Who is who: Κρίστιαν Μπέιλ
Ο Κρίστιαν Μπέιλ επιλέγει δύσκολους ρόλους, διαταραγμένων ή σκοτεινών χαρακτήρων. Ποιος όμως είναι ο ηθοποιός που κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Μπάτμαν και εμφανίζεται στις φετινές υποψηφιότητες των Όσκαρ;
Ο Κρίστιαν Μπέιλ, έχει μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει το Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου, για την ερμηνεία του στο «Τhe fighter». Ακόμη όμως και αν οι ελπίδες του διαψευστούν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποτε στο μέλλον ο θείος Όσκαρ θα του χαμογελάσει. Κι αυτό γιατί ανήκει στους λίγους ηθοποιούς-χαμαιλέοντες της κινηματογραφικής βιομηχανίας και διαθέτει απίστευτη αυτοπειθαρχία.
Έγινε διάσημος ως ψυχοπαθής δολοφόνος στο «American psycho» της Μάρι Χάρον αλλά και στον Μπάτμαν του Κρίστοφερ Νόλαν. Αυτός ο οικείος αλλά συνάμα αινιγματικός «αντι-στάρ», εδώ και δεκαετίες χτίζει την καριέρα του, προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στις ανεξάρτητες παραγωγές και τον εμπορικό κινηματογράφο.
Η έρευνα για έναν ρόλο
Ο Κρίστιαν Μπέιλ κυριολεκτικά ζει τους ρόλους του, ακολουθώντας όλα τα βήματα της περίφημης «μεθόδου Στανισλάφσκι» στην υποκριτική. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα της επιμονής του για τελειότητα μπορούμε να το διακρίνουμε στην (υποψήφια για 7 Όσκαρ)ταινία «Τhe fighter» του Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ: για να υποδυθεί τον Ντίκι Έκλαντ, ένα μποξέρ που το αστέρι του έδυσε πρόωρα από τις καταχρήσεις και τα ναρκωτικά, έχασε 13 κιλά και ξεκίνησε εντατικές προπονήσεις πυγμαχίας δίπλα στον πραγματικό Έκλαντ. Αντέγραψε όλες τις κινήσεις, κατανόησε βαθιά τον χαρακτήρα του και έβγαλε στη μεγάλη οθόνη ένα αποτέλεσμα που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που ο Μπέιλ υπέβαλε τον εαυτό του σε κινέζικα βασανιστήρια στο πλαίσιο της έρευνάς του για έναν ρόλο. Για να αποδώσει καλύτερα τον Πάτρικ Μπέιτμαν, τον κατά συρροή δολοφόνο στο «American psycho» (1999), μια κινηματογραφική μεταφορά του προκλητικού μυθιστορήματος του Μπρετ Ίστον Έλλις, ξόδεψε πολλούς μήνες κάνοντας ηλιοθεραπεία και σκληρή άσκηση προκειμένου να πετύχει την αθλητική εικόνα που περιέγραφε στο βιβλίο του ο συγγραφέας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός, ότι η σκηνοθέτις Μέρι Χάρον είχε δώσει μάχη με τους παραγωγούς, προκειμένου να πάρει ο Κρίστιαν Μπέιλ το ρόλο και όχι ο -περισσότερο διάσημος τότε-, Λεονάρντο ντι Κάπριο. Ο τελευταίος προτίμησε τελικά να πρωταγωνιστήσει στο «Τhe beach», αφήνοντας το δρόμο ελεύθερο για τον Κρίστιαν Μπέιλ.
Ανάλογη σκληρή προετοιμασία έκανε και για το ψυχολογικό θρίλερ «Τhe Machinist» (2004) του Μπραντ Άντερσον, με απότομες αυξομειώσεις βάρους, προκειμένου να αποδώσει πιο πειστικά τον διαταραγμένο ήρωά του που πάσχει από χρόνια αϋπνία.
Η άνοδος του Κρίστιαν Μπέιλ
Ο Κρίστιαν Μπέιλ διαθέτει τη στόφα ενός μεγάλου ηθοποιού και η άνοδός του στο Χόλιγουντ οφείλεται σε ένα συνδυασμό ταλέντου, σκληρής, δουλειάς, τύχης και οικογενειακών γονιδίων.
Το χρίσμα στον λαμπερό κόσμο του κινηματογράφου ο διάσημος Ουαλός ηθοποιός το έλαβε από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, όταν τον επέλεξε, για να παίξει στο έπος του «Η αυτοκρατορία του ήλιου». Εντυπωσίασε στο ρόλο ενός μικρού άγγλου που έχει αποχωριστεί τους γονείς του και βρίσκεται χαμένος σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε έλαβε και το βραβείο παιδικής ερμηνείας από το National Board of Review.
Φαίνεται ότι οι θυσίες του πιλότου πατέρα του που έβαλε σε δεύτερη μοίρα τα επαγγελματικά του για χάρη της υποκριτικής καριέρας του γιου του και η ενθάρρυνση της μητέρας του που δούλευε ως περφόμερ σε τσίρκο, είχαν τελικά θετικό αποτέλεσμα. Έχοντας πρωταγωνιστήσει από την ηλικία των οκτώ ετών σε αρκετά διαφημιστικά, ο μικρός Μπέιλ στρεφόταν οριστικά προς τον πλανήτη Χόλιγουντ.
Βέβαια και άλλα παιδιά-θαύματα έχουν περάσει από τη σκληρή, αμερικάνικη βιομηχανία του θεάματος και κάπου στο δρόμο προς την ενηλικίωση έχασαν τη λάμψη τους. Ο Κρίστιαν Μπέιλ όμως ήταν διαφορετική περίπτωση. Εξαργύρωσε τη φήμη του γρήγορα συμμετέχοντας στον «Χένρι τον Πέμπτο» του Σαίξπηρ (1989), υπό τις οδηγίες του Κένεθ Μπράνα. Η Ντίσνεϊ τον εμπιστεύεται στο μιούζικαλ «Νewsies» (1992) και το επόμενο έτος συμμετέχει στο πετυχημένο δράμα «Swing Kids», ένα μουσικοχορευτικό φιλμ για τους νεαρούς εφήβους στη Γερμανία που άκουγαν κρυφά την απαγορευμένη από τους Ναζί τζαζ. Η Γουινόνα Ράιντερ του άνοιξε το δρόμο για τις «Μικρές κυρίες» (1994). Το 1998 κάνει αξιοσημείωτη εμφάνιση ως Άρθουρ Στούαρτ στο «Velvet Goldmine» του Τοντ Χέινς, μια ταινία για το γκλαμ ροκ της δεκαετίας του ’70. Το 1999 είναι η χρονιά του: προκαλεί αίσθηση ερμηνεύοντας τον ψυχοπαθή γιάπι στο «American psycho», σε σκηνοθεσία της Μέρι Χάρον. Το 2000 επιστρέφει και πάλι στο ρόλο του «κακού» στο «Shaft» του Τζον Σίνγκλετον και αμέσως μετά στην εμπορική αλλά μέτρια ταινία του Τζον Μάντεν «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (2001), στο ρόλο ενός Έλληνα ψαρά.
Ο Κρίστιαν Μπέιλ σε ρόλους με αυξημένες δόσεις τεστοστερόνης
Η είσοδός του στις ταινίες δράσης και φαντασίας πραγματοποιείται με το blockbuster «Βασίλειο της φωτιάς» (2002) του Ρομπ Μπόουμαν, δίπλα στον Μάθιου Μακ Κόναχι και το φουτουριστικό «Εquilibrium» του Κουρτ Βίμερ (2002). Την ίδια περίοδο πρωταγωνιστεί και στο δράμα της Λίζα Τσολοτένκο «Laurel Canyon» (2002).
Χάρη στην ανανεωτική ματιά του Κρίστοφερ Νόλαν πάνω στον μύθο του Μπάτμαν «Batman begins» (2005) ο Κρίστιαν Μπέιλ διευρύνει το κοινό του. Πάλι σκληρή γυμναστική, εντατικό διάβασμα κόμικς και μια προσωπική σκοτεινή πινελιά στον ήρωα που ενσαρκώνει. Ο Μπάτμαν του προκαλεί θετικές αναταράξεις στο box office και η μεγάλη εμπορική επιτυχία συνεχίζεται και με το σίκουελ «The dark Knight». Στα σκαριά βρίσκεται και το τελευταίο μέρος της τριλογίας «The dark knight rises» που θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2012.
Ο Τέρενς Μαλίκ του δίνει έναν δευτερεύοντα ρόλο στον «Άγνωστο κόσμο», μια ταινία που απέτυχε εισπρακτικά. Το 2006 ο Μπέιλ συνεχίζει να παραμένει μακριά από ρομαντικά δράματα και τις ανάλαφρες κομεντί: πρωταγωνιστεί στην πολεμική περιπέτεια του γερμανού δημιουργού Βέρνερ Χέρτζογκ «Rescue dawn» που εστιάζει στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στην πολεμική περιπέτεια «Ηarsh times» (2006) του Ντέιβιντ Άγιερ, υποδύεται έναν βετεράνο από τον πόλεμο του Αφγανιστάν που αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα
Με τον Κρίστοφερ Νόλαν δίνουν ραντεβού και πάλι στο «Τhe prestige», μια κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος του Κρίστοφερ Πριστ, για δύο βικτωριανούς ταχυδακτυλουργούς. Τον ξαναβρίσκουμε στο «Ι’ m not there» του Τοντ Χέινς, μαζί με τον Χιθ Λέτζερ, σε μια ταινία-ύμνο για τον Μπομπ Ντύλαν. Σταθμό στην καριέρα του αποτελεί και το ριμέικ γουέστερν «Το τελευταίο τρένο για τη Γιούμα» (2007) του Τζέιμς Μάνγκολντ. Η συμμετοχή του στην επιστημονικής φαντασίας περιπέτεια «Terminator Salvation» (2009) του Τζόζεφ ΜακΓκίντι Νίκολ σκιάζει για πρώτη φορά τη φήμη του, καθώς δημοσιοποιείται ένα βίαιο ξέσπασμά του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όταν ένας από τους συντελεστές του φιλμ διακόπτει για δεύτερη φορά τη συγκέντρωσή του σε μια σκηνή. Ο Μπέιλ απολογείται δημόσια, το στίγμα όμως του «σκληρού» παραμένει.
Συνεχίζει τις κινηματογραφικές εμφανίσεις του στο «Public Enemies» (2009) του Μάικλ Μαν, στο ρόλο ενός ανθρώπου του νόμου που καταδιώκει έναν γκάνγκστερ (τον Τζόνι Ντεπ). Η παρουσία του σε αυτό το φιλμ πέρασε μάλλον απαρατήρητη ευτυχώς όμως με το «Τhe fighter» τα πράγματα άλλαξαν. Έχοντας ήδη κατακτήσει μια Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία δεύτερου αντρικού ρόλου, οι μετοχές του στην κούρσα των φετινών Όσκαρ έχουν ήδη ανέβει...






