Jurassic World: ένα από τα καλύτερα sequels, αλλά με ενστάσεις

jurassic-world
ΠΕΜΠΤΗ, 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015

Ο Φοίβος Κρομμύδας γράφει κριτική για την ταινία «Jurassic World» συνοψίζοντας την άποψή του στο: "Απολαυστική και αυτό αρκεί".

Όταν το 1993 κυκλοφόρησε στις αίθουσες το Jurassic Park, δύο πράγματα έγιναν άμεσα κατανοητά: το πρώτο ήταν η ιδιοφυία του Steven Spielberg, ενός σκηνοθέτη που όχι μόνο μπορούσε να δημιουργήσει ένα έπος με δεινόσαυρους στη μεγάλη οθόνη κάνοντάς το να φαίνεται απόλυτα εντυπωσιακό και ρηξικέλευθο, αλλά και η δύναμή του στην εικονοποίηση του σεναρίου. Το δεύτερο ήταν το φετίχ των θεατών με το θέαμα των δεινοσαύρων και η μαγεία ενός κόσμου που ποτέ δεν πρόκειται να ζήσουμε από κοντά. Η επιτυχία της πρώτης ταινίας ήταν τέτοια που γέννησε δύο συνέχειες, μια το 1997 και μια το 2001, σαφώς κατώτερες της πρώτης. Η τελευταία ταινία της σειράς που βγαίνει αυτή την εβδομάδα έχει αφυπνίσει το ενδιαφέρον ευρείας μερίδας κόσμου, αλλά οι προσδοκίες είναι μικτές. Ποια είναι, οπότε, η (υποκειμενική) αλήθεια σε σχέση με την ταινία;

Ξεκινάμε με το πιο βασικό απ’ όλα: τους δεινόσαυρους. Όποιος πάει γι’ αυτό και τίποτα άλλο θα είναι ο πιο ευτυχής απ’ όλους γιατί φαίνεται η δουλειά που έχει γίνει στον τομέα των οπτικών εφέ. Αληθοφανείς μέχρι κεραίας, επιβλητικοί, τρομακτικοί, αποζημιώνουν μέχρι και τον τελευταίο αντίμαχο των ψηφιακών εφέ. Και η αλήθεια είναι πως, όταν η πλοκή περιστρέφεται γύρω απ’ αυτούς, η ταινία δείχνει τα νύχια της και την ίδια την αιτία κατασκευής της. Υπό αυτήν την έννοια ίσως και να είναι το απόλυτο καλοκαιρινό blockbuster –Mad Max εξαιρουμένου που θα αποδειχθεί παντός καιρού-, γιατί κατά τα λοιπά, δεν παύει να έχει σημαντικά προβλήματα.

Ο Spielberg μπορεί να μη βρίσκεται πουθενά στα ονόματα της ταινίας, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ο Colin Trevorrow δεν προσπαθεί να στηριχτεί πάνω στη φόρμουλα της αργής κορύφωσης που εκμεταλλεύτηκε ο «πνευματικός του πατέρας». Αργεί αρκετά να φτάσει στην ουσιαστική έναρξη των γεγονότων, αλλά δε σημαίνει πως επιτυγχάνει ένα σωστό χτίσιμο. Και στη συνέχεια δε σημαίνει πως αποφεύγει τη σεναριακή αφέλεια και κάποιους αδιάφορους χαρακτήρες, όπως και την «εμπορευματοποιημένη» προσέγγιση των σκηνών δράσης. Ο Chris Pratt μπορεί να είναι ένας ηθοποιός αν μη τι άλλο χαρισματικός και καταφέρνει να δώσει κάποια ζωντάνια στο ρόλο του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν καταφέρνει να χτίσει έναν χαρακτήρα τόσο μνημονευόμενο όπως ας πούμε αυτόν του Alan Grant. Από την, άλλη, αν ξαναειδωθεί και το πρώτο μέρος της σειράς συνειδητοποιούμε πως ούτε εκεί οι χαρακτήρες ήταν αρκετά ολοκληρωμένοι, αλλά στα πλαίσια της ταινίας και της εποχής της λειτουργούσαν περίφημα. Οπότε και γι’ αυτό οι ενστάσεις.

Μη γελιόμαστε, για αυτό που θέλει να δει κανείς (το οποίο είναι η παρουσίαση των δεινοσαύρων), η ταινία επιτυγχάνει να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών. Και ίσως είναι και το καλύτερο από τα sequels, χωρίς, ωστόσο να τοποθετείται κοντά στην ταινία του 1993. Απολαυστική και αυτό αρκεί.

Σκηνοθεσία: Colin Trevorrow. Πρωταγωνιστούν: Chris Pratt, Bryce Dallas Howard, Jake Johnson. Στους κινηματογράφους από τη UIP.

Φοίβος Κρομμύδας