αυτού του είδους τις ταινίες, καθώς έκανε ξεκάθαρο ότι ταινίες που δημιουργήθηκαν με σχετικά μικρό budget και κυκλοφόρησαν απευθείας στο τηλεοπτικό κοινό μπορούσαν να γίνουν μεγάλη επιτυχία. Αυτή η τάση συνεχίστηκε στην εποχή του streaming.

Με πληροφορίες από Wall Street Journal