Νύχτες Πρεμιέρας 2015: όσα είδαμε το Σαββατοκύριακο
Ανταπόκριση από τα «Mistress America», «Πράσινο δωμάτιο», «Τσακ Νόρις εναντίον Κομμουνισμού» και «45 χρόνια».
Το πρώτο Σαββατοκύριακο των 21ων Νυχτών Πρεμιέρας αποτελεί παρελθόν και άφησε πίσω του έντονες σινεφίλ στιγμές στο κοινό που επέλεξε στην έξοδό του να παρακολουθήσει τις ταινίες του φεστιβάλ. Τα απανωτά sold out έδωσαν το στίγμα του διημέρου, με τα «πηγαδάκια» στο Odeon Όπερα, το Ιντεάλ και τον Δαναό να δίνουν και να παίρνουν.
Θα ξεκινήσουμε την αναδρομή μας στο πρόγραμμα του φεστιβάλ από το βράδυ της Παρασκευής, όπου στο Odeon Όπερα προβλήθηκε το «Mistress America» του Νόα Μπάουμπαχ, με πρωταγωνίστρια την Γκρέτα Γκέργουιγκ. Πριν από τρία χρόνια το ζεύγος μας απασχόλησε με το «Frances Ha», ταινία-ορόσημο για το αστικό indie σινεμά που μέσα στο ανάλαφρο γουντιαλενικό περίβλημα κατάφερε να πει τόσα πολλά για τη διαδικασία της καθυστερημένης ενηλικίωσης που αποτελεί φαινόμενο της εποχής. Το οδοιπορικό μιας 27χρονης κοπέλας να βρει τη θέση της στον κόσμο μέσα από τους δρόμους της ασπρόμαυρης Νέας Υόρκης σφύζει από ζωντάνια και μέσα σε 90 λεπτά καταφέρνει να σου πει τόσες πικρές αλήθειες και στο τέλος να βγεις από την αίθουσα με ένα χαμόγελο.
Στις αρχές του καλοκαιριού κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το «Όσο είμαστε νέοι», δηλαδή η αμέσως επόμενη ταινία του Μπάουμπαχ μετά το «Frances Ha», η οποία παρά τις καλές προθέσεις έχασε τους στόχους της στην προσπάθεια να μπει στο mainstream. Στο «Mistress America» λοιπόν επιστρέφει σε φόρμα. Πρόκειται για την ασυνήθιστη φιλία που δημιουργείται ανάμεσα στην Τρέισι, μοναχική πρωτοετή φοιτήτρια και την προσεχώς ετεροθαλής 30χρονη αδερφή της, Μπρουκ. Στην αρχή η 18χρονη Τρέισι μαγνητίζεται από τη ζωντάνια της Μπρουκ, αλλά στην πορεία αποδεικνύεται ότι η ενεργητικότητά της είναι απλώς ένας τρόπος να κρύψει τη δυστυχία της και το άγχος της να βρει τι θέλει να κάνει πριν να είναι αργά για τις επιλογές της. Ο θάνατος της μητέρας της είναι ένα γεγονός που αδυνατεί να ξεπεράσει και το «καμπανάκι» των 30 της προκαλεί πανικό να πετύχει στη ζωή της εδώ και τώρα. Όταν η ταινία κάπου στα μισά μεταφέρεται από τη Νέα Υόρκη στο Κονέκτικατ χάνει σε ενέργεια, αλλά κερδίζει σε εμβάθυνση χαρακτήρων. Όλοι οι πρωταγωνιστές κλείνονται σε ένα σπίτι και από quirky στερεότυπα γίνονται αληθινοί άνθρωποι με αληθινά προβλήματα και όλο αυτό μέσα από μια σειρά κωμικοτραγικών καταστάσεων.
Το «Mistress America» δε φτάνει την αυθόρμητη τελειότητα του «Frances Ha», την πλησιάζει όμως αρκετά και ήδη μπορεί να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες δουλειές του Μπάουμπαχ. Η σύγκρουση δύο γενεών που είναι τόσο κοντά όσο και μακριά προκαλεί άγχη και πάθη και αυτό μέσα από τους ουσιαστικούς διαλόγους των Μπάουμπαχ και Γκέργουιγκ που μοιάζουν σαν να βγήκαν από κάποιο κλασικό βιβλίο της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Να μη χωρίσουν ποτέ αυτοί οι δύο.
Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου το Ιντεάλ γέμισε ασφυκτικά για την προβολή του «Πράσινου δωματίου», το οποίο μας υποσχόταν ένα δυνατό κλειστοφοβικό θρίλερ που θα μας κάνει να θέλουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας μακριά από την οθόνη λόγω της ακραίας βίας του. Είναι η νέα ταινία του Τζέρεμι Σόλνιερ που επανέρχεται δύο χρόνια μετά το βραβευμένο «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» και με θετικότατες κριτικές να τον συνοδεύουν από τις Κάννες και το Τορόντο.
Η σύνοψη της ταινίας σε κερδίζει με την πρώτη ματιά. Μια πανκ μπάντα εγκλωβίζεται σε ένα απόμερο μπαρ μιας συμμορίας νεοναζί και αφού τα μέλη της γίνονται μάρτυρες ενός αποτρόπαιου φόνου, γίνονται οι επόμενοι στόχοι. Βάλε το πολύ ενδιαφέρον indie καστ (Ίμοτζεν Πουτς, Άντον Γιέλτσιν, Άλια Σόκατ μεταξύ άλλων), βάλε και ότι μοχθηρός επικεφαλής της συμμορίας είναι ο Πάτρικ Στιούαρτ, δε θέλαμε και πολύ για να κλείσουμε εισιτήριο.
Η ταινία ξεκινά καλά, χτίζοντας μια ψυχρή κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που σου δίνει διαρκώς την εντύπωση ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί, ωστόσο χάνει πράγματα στην πορεία γιατί κυρίως δεν ασχολήθηκε καθόλου με το να αναπτύξει τους χαρακτήρες της. Κανείς θάνατος δεν έχει έναν οποιοδήποτε αντίκτυπο στο κοινό και η ψυχρή ατμόσφαιρα γυρνά ως μπούμερανγκ, αφού αποστειρώνει το περιβάλλον και αφαιρεί την όποια πιθανότητα διασκέδασης. Η βία δεν είναι όσο ακραία περιμένεις σε σχέση με όσα είχαν γραφτεί, η ψυχαγωγική διάσταση του φιλμ είναι ανύπαρκτη, οπότε μένουν απλώς κάποιες εκλάμψεις μαύρου χιούμορ και το υψηλών προδιαγραφών τεχνικό κομμάτι της ταινίας, με τη μουντή φωτογραφία να ξεχωρίζει. Ο Σόλνιερ έχει αδιαμφισβήτητα ένα όραμα, περιμένουμε ωστόσο τη στιγμή που θα σταματήσει να μπερδεύει την έννοια του concept με αυτή του σεναρίου.
Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής στο πρόγραμμα του Ιντεάλ υπήρχε ένα ντοκιμαντέρ με τον πιο ευφάνταστο τίτλο των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας: «Τσακ Νόρις εναντίον Κομμουνισμού». Τη δεκαετία του 1980 το κομμουνιστικό καθεστώς του Τσαουσέσκου επέβαλε αυστηρό φιλτράρισμα σε ο,τιδήποτε προερχόταν από το δυτικό κόσμο. Όαση μέσα σε αυτή τη συνθήκη αποτέλεσαν οι μυστικές προβολές των λαθραίων VHS. Ο κόσμος ήρθε έτσι σε επαφή με τις περιπέτειες του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, του Σιλβέστερ Σταλόνε, του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ και του Τσακ Νόρις, με τη διευκρινιστική λεπτομέρεια ότι όλες αυτές οι ταινίες ήταν μεταγλωττισμένες με τη φωνή μιας και μόνο γυναίκας, της Ιρίνα Νίστορ.
Το ντοκιμαντέρ είναι αφιερωμένο στο γενναίο κατόρθωμα αυτής της γυναίκας και την ίδια στιγμή στέλνει ένα ερωτικό γράμμα στο ίδιο το σινεμά και τη δύναμη που έχει να επηρεάζει συνειδήσεις και να αλλάζει τον κόσμο. Από τεχνικής πλευράς είναι απλώς καλογυρισμένο χωρίς να πραγματοποιεί κάποια τομή στο είδος του, ξέρει πάντως πώς να χειριστεί το περιεχόμενό του και στο τέλος να σε συγκινήσει με αυτό.
Ίσως η σημαντικότερη προβολή του Σαββατοκύριακου ήταν το «45 χρόνια» στο Ιντεάλ. Μετά το πολυσυζητημένο «Weekend» και το πολύ καλό τηλεοπτικό «Looking», ο Άντριου Χέι σκηνοθετεί την κρίση που περνά ένα ανδρόγυνο Βρετανών λίγο πριν την 45η επέτειο του γάμου τους. Ο Τζεφ μαθαίνει ότι βρέθηκε στις Άλπεις της Ελβετίας το νεκρό σώμα της πρώτης αγαπημένης του, η οποία αγνοούνταν επί χρόνια. Αυτό το γεγονός κλονίζει συθέμελα την ψυχολογία του και επηρεάζει εξίσου την Κέιτ. Κάπως έτσι, η επέτειός τους μετατρέπεται ένα τεστ αλήθειας για το γάμο τους.
Το «45 χρόνια» είναι αργό και χαμηλόφωνο. Σκοπεύει να πει μόνο αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις σε βάθος ετών και για αυτό χωνεύεται αρκετά δύσκολα. Δεν υπάρχει αχτίδα ελπίδας εδώ, ούτε καλλωπισμένο χάπι εντ. Το ιδιοφυές του σεναρίου είναι ότι δεν εξετάζει την επίδραση που έχει το περιστατικό στον Τζεφ, αλλά επικεντρώνεται στο πώς δέχεται την αντίδραση του η Κέιτ. Η επιρροή που ασκεί το θηλυκό στοιχείο στους άνδρες είναι η κινητήριος δύναμη της ταινίας έτσι κι αλλιώς, πέρα από αυτό πάντως η Σάρλοτ Ράμπλινγκ δίνει μια σπουδαία ερμηνεία η οποία «λέει» πολλά περισσότερα από όσα ξεστομίζει ο χαρακτήρας της. Είναι πολύ πιθανό να φτάσει μέχρι τα Όσκαρ και σε οποιαδήποτε διαφορετική εξέλιξη θα μιλούσαμε για κατάφωρη αδικία. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας είναι σοκαριστικά αφοπλιστικό. Πολύ καλός και ο Τομ Κόρτνεϊ σε μια πιο «θεατρική» ερμηνεία.
Το σίγουρο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία η οποία μένει μαζί σου μετά την προβολή και μεγαλώνει μέσα σου και πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να δεχθείς τις αλήθειες της αν δε θέλεις να σου πέσει βαριά. Ο Άντριου Χέι φαίνεται ότι πραγματοποιεί στέρεα βήματα και περιμένουμε με περιέργεια την επόμενη δουλειά του.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]