Το ξεχωριστό σύμπαν του Γουές Άντερσον
Πρωτοεμφανίστηκε το 1996 με την ταινία Bottle Rocker, μια κωμωδία στην οποία τρεις φίλοι σχεδιάζουν μια ληστεία, όχι αρκούντως καλά.
Η ταινία δεν έκανε ιδιαίτερη επιτυχία, αλλά απέσπασε τα εύσημα των ανθρώπων που ξέρουν: ο Μάρτιν Σκορτσέζε την αναγνώρισε ως μία από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του ’90.
Το άνοιγμα στο μεγάλο κοινό έγινε το 2001 με την Οικογένεια Τενενμπάουμ, μία οικογένεια εκκεντρικών μεγαλοφυϊών, ταινία με την οποία διεκδίκησε το Όσκαρ καλύτερου σεναρίου, αλλά, κυρίως, άρχισε να μας εξοικειώνει με το δικό του ξεχωριστό σύμπαν.
Ακολούθησαν οι Υδάτινες Ιστορίες ή αλλιώς The Life Aquatic with Steve Zissou – η πιο αγαπημένη μου, τουλάχιστον ως το Grand Budapest Hotel – η κινουμένων σχεδίων (!) Fantastic Mr. Fox, το Darjeeling Limited, το Moonrise Kingdom και το πιο πρόσφατο: το Grand Budapest Hotel.
Τους μεγάλους σκηνοθέτες τους καταλαβαίνεις επίσης από το ότι ποτέ δε θα πεις «πάω να δω μια ταινία με τον τάδε» ακόμα κι αν όντως πρωταγωνιστεί ένας σπουδαίος ηθοποιός, όπως για παράδειγμα ο Bill Murray. Όχι, θα πεις: «πάω να δω την καινούργια ταινία του Γουές Άντερσον» και σιγά – σιγά καταλαβαίνεις γιατί το εκφράζεις έτσι.
Τα θέματα που επανέρχονται
Το ταξίδι, η απόδραση, το κυνήγι. Στις ταινίες του Άντερσον οι ήρωες πάντα από κάπου ξεκινάνε και κάπου φτάνουν – ακόμα κι αν κάνουν κύκλους.
Είτε πρόκειται για ένα ταξίδι ενηλικίωσης και ωρίμανσης, είτε αυτό που τους κινητοποιεί είναι η αναζήτηση της ίδιας της περιπέτειας, θα τους δούμε μέσα σε υποβρύχια, καράβια, τρένα, αυτοκίνητα, μηχανές, τελεφερίκ, λεωφορεία, βάρκες ή απλώς να τρέχουν με τα πόδια.
Η μετακίνηση είναι πάντα στο επίκεντρο και οι ήρωές μας μεταμορφώνονται όσο τα μίλια ή τα χιλιόμετρα «τρέχουν». Για όσους αγαπούν τα βιβλία του Βερν και του Μέλβιλ, ο κινηματογράφος του Άντερσον είναι ένα μεγάλο δώρο.
Όλος ο κόσμος φαίνεται να κινείται σε ένα άχρονο σύμπαν, με την έννοια ότι ναι μεν τα θέματα του τοποθετούνται εντός του 20ου αιώνα, αλλά ο Άντερσον αποφεύγει πάντα να δώσει συγκεκριμένες χρονικές, ενίοτε και γεωγραφικές συντεταγμένες.
Όλα είναι οικεία ή αναγνωρίσιμα, όμως ποτέ και πουθενά δε θα βρείτε τους τόπους που περιγράφονται. Με τα λόγια του αφηγητή του Grand Budapest Hotel: «His world had vanished long before he ever entered it, but he certainly sustained the illusion with a remarkable grace».
Χρώματα, κάμερα, φωτισμός
Το σύμπαν του Άντερσον είναι χρωματιστό: από τις φόρμες που φορούν κάποια από τα μέλη της οικογένειας Τένενμπάουμ, μέχρι τις στολές του πληρώματος του Steve Zissou και τα χρώματα του ξενοδοχείου Grand Budapest στα οποία αποτυπώνεται το πέρασμα από τη μεγαλοαστική δόξα, στο ναζιστικό καθεστώς και τη σοβιετική κυριαρχία, τα χρώματα αναδεικνύουν τις εμμονές και τις αναζητήσεις των ηρώων.
Πλάνα που θυμίζουν εικονογραφημένα παραμύθια βιβλίων με κινούμενα μέρη, άλλα και τα κουτιά που έφτιαχνε ο εικαστικός και κινηματογραφιστής Joseph Cornell: animated ζώα με ανθρώπινα πάθη και μινιατούρες ανθρώπων και κτηρίων.
Ναι, η κίνηση είναι πανταχού παρούσα, αλλά συχνά έχεις την αίσθηση ότι δεν είναι οι άνθρωποι αυτοί που κινούνται, αλλά μια σειρά από πίνακες που τρέχουν πολύ γρήγορα, μέσα από πλάνα του Άντερσον, σοφά και συχνά απολύτως συμμετρικά.
Ο θίασος
Χάρη στον Γουές Άντερσον, όσοι αγαπάμε τον Μπιλ Μάρεϊ θα έχουμε ακόμη περισσότερες ταινίες για να βλέπουμε το θλιμμένο βλέμμα του.
Ο Άντερσον έχει λίγο –πολύ φτιάξει ένα σταθερό θίασο, τα μέλη του οποίου αλλάζουν ρόλους και ρούχα, αλλά είναι πάντοτε παρόντα, ακόμα και για να κάνουν ένα πέρασμα. Ο Μπιλ Μάρεϊ για παράδειγμα, είναι συνήθως εκεί ως αποτυχημένη πατρική φιγούρα.
Ο Όυεν Γουίλσον, ο Γουίλιαμ Νταφό, η Αντζέλικα Χιούστον, ο Τζέισον Σβάρτσμαν, ο Έντουαρτ Νόρτον, η Τίλντα Σουίντον, ο Τζεφ Γκόλντμπλαμ συναντώνται ξανά και ξανά στα πλατό που στήνει ο Άντερσον, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση ενός χωροχρονικού συνεχούς του παράλληλου, φανταστικού σύμπαντός του.
Αν δεχτούμε ότι υπάρχει αυτό που αποκαλούμε «ενσυναίσθηση» - και γιατί όχι άλλωστε; – είναι δύσκολο να βρούμε κινηματογραφικούς ήρωες, τους οποίους θα συμπονέσουμε πιο πολύ από εκείνους που φτιάχνει ο Άντερσον.
Η ανθρώπινη αγωνία, ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, θρησκείας και λοιπών διαχωρισμών, τίθεντε στο επίκεντρο με τέτοιο τρόπο, ώστε δε μπορείς παρά να αγαπήσεις και ενίοτε να ταυτιστείς με ένα θυρωρό ξενοδοχείου, ο οποίος παρέχει άψογο σέρβις, ένα δωδεκάχρονο αγόρι που «κλέβει» την αγαπημένη του, την παντρεύεται και προσπαθεί να ζήσει με αυτάρκεια ή μία μεσήλικη γυναίκα, η οποία είχε γοητευτεί από έναν τύπο που θυμίζει αντικατοπτρισμό του Ζακ Κουστώ στην παρηκμασμένη του εκδοχή, τον έχει χωρίσει, χωρίς όμως να πάψει ποτέ να τον αγαπά και συνδράμει στις περιπέτειές του.
A Genius Hardass
Το καστ του Grand Budapest Hotel αποκάλεσε τον Άντερσον «Genius Hardass», σε ελεύθερη απόδοση ας το πούμε σκληρό, απαιτητικό, δαιμόνιο πνεύμα.
Είναι πολύ συγκεκριμένος στο τι θέλει από τους ηθοποιούς του και θα γυρίσει το ίδιο πλάνο ξανά και ξανά μέχρι να το πάρει. Μάλλον επειδή ξέρει ότι αυτό απαιτείται όταν θες να φτιάξεις έναν ολόκληρο κόσμο.
Πληροφοριακά, σημειώνω ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το βιβλίο του κριτικού κινηματογράφου Matt Zoller Seitz, «The Wes Anderson Collection» (εκδ. Abrams Books), στο οποίο ο συγγραφέας σε συνεργασία με το σκηνοθέτη αναλύουν το έργο του δεύτερου.
Σχέδια, φωτογραφίες, σχόλια, κείμενα: μία πηγή πληροφοριών για τους λάτρεις του Άντερσον και του (αμερικανικού) κινηματογράφου.
Άρτεμη Φύσσα
[email protected]