Κριτική ταινίας: Αμαρτωλή πόλη: Η Κυρία Θέλει Φόνο

sin-city
ΠΕΜΠΤΗ, 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Εννιά χρόνια μετά τη μεγάλη επιτυχία του «Sin City», οι θεατές θα έχουν ξανά την ευκαιρία να χαθούν μέσα στο φαντασιακό κόσμο του Φρανκ Μίλερ και στους λαβυρίνθους της Αμαρτωλής Πόλης του.

Κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης σειράς κόμικ του Φρανκ Μίλερ, όπως και η προηγούμενη ταινία, το «Sin City: Η Κυρία Θέλει Φόνο» προτείνεται ως sequel ή και prequel της πρώτης. Ως prequel, επειδή ο Φρανκ Μίλερ αγαπά να «παίζει» με το χρόνο και να εξάπτει τη φαντασία, ανακατεύοντας τις εποχές και ανασταίνοντας πρόσωπα, αφηγούμενος συμβάντα που προηγήθησαν αυτών του πρώτου επεισοδίου.

O Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ (σκηνοθέτης του Desperado και του Machete Kills μεταξύ άλλων) βρίσκει στις ιστορίες και τα σχέδια του Μίλερ έναν απόηχο του δικού του σινεμά, ενός σινεμά με virils μάτσο τύπους μοναχικούς, που επιδίδονται σε επιδείξεις βίας και αιματοκυλίσματος διψώντας για εκδίκηση.

Ιστορίες πάθους και εκδίκησης, λοιπόν, και στο «Sin City: Η Κυρία Θέλει Φόνο», με τη βία και τη φρικαλεότητα να αποτελούν τα διακριτικά μιας πόλης βουτηγμένης μέσα στο έγκλημα και τη διαφθορά. Προσφέρεται ξανά στο κοινό ένα πλούσιο δειγματολόγιο χαρακτήρων-τύπων που κατοικούν στην Αμαρτωλή Πόλη: κακοποιοί, απατεώνες, πρεζάκηδες γιατροί, ισχυροί που κόβουν δάχτυλα όταν κάποιος «τους μπει στη μύτη», ριψοκίνδυνοι νεαροί, κάποιοι αιώνια ερωτευμένοι, femmes fatales και επικίνδυνα σέξι θηλυκά που θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς.

Οι χαρακτήρες δρουν και αντιδρούν, βγάζοντας στην επιφάνεια τις αδυναμίες ή και τα βάρβαρα ένστικτά τους, τα απωθημένα τους, «αφήνοντας το τέρας ελεύθερο», όπως χαρακτηριστικά λέει ένας από τους ήρωες.

Όλα είναι ασπρόμαυρα σε αυτήν την πόλη: οι δρόμοι, τα κτήρια, οι άνθρωποι, οι σκέψεις ακόμη και τα συναισθήματα. Η στυγερότητα των εγκλημάτων και ο θάνατος έρχονται με αναίδεια να λάβουν χώρα φωλιάζοντας μέσα στο μαύρο που καταλαμβάνει την οθόνη, ενώ με το άσπρο χαράσσονται οι γραμμές και τα πεδία της αιφνίδιας δράσης.

Μένουμε αποσβολωμένοι εμπρός στη σειρά των εικόνων που έχει ετοιμάσει και παρατάξει με περισσή προσοχή ο Ροντρίγκεζ, με διαδοχικές γραμμές και σχήματα να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, παραπέμποντας κάποιες φορές στο εξπρεσιονιστικό σινεμά του ‘20. Όπως και στο κόμικ, κάποιες πινελιές του κόκκινου εισβάλλουν αυθαίρετα μέσα στον ασπρόμαυρο καμβά της δράσης και με διάφορες αφορμές υποδηλώνουν το πάθος (κόκκινα χείλη, κόκκινο περιδέραιο), την ταχύτητα και τη δράση (κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων), την ένταση των στιγμών (ένα αναμμένο πούρο) και τη σφαγή, όπως τα αίματα που τρέχουν επάνω στα πρόσωπα, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο στόμα.

Κοντά στο κόκκινο, το μπλε, επίσης, όπως και τα πορτοκαλόξανθα μαλλιά μιας κοπέλας εγγράφονται ως οάσεις μέσα στο μαυρόασπρο μουντό περιβάλλον της Αμαρτωλής Κακής Πόλης, χρώματα που φέρουν τη σπίθα της ανάφλεξης, της δράσης, της ουσίας.

Η ταινία ακολουθεί τους κώδικες ενός κλασικού φιλμ νουάρ, με το μυθιστορηματικό μοτίβο μιας voice over να αφηγείται τα συμβάντα, με μανιακούς ή και καταθλιπτικούς τύπους που αγαπούν τον κίνδυνο, αποτυπώνοντας μια νοσηρή αστική ατμόσφαιρα κόλασης και σήψης.

Ο Ροντρίγκεζ και ο Μίλερ επιδίδονται σε μια εικονογραφία «καλλιτεχνικά πλασμένη», μοναδική, πρωτότυπη και εμπνευσμένη που ξεπερνά κατά πολύ την αισθητική άλλων ταινιών κινουμένων σχεδίων (θα μπορούσε να λειτουργεί και παραδειγματικά). Θα πρότεινα να μην τη χάσετε.

Σκηνοθεσία: Φρανκ Μίλερ, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, παίζουν: Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Μπρους Γουίλις, Τζούνο Τεμπλ, Εύα Γκριν, Τζέσικα Άλμπα, Μίκι Ρουρκ, Ροζάριο Ντόσον, Τζος Μπρόλιν, Ρέι Λιότα, Στέισι Κιτς, Πάουερς Μπουθ, Τζέιμι Κινγκ, Τζέρεμι Πίβεν, Τζέιμι Τσανγκ, Lady Gaga.  Εταιρεία Διανομής: SPENTZOS.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ