«Poor things»: Τι μάθαμε από την ταινία για τον Γιώργο Λάνθιμο

poor-things
ΤΡΙΤΗ, 16 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024

Ο σκηνοθέτης κάνει την ωραιότερη ταινία του μέχρι σήμερα.

Άλλοι το είπαν αριστούργημα και άλλοι υπερβολικά weird για τα γούστα μας. Άλλοι το είπαν φεμινιστική και ταινία ενηλικίωσης και άλλοι δεν μπόρεσαν να βρουν ένα καλό λόγο για αυτό που είδαμε πάλι. Άλλοι είδαν την διάκριση του «Poor things» στις Χρυσές Σφαίρες ως εθνική υπερηφάνεια και άλλοι έσπευσαν να ρίξουν το φαρμάκι τους για την υποτιθέμενη δηθενιά της βράβευσης.

Η αλήθεια είναι πως ως λαός δεν μας διακρίνει η νηφαλιότητα και επομένως ο τρόπος που «χωνεύουμε» το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου χαρακτηρίζεται από υπερβολές.

Ας ξεκινήσουμε όμως από μία κοινή παραδοχή, ο κινηματογράφος που θέλει να κάνει ο Λάνθιμος εμπνέεται από το weird στοιχείο. Ξεκινώντας την καριέρα του, οι ταινίες του ήταν ποτισμένες με αυτό. Σήμερα, ωστόσο, βλέπουμε ότι μετριάζει αυτό τον παράγοντα περιορίζοντάς τον σε μεμονωμένους χαρακτήρες, όπως η Μπέλα της Έμα Στόουν που επωμίστηκε τον πιο «πλαστικό» αλλά με μεγάλη εξέλιξη χαρακτήρα, ή μετουσιώνοντάς το σε μια διαφορετική λειτουργία της ταινίας, όπως η χρήση του κωμικού στοιχείου στο «Poor things».

Επομένως στην ταινία «στρώνεται» καλύτερα το weird περιβάλλον. Υιοθετείται μια σχετικά απλή αφήγηση που στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από μια περιπέτεια ανακάλυψης του εαυτού της ηρωίδας, η οποία μαθαίνει την ζωή έχοντας ενήλικο σώμα αλλά μυαλό μωρού. Περπατάει αδέξια, μαθαίνει να μιλάει και όταν μιλάει λέει απρεπή πράγματα, μαθαίνει το σώμα της και δεν το χορταίνει, αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις. Με όπλο την περιέργεια και την δίψα της για μάθηση γυρίζει τον κόσμο και διαμορφώνει την προσωπικότητά της.

Το ταξίδι της αυτό είναι εντυπωσιακό, τόσο σε επίπεδο ερμηνειών όσο και σε εικονοκλαστικό επίπεδο. Η Έμα Στόουν καλείται σε κάθε σκηνή να υποδυθεί μια διαφορετική Μπέλα. Και διαπρέπει κάθε φορά. Είναι δύσκολο να μην θαυμάσεις την εμπιστοσύνη που δείχνει στον Λάνθιμο και το πώς αφήνεται να διαπλάσει τον χαρακτήρα, τις κινήσεις και τις εκφράσεις της.

Πολύ σημαντική είναι επίσης η χημεία της με τον Μαρκ Ράφαλο. Μια χημεία διαφορετική, ωστόσο, από αυτή που είδαμε να έχει με τον Ράιαν Γκόσλινγκ στο «La la land». Δεν τους βλέπεις σχολιάζοντας «τι χαριτωμένο ζευγάρι». Τους απολαμβάνεις όμως σε κάθε ερωτική περιπέτεια και σύγκρουση.

Το άλλο εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας είναι η εικόνα της και ο τρόπος που γεφυρώνει την επιστήμη με τα παραμύθια. Ο Λάνθιμος που ξεκίνησε κάνοντας ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό έχει φτάσει πια στο σημείο να έχει ό,τι χρειάζεται για να δώσει μορφή στις ιστορίες που τον εμπνέουν.  Και εδώ βλέπουμε πώς τα ειδικά εφέ και τα κόλπα της φωτογραφίας ενισχύουν την ιστορία αντί να την εκτοπίζουν. Ήθελε μια ταινία με κάθε πλάνο της να μοιάζει σαν πίνακας ζωγραφικής, και όχι μόνο την είχε αλλά στοιχειοθέτησε την ιστορία της μέσω αυτής της μορφής.

Μάλιστα όλη η υπερφόρτωση που βλέπουμε στην οθόνη θα έλεγε κανείς πως σχεδόν απαιτείται από την ιστορία του βιβλίου του Άλισντερ Γκρέυ στο οποίο βασίζεται. Ο Λάνθιμος «πετάει» συνεχώς πράγματα στο πλάνο, για να δεις και να ακούσεις. Και τελικά φτιάχνει μια ταινία επικών διαστάσεων που τα έχει όλα, περιπλάνηση και ιδέες που προβληματίζουν, ομορφιά και έξυπνη εξιστόρηση, ανατροπές και γέλιο.

Δεν ξέρουμε αν είναι το αριστούργημα που λένε, αλλά σίγουρα ο Λάνθιμος κάνει την ωραιότερη ταινία του μέχρι σήμερα και αποδεικνύει ότι είναι ένας συναρπαστικός σκηνοθέτης που ενθουσιάζεται με το ίδιο το σινεμά. Και αυτό σημαίνει πως αν δεν έχει κάνει ακόμα το αριστούργημά του, θα το κάνει σύντομα.