Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, το «Zero Day» και ο πρόεδρος που έχει ανάγκη η Αμερική
Τι αναφέρει σε συνέντευξή του μαζί με τον δημιουργού της νέας σειράς του Netflix Έρικ Νιούμαν
Η σειρά «Zero Day» είναι κάτι που έπρεπε να συμβεί, αν αναλογιστούμε σε ποια φάση βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζοντας μία από τις πιο δύσκολες πολιτικές προκλήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Ειρωνικά (;) στη νέα σειρά του Netflix επιλέγεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, μία προσωπικότητα που κινηματογραφικά έχει συνδεθεί με τον κόσμο των γκάνγκστερ και της παρανομίας για να σώσει την πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται στις ΗΠΑ.
Στο «Zero Day» ο Ντε Νίρο υποδύεται ένα πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ που αποσύρθηκε μετά την πρώτη του θητεία και το θάνατο του γιου του, αλλά επανέρχεται για να χειριστεί τις πολιτικές συνέπειες μιας καταστροφικής κυβερνοεπίθεσης. Η κατάσταση είναι τέτοια που κάποια στιγμή βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα εάν πρέπει να εκθέσει ακόμα και την κόρη του, ως συμμετέχουσα σε μία συνωμοσία μεγιστάνα της τεχνολογίας με την εμπλοκή ανώτατων αξιωματούχων του Κογκρέσου.

Μιλώντας στους Financial Times και κληθείς να απαντήσει εάν έκρυβε νέες προκλήσεις το γεγονός ότι για πρώτη φορά πρωταγωνιστεί σε τηλεοπτική μίνι σειρά, ο Ντε Νίρο απάντησε:
«Μπορείς να κάνεις πολλά περισσότερα πράγματα σε έξι επεισόδια. Είναι σαν να κάνεις τρεις ταινίες μεγάλου μήκους. Γίνεται πολύ μεγάλο άλμα από επεισόδιο σε επεισόδιο… Μου μοιάζει με το κολύμπι στη Μάγχη. Κολυμπώντας στην Αγγλία, κοιτάζοντας ψηλά, δεν βλέπεις την Αγγλία, και μετά κοιτάζεις πίσω και δεν βλέπεις ούτε τη Γαλλία. Δεν μπορώ απλώς να μείνω εκεί, πρέπει να συνεχίσω να κολυμπάω, πρέπει απλώς να συνεχίσω να πηγαίνω και να πηγαίνω, διαφορετικά θα βουλιάξω. Είναι πολύ αγχωτικό αλλά είναι οκ».
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το «Zero Day». Από το πρώτο επεισόδιο ο χαρακτήρας του, εκτός από την κυβερνοεπίθεση, πρέπει να αντιμετωπίσει έναν λαϊκιστή podcaster, πονηρούς χρηματοδότες, έναν πιθανώς διεφθαρμένο βουλευτή, μια αφελώς φιλελεύθερη κόρη και ένα εγκεφαλικό πρόβλημα που φέρνει ένα τραγούδι των Sex Pistols ξανά και ξανά στο κεφάλι του, και που μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι παράνοιας.

Ερωτηθείς εάν για αυτή την εγκεφαλική δυσλειτουργία υπήρξε έμπνευση η συζήτηση για την ψυχική υγεία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ενόψει των περσινών εκλογών, απάντησε εμφατικά όχι. «Αυτό συνέβη όταν κάναμε τα γυρίσματα», εξήγησε.
«Το γράφαμε το 2022 όταν δεν υπήρχε ακόμα τεθεί αυτό», πρόσθεσε από την πλευρά του ο Έρικ Νιούμαν, δημιουργός της σειράς, ο οποίος βρίσκεται επίσης πίσω από τις σειρές «Narcos» και «Griselda». «Ήταν σίγουρα μια έκπληξη για εμάς.»
Παρόλα αυτά ο δημοσιογράφος των FT, Peter Aspden που πήρε την συνέντευξη, παρέμεινε στο θέμα, αναζητώντας τυχόν ομοιότητες μεταξύ της σειράς και της πραγματικότητας, αν και η ομάδα παραγωγής επιμένει ότι δεν υπάρχει ζήτημα για τις προσωπικές πολιτικές απόψεις κανενός από τους δύο.
Βέβαια, για την περίπτωση του Ντε Νίρο, γνωρίζουμε ήδη ότι είναι ένας από τους πιο εύηχους επικριτές του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Τον έχει αποκαλέσει σε διάφορες περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, «ηλίθιο», «κλόουν», «κόπανο», «βλάκα» και έναν άνθρωπο που «δεν ανήκει στην πόλη μου» (και οι δύο άντρες είναι από τη Νέα Υόρκη).
Έτσι ο Aspden σημείωσε ότι έχει εντοπίσει μερικές πονηρές αναφορές. Για παράδειγμα, ο ήρωας του Ντε Νίρο, ο οποίος στη σειρά ονομάζεται George Mullen, πρέπει να παραδώσει μια πολυαναμενόμενη και αμφιλεγόμενη έκθεση στο Κογκρέσο για την επίθεση στον κυβερνοχώρο. Το όνομα θυμίζει αυτό του Robert Mueller, ο οποίος είχε επίσης να συντάξει μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη έκθεση κατά την πρώτη προεδρία Τραμπ. Σύμπτωση, σχολίασε ο Νιούμαν. «Θέλαμε να αποφύγουμε οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόεδρο της πραγματικής ζωής».
Μετά από αυτή την απάντηση, ο Aspden δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε αναφέροντας άλλη μία ομοιότητα που διακρίνει σημειώνοντας ότι το όνομα της φλογερής, φιλελεύθερης κόρης του, την οποία υποδύεται η Λίζι Κάπλαν, είναι Αλεξάνδρα. Αυτό το όνομα θα μπορούσε να είναι αναφορά στην Αλεξάντρια Οκάσιο-Κόρτεζ, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων για την 14η Περιφέρεια της Νέας Υόρκης με τους Δημοκρατικούς. «Χρησιμοποιώ συχνά το γράμμα Α όταν σκέφτομαι ονόματα. Δεν ξέρω γιατί γίνεται αυτό», απάντησε ο Νιούμαν λακωνικά.

Πάντως εμφανίστηκε πιο πρόθυμος να αναλύσει περισσότερο τον πυρήνα της σειράς «Zero Day», που είναι η σχέση του κοινού με τις ειδήσεις και τελικά την αλήθεια.
«Υπάρχουν δύο εκδοχές- ίσως και περισσότερες- της αλήθειας, παρά μόνο μία. Αλλά αν η αλήθεια δεν είναι αντικειμενική, τότε τι είναι; Για μένα, αυτή η ανικανότητα να κρατηθώ σε μια μόνο αλήθεια είναι πολύ πιο τρομακτική από οποιαδήποτε καταστροφή μπορεί να μας συμβεί».
Ο Νιούμαν μοιράστηκε αυτή ακριβώς την ιδέα με τον Ντε Νίρο, ο οποίος «τσίμπησε» αμέσως. Ο George Mullen (τον οποίο υποδύεται) είναι ουσιαστικά μια αξιοθαύμαστη φιγούρα. Βρίσκεται όμως στο ένα ηθικό δίλημμα μετά το άλλο, καταλήγοντας, σε μια αξιοσημείωτη σκηνή, στο να δώσει έγκριση ενός βασανιστηρίου.
«Είναι ένας καλός τύπος, με καλές προθέσεις», σύμφωνα με τον Ντε Νίρο. «Προσπαθεί να κάνει αυτό που είναι σωστό, αλλά δεν είναι πάντα σε θέση για λόγους που είναι πολύ ανθρώπινοι». Μια οξεία αίσθηση πραγματισμού, αντί για οποιεσδήποτε προφανείς πράξεις ηρωισμού, είναι αυτό που καθορίζει αυτόν τον Αμερικανό πρόεδρο, και ο Ντε Νίρο μεταφέρει τους εσωτερικούς του αγώνες με ένα χαρακτηριστικό τρόπο. Στο τέλος των ιλιγγιωδών ανατροπών της ιστορίας, τον βλέπουμε να προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτό που έχει περάσει ο ίδιος αλλά και η χώρα.
Τι σκέφτεται τότε ο ήρωας, τον ρώτησε ο Aspde. «Κάποιος μου είπε ότι όταν οι πρόεδροι τελειώνουν [την θητεία τους], βρίσκονται σε ένα μικρό κενό», απάντησε ο Ντε Νίρο. «Τα πάντα σταματούν. Τι κάνεις; Φτιάχνεις τη βιβλιοθήκη σου. Γράφεις τα απομνημονεύματά σου. Αυτό σκέφτεται». Αλλά ο Νιούμαν το έθεσε καλύτερα: «Είναι ο έντιμος άνθρωπος που καταλήγει μόνος».

«Αυτός ο σκοτεινός τόνος σπανίζει στα σύγχρονα πολιτικά θρίλερ και μου θύμισε τις κλασικές ταινίες παράνοιας της δεκαετίας του 1970», σχολίασε ο δημοσιογράφος των FT. «Ω, εμπνευστήκαμε από αυτά», επιβεβαίωσε ο Νιούμαν. «Υπόθεση Πάραλλαξ, Ανθρωποκυνηγητό, 3 ημέρες του Κόνδορος. Σε εκείνη την εποχή μετά το Γουότεργκεϊτ, είδαμε αυτό που ήταν αδιανόητο μέχρι τότε, ότι η κυβέρνηση μπορούσε να κάνει μερικά πραγματικά τρομερά πράγματα. Που, παρεμπιπτόντως, έκανε πάντα [πραγματικά τρομερά πράγματα]. Δεν γίναμε ΗΠΑ με το να είμαστε αξιολάτρευτοι».
Και, φυσικά η ταινία «Ταξιτζής», το αριστούργημα του Μάρτιν Σκορτσέζε του 1976 για την διαφθορά στη Νέα Υόρκη, που έκανε γνωστό τον Ντε Νίρο. Συνειδητοποιούσε όμως τότε ότι έκανε μια ταινία-σταθμό για την χώρα; «Όχι, όχι, όχι. Δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις ποια θα είναι η αντίδραση του κοινού σε μια ταινία. Αλλά είμαι Νεοϋορκέζος και την αποξένωση που νιώθει ο χαρακτήρας [Travis Bickle], την ένιωθα κι εγώ. Κάπως ταυτίστηκα με αυτό», είπε.
Η επόμενη ταινία του Ντε Νίρο, που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο, είναι το «The Alto Knights» του Μπάρι Λέβινσον, με επίκεντρο δύο εξέχουσες προσωπικότητες της μαφίας της Νέας Υόρκης, τον Βίτο Τζενοβέζε και τον Φρανκ Κοστέλο. Γιατί όμως να επιστρέψει σε ένα θέμα που για πολλούς έχει καλύψει επαρκώς με τις ερμηνείες του στις ταινίες «Ο Νονός» και «Τα καλά παιδιά»;
«Μου έφεραν το σενάριο άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν και για τους οποίους τρέφω μεγάλο σεβασμό», εξήγησε. «Και ένα άλλο στοιχείο ήταν ότι, ως παιδί, σύχναζα στο πραγματικό μέρος Alto Knights [ένα κλαμπ στην περιοχή Little Italy της Νέας Υόρκης]. Και μετά με ρώτησαν αν θα σκεφτόμουν να παίξω και τους δύο ρόλους, τον Τζενοβέζε και τον Κοστέλο, κάτι που ήταν κάπως ενδιαφέρον. Δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω άλλες ταινίες για τη μαφία ή τους γκάνγκστερ, αλλά αυτό ήταν καλό. Είπα λοιπόν: ‘’Θα το κάνω’’».
Επιμέλεια: Βαρδαλαχάκη Ιωάννα






