Ένα καλοκαίρι πιο υγρό, πιο καυτό και πιο... τηλεοπτικό
Το καλτ «Wet, Hot American Summer» επέστρεψε με τη μορφή τηλεοπτικού πρίκουελ και αυτή η ιδέα αποδείχθηκε καλύτερη απ' ό,τι θα περίμενε και ο πιο πιστός οπαδός της ταινίας.
Έχουν περάσει 14 χρόνια από το «Wet, Hot American Summer» («Υγρό, Καυτό, Αμερικανικό Καλοκαίρι» ο ελληνικός τίτλος) και η ταινία των Ντέιβιντ Γουέιν και Μάικλ Σογουόλτερ έχει αναχθεί στη σφαίρα του καλτ. Το ιδιαίτερο σατιρικό χιούμορ της δεν ενθουσίασε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού και των κριτικών όταν βγήκε, ωστόσο διατήρησε έναν πυρήνα πιστών οπαδών που κράτησαν ζωντανή τη φήμη της μέσα στα χρόνια και κατέστησαν εφικτή την τηλεοπτική συνέχεια του φιλμ τόσα χρόνια μετά, μέσα από την πλατφόρμα του Netflix. Οκτώ νέα επεισόδια κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα την τελευταία μέρα του Ιουλίου και έδωσαν μια διαφορετική νότα ανάμεσα στις διακοπές μας.
Για όσους δε γνωρίζουν την ταινία, πρόκειται για μια σάτιρα των εφηβικών κωμωδιών που τοποθετείται σε μια αμερικανική κατασκήνωση το καλοκαίρι του 1981. Παρακολουθούμε όσα εξωφρενικά συμβαίνουν την τελευταία μέρα της κατασκήνωσης και για να έχουμε σφαιρική ανάγνωση των γεγονότων, στην τηλεοπτική σειρά πηγαίνουμε λίγες μέρες πίσω και παρακολουθούμε την πρώτη μέρα της άφιξης και γνωριμίας αυτών των απίθανων κατασκηνωτών. Η παρέα του 2001 επιστρέφει σύσσωμη και τι κι αν πλέον όλοι βρίσκονται γύρω στα 40, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υποδυθούν ξανά τους έφηβους.
Μέσα στα 14 χρόνια που μεσολάβησαν από την ταινία μέχρι τη σειρά, οι περισσότεροι συντελεστές του «Wet Hot American Summer» σημείωσαν μια αξιοθαύμαστη πορεία. Για την ακρίβεια το άστρο τους έλαμψε στο Χόλιγουντ και οι περισσότεροι έχτισαν τη σύγχρονη αμερικανική κωμωδία. Οι Πολ Ραντ, Έιμι Πόλερ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Κρίστοφερ Μελόνι, Μαργκερίτ Μορό, Μόλι Σάνον, Κεν Μαρίνο και όλοι οι υπόλοιποι κατασκηνωτές επιστρέφουν και πλαισιώνονται από μια ακόμη πιο λαμπρή ομάδα ηθοποιών, μετατρέποντας το «Wet Hot American Summer: First Day of Camp» (όπως είναι το πλήρες όνομα της σειράς) σε ένα άτυπο κωμικό all-star game.
Έτσι, λοιπόν, στο καστ προστίθενται ο Τζος Τσαρλς ως επικεφαλής μιας αντίπαλης σνομπ κατασκήνωσης (ιδιαίτερη μνεία χρήζει ο… τριπλός γιακάς του), ο Τζον Χαμ ως πληρωμένος δολοφόνος του Ρόναλντ Ρήγκαν (και είναι φανταστικός στο ρόλο του, μακράν η καλύτερη προσθήκη), ο Κρις Πάιν ως ιδιόρρυθμος ξεπεσμένος ροκ σταρ, ο Τζέισον Σβάρτσμαν ως ομαδάρχης, ο Τζον Σλάτερι ως θεατρικός σκηνοθέτης, ο Μάικλ Σέρα ως ένας αποτυχημένος δικηγόρος, η Κρίστεν Γουίγκ ως μέλος της κατασκήνωσης του Τζος Τσαρλς, η Λέικ Μπελ ως κοπέλα του Μάικλ Σογουόλτερ και ο Αλ Γιάνκοβιτς που υποδύεται ουσιαστικά… τον εαυτό του. Με όλους αυτούς στη διάθεσή σου, θέλει προσπάθεια ώστε να αποτύχεις.
Το χιούμορ της ταινίας δεν απευθυνόταν σε όλους και σε ένα πρώτο στάδιο η σειρά έχει καταφέρει να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στους οπαδούς που ήρθαν περιμένοντας να δουν κάτι που ακολουθεί την ίδια λογική και σε όσους δεν ξετρελάθηκαν με την ανακοίνωση της τηλεοπτικής μεταφοράς και ήθελαν κάτι διαφορετικό που θα τους κρατήσει και για τα οκτώ επεισόδια. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί στο χρόνο που μεσολάβησε, οι δημιουργοί της έμαθαν τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία του όλου πρότζεκτ και κατανόησαν πως λειτουργεί καλύτερα ως μια θεότρελη και meta αλλά αυτόνομη εφηβική κωμωδία, παρά ως μια generic σάτιρα του είδους. Γιατί -ας είμαστε ειλικρινείς- δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακωμωδήσεις κάτι που ήδη δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει στις ταινίες τρόμου (αν και πλέον οι σατιρικές ταινίες τρόμου καταλήγουν να σατιρίζουν τον εαυτό τους) ή στις κατασκοπικές ταινίες, οι αμερικανικές εφηβικές κωμωδίες πάντως μια χαρά είναι στο δικό τους μικρόκοσμο και δε χρειάζονται κάποια περαιτέρω ανάγνωση. Η σειρά περισσότερο μοιάζει να διορθώνει και να συμπληρώνει τα «κακώς κείμενα» της ταινίας, κάτι που είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτο.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, το αξιοπερίεργο είναι ότι παρά το γεγονός πως οι ηθοποιοί της ταινίας είναι μεγαλύτεροι κατά 14 χρόνια, συνεχίζουν να παίζουν τους έφηβους. Αν για κάποιους ήταν ήδη περίεργο από τότε, σήμερα είναι σχεδόν εξωφρενικό. Η σειρά αντιμετωπίζει αυτή την ιδιαιτερότητα με έξυπνο χιούμορ και χαλαρή διάθεση και προτάσσει την έννοια της παρέας που κάνει ριγιούνιον, κερδίζοντας εν τέλει το στοίχημα. Το βραβείο του πιο γερασμένου στη σύγκριση τότε/τώρα πάει στον Μάικλ Σογουόλτερ, ο οποίος μοιάζει πιο πιστευτός ως ο Ρήγκαν παρά ως Κουπ (δε δοκιμάζει καν να φορέσει τα ρούχα της ταινίας), ενώ το βραβείο αυτού που δείχνει πιο νέος πηγαίνει φυσικά στον Πολ Ραντ, ο οποίος δείχνει ίδιος και απαράλλαχτος με τον εαυτό του στην ταινία και απλά ο χρόνος τον έχει προσπεράσει και τον άφησε για πάντα 25 χρονών.
Το στοίχημα σε αυτό το τρελό πρότζεκτ είναι να δεις την ταινία αμέσως μετά τη σειρά και να βγάζει ένα κάποιο νόημα. Και παρά τις παρανοϊκές ανατροπές στο origin story πολλών χαρακτήρων, το δημιούργημα καταφέρνει να λειτουργήσει ως ένα σωστό πρίκουελ. Μέσα σε όλα αυτά μαθαίνουμε πώς η κονσέρβα που μιλάει δεν ήταν μια παραίσθηση του μάγειρα Τζόνας (σταθερά απολαυστικός ο χαρακτήρας του) αλλά… ο επικεφαλής της κατασκήνωσης, η ατίθαση Άμπι δεν ξεκίνησε το καλοκαίρι της ακριβώς έτσι, η Λίντσεϊ δεν είναι ξανθιά bimbo μα μουσική δημοσιογράφος σε μυστική αποστολή και γενικά σχεδόν τίποτα από την ταινία δεν ήταν όπως νομίζαμε.
Οι δημιουργοί της σειράς κατάλαβαν ότι μπορούν να πουν την ιστορία τους μέσα από οκτώ 25λεπτα επεισόδια και εκεί οφείλεται κατά κύριο λόγο η επιτυχία του πρίκουελ. Παρουσιάζει τα γεγονότα της πρώτης μέρας της κατασκήνωσης χωρίς να πάει παρακάτω και χωρίς να υπάρχουν προς το παρόν σχέδια για μια δεύτερη σεζόν. Το κλείσιμο αυτής της μίνι σεζόν είναι πραγματικά επικό, σαν να έχει βγει από τα παλιά καλά σκετς του SNL και θα ήταν καλύτερα να μείνει έτσι.
Με το «Wet Hot American Summer: First Day of Camp» αναδεικνύεται όμως και η αρετή που διαφαίνεται στο ραγδαία ανερχόμενο τοπίο των τηλεοπτικών σειρών. Η τηλεόραση προσελκύει πλέον πολλούς δημιουργούς του σινεμά, αφού αφενός προσφέρει εύφορο έδαφος για πειραματισμούς και αφετέρου έχει έτοιμο μεγαλύτερο κοινό που ίσως να μην ερχόταν ποτέ σε επαφή με τον δημιουργό στη μεγάλη οθόνη. Στην τηλεόραση έχεις την ευχέρεια να επιλέξεις τον αριθμό των επεισοδίων και τη διάρκεια ή τη δομή τους και αυτό το μοντέλο αναδεικνύεται απελευθερωτικό όταν δεν τεντώνεται λόγω επιτυχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κομμάτι των καλλιτεχνικών ελευθεριών, η ταινία «Wet Hot American Summer» μοιάζει περισσότερο με τηλεόραση και η τηλεοπτική σειρά περισσότερο με σινεμά.
Όλοι συναινούν ότι το τηλεοπτικό «Wet Hot American Summer» είναι πιο έξυπνο, πιο αστείο και εν τέλει ανώτερο από την κινηματογραφική εκδοχή του και σίγουρα αξίζει να το παρακολουθήσετε, είτε σας άρεσε η ταινία είτε όχι ή και ακόμη αν δε γνωρίζατε την ύπαρξή της έως σήμερα. Η νοσταλγία είναι η νέα κότα με τα χρυσά αυγά για τη βιομηχανία της ποπ κουλτούρας, κάποιες φορές όμως μπορεί να αξιοποιηθεί δημιουργικά. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια από αυτές τις λίγες αλλά υπαρκτές περιπτώσεις.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]