Το μεγαλειώδες «δόγμα» του δανέζικου σινεμά
Οι Δανοί υποστηρίζουν ότι αν δεν είχαν εμπλακεί στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Χόλιγουντ θα υπήρχε μεν, αλλά μάλλον προς Κοπεγχάγη μεριά.
Ίσως και να 'χουν δίκιο. Την εποχή εκείνη, όντως ο κινηματογράφος της Δανίας και της Σουηδίας (συνήθως σε συμπαραγωγές) έκανε θαύματα. Και δεν αναφέρομαι στον Bergman. Αυτός ήταν Σουηδός.
Σήμερα ο δανέζικος κινηματογράφος αναβιώνει. Προσωπικά, το περίμενα και το χαίρομαι. Λατρεύω την κουλτούρα τους, το χιούμορ και τη λιτή ωμότητα που έχουν στον τρόπο κινηματογράφησης. Λένε ό,τι έχουν να πουν, απλά και χωρίς φανφάρες. Και όλα αυτά μέσα από μία σκοτεινή συνήθως εικόνα και έναν σχεδόν ειρωνικό λόγο. Πολλές φορές ακόμα και με τη σιωπή.
Thomas Vinterberg, Lars von Trier, Susanne Bier και Nicolas Winding Refn είναι οι νέοι εκπρόσωποι. Οι πιο εμπορικοί- όσο εμπορικός μπορεί να είναι ένας Trier. Αλλά μάλλον κανείς από αυτούς δε θα είχε την ίδια πορεία, αν δεν είχε υπάρξει ο υπέροχος Carl Theodor Dreyer, ο Benjamin Christensen, ο Gabriel Axel κ.λπ.
Κανείς από αυτούς δε θα είχε γίνει σύμβολο της νέας κινηματογραφικής κουλτούρας του Βορρά. Ενδεχομένως, δε θα έφταναν ποτέ στα Oscar, στις Κάννες και σε άλλες διοργανώσεις που καθορίζουν την πορεία, το μέλλον και σίγουρα το κύρος του κάθε δημιουργού.
Βέβαια, για τους Δανούς το σινεμά είναι τρόπος σκέψης. Αγαπούν το σινεμά. Αγαπούν να προκαλούν μέσα από το σινεμά. Αλλά κανείς τους δεν έχει καταφέρει (και μάλλον δε θα καταφέρει ποτέ) να αγγίξει την κινηματογραφική ευφυΐα του Dreyer.
Τον Dreyer τον έμαθα καλύτερα στη γενέτειρά του, στην Κοπεγχάγη. Κάθε Τετάρτη πρωί στις 8. Κάθε εβδομάδα. Για έναν χρόνο. Βάρβαρο το πρωινό ξύπνημα. Βαρύ το δανέζικο σινεμά για τα κρύα πρωινά της Τετάρτης. Αλλά τόσο εποικοδομητικά. Τόσο όμορφα, που τα αναπολώ με μία νοσταλγία, που πρέπει κάποια στιγμή να αποτάξω. Αλλά όχι ακόμα.
Όχι, πριν πω όλα όσα θέλω για τον Dreyer. Για όσους είστε πρωτάρηδες στο δανέζικο σινεμά, η βωβή ταινία «Jeanne d'Arcs Lidelse og Død» του 1928 (δηλαδή το «Πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ» σε ελληνική μετάφραση), θα σας καθηλώσει. Δεν το συζητώ καν. Η ταινία βασίζεται στα αρχεία της δίκης της Ζαν ντ' Αρκ που διασώθηκαν από το 1431.
Φυσικά ασπρόμαυρο, σχεδόν πρωτόλειο σινεμά με μία εξαιρετικά πρωτοπόρα ματιά. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες δημιουργίες στο παγκόσμιο σινεμά και είναι θαύμα που ακόμη και σήμερα σώζεται. Η ταινία εξιστορεί τις τελευταίες μέρες της Ζαν Ντ’ Αρκ, από τη δίκη μέχρι την εκτέλεσή της στην πυρά.
Ο Dreyer μεγαλουργεί με έναν δικό του αποκλειστικά τρόπο κινηματογράφησης. Παίρνει μία ιστορία και τη μεταφράζει σε έναν ολόδικό του μύθο με βασικά στοιχεία την αποτύπωση της πνευματικότητας, της χάρης και των παθών. Η Renée Falconetti στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι συγκλονιστική.
Μία από τις καλύτερες σε φωτογραφία ταινίες του Dreyer- που δίνει μαθήματα κινηματογράφησης στους νεότερους- είναι σίγουρα το «Ordet» (Ο λόγος) του 1955.
Ο Δανός δημιουργός εξερευνά το χάσμα ανάμεσα στη θρησκευτική ορθοδοξία και την αληθινή πίστη. Εξάλλου, οι Δανοί με την πίστη είναι αρκετά απελευθερωμένοι και ακομπλεξάριστοι. Ειδικά στην επιλογή του καθενός να πιστεύει όπου, όταν και όσο θέλει.
Γι΄ αυτό και τη χειρίζονται σαν ένα φιλολογικό ζήτημα. Όχι σαν ταμπού, όχι σαν υποχρέωση. Αυτό ακριβώς απεικονίζεται στα πλάνα του Dreyer. Ο πρωταγωνιστής του νομίζει ότι είναι η μετενσάρκωση του Χριστού. Βασικά ερωτήματα προκύπτουν, η πίστη η ίδια αμφισβητείται, η αλήθεια αλλάζει.
Η ταινία είναι συγκλονιστική και μάλιστα, συγκαταλέγεται μεταξύ των 10 must see ταινιών από το ίδιο το Βατικανό. Και αυτό σίγουρα είναι δείγμα ανωτερότητας της τέχνης του Dreyer.
Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Dreyer είναι το «Vampyr» (Hændelser) του 1932. Το σενάριο είναι η κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Sheridan Le Fanu. Μια απόλυτα ελεύθερη προσαρμογή ενός κλασικού βαμπιρικού κειμένου.
Παράξενη, αινιγματική, σκοτεινή ταινία, σα να έχεις πάρει ecstasy, οδηγείσαι σε ένα φαινομενικά ονειρικό περιβάλλον, με στοιχειωμένες υπάρξεις. Οι χαρακτήρες του σχεδόν νυσταγμένοι, κατατονικοί προβάλλονται κάτω από το πλέγμα των προαισθημάτων. Περίεργη ταινία, χαρισματική δημιουργία.
Ο Dreyer καταπιάστηκε πολύ με τη θρησκεία στις ταινίες του. Έτσι και το «Μέρες Οργής» (Vredens Dag) του 1943. Ιστορικά η ταινία τοποθετείται στο 17ο αιώνα, φυσικά στη Δανία, όπου μία σκοτεινή και δυνατή ιστορία αγάπης πρωταγωνιστεί. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι η αγαπημένη μου από τον Δανό σκηνοθέτη.
Αλλά αντικειμενικά είναι μία σχεδόν ειρωνική μεταφορά της συμπεριφοράς των Ναζί στους υπόδουλους Δανούς. Οι Δανοί εξάλλου ξέρουν πολύ καλά πώς να ειρωνεύονται, να σαρκάζουν και να αυτοσαρκάζονται.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην τελευταία ταινία του Dreyer, και για τη δική μου λίστα και για τον ίδιο χρονολογικά. Το «Gertrud» (Γερτρούδη) του 1964 είναι η ιστορία μίας τραγουδίστριας όπερας, που κάνει τον απολογισμό της έπειτα από την άρνησή της να συμβιβαστεί με τους άντρες της ζωής της.
Μόνη, από επιλογή ή μάλλον από ανάγκη τελικά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έστω και έτσι δε μετανιώνει, η αγάπη είναι αυτή που αξίζει περισσότερο από οτιδήποτε. Το κύκνειο άσμα του Carl Theodor Dreyer είναι πιο ρομαντικό, πιο ανθρώπινο και σίγουρα δεν αφορά στη θεϊκή πίστη. Πιο ώριμος, πιο «κατασταλαγμένος» και απαλλαγμένος από τα βασανιστικά ερωτήματα της θρησκείας, επιλέγει να εστιάσει στον άνθρωπο.
Ναι, ο Carl Th. Dreyer είναι «βαρύς», εσωτερικός αλλά ταυτόχρονα διδακτικός, πνευματικός και σίγουρα προκαλεί τα εγκεφαλικά κύτταρα του θεατή.
«Ήμουν συντηρητικός ... δεν πιστεύω σε επαναστάσεις. Έχουν, κατά κανόνα, την κουραστική αρετή να τραβούν πίσω την ανάπτυξη. Πιστεύω περισσότερο στην εξέλιξη, στις μικρές προόδους» έλεγε ο ίδιος. Ίσως να μη γνώριζε όμως ότι το δικό του σινεμά δεν ήταν απλά η εξέλιξη μιας τέχνης αλλά η επανάστασή της.
Σόφη Ζιώγου
[email protected]