Νύχτες Πρεμιέρας 2015: το τελευταίο Σαββατοκύριακο
Ανταπόκριση από τα «Black Mass», «The Assassin» και «Dheepan».
Η αυλαία των 21ων Νυχτών Πρεμιέρας έπεσε χθες βράδυ, αφήνοντας έντονες κινηματογραφικές αναμνήσεις στο κοινό που βρέθηκε στις αίθουσες του φεστιβάλ τις προηγούμενες δώδεκα ημέρες.
Το φετινό πρόγραμμα μπορεί να μην ήταν στο σύνολό του το καλύτερο που μας έχει παρουσιάσει το συγκεκριμένο φεστιβάλ, είχε πάντως μερικές πολύ δυνατές κορυφές, κάποιες από τις οποίες είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε το τελευταίο Σαββατοκύριακο. Ας κάνουμε λοιπόν μια ανασκόπηση των προβολών μας, αρχής γενομένης από την Παρασκευή.
Πολλά είχαν ακουστεί για την «Ανίερη συμμαχία» («Black Mass» ο πρωτότυπος τίτλος) τον τελευταίο καιρό. Η ταινία του Σκοτ Κούπερ με τον Τζόνι Ντεπ στο ρόλο του διαβόητου γκάνγκστερ Τζέιμς Ουάιτι Μπάλγκερ έκανε πρεμιέρα στη Βενετία αποσπώντας σε γενικές γραμμές ενθαρρυντικές κριτικές, οπότε είχαμε προετοιμαστεί για μια πιθανή επιστροφή του Ντεπ μετά από ένα μεγάλο διάστημα που βρίσκόταν στον αυτόματο πιλότο. Και όση καλή διάθεση κι αν είχαμε, οι προσδοκίες μας δεν ευοδώθηκαν.
Ο Ουάιτι Μπάλγκερ αναδείχθηκε ως ένας από τους πιο φοβερούς και τρομερούς κακοποιούς της Βοστώνης, εκμεταλλευόμενος τη θέση του γερουσιαστή αδερφού του και μια συμφωνία με το FBI για να δίνει πληροφορίες που αφορούν τη μαφία στην περιοχή. Η ταινία καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό εύρος από τα μισά των 70s μέχρι τα τέλη των 80s και έρχεται και στο σήμερα μέσω των ομολογιών όσων συμμετείχαν στην εγκληματική οργάνωση του Μπάλγκερ.
Το πρόβλημα της ταινίας ξεκινά από το ότι παίρνει τον εαυτό της πολύ περισσότερο στα σοβαρά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Πρωταγωνιστής είναι ουσιαστικά ο Τζόελ Έτζερτον, αφού το φιλμ παρακολουθεί τις εξελίξεις από την οπτική γωνία του πράκτορα του FBI που υποδύεται, χωρίς ποτέ η αφήγηση να αποκτά ενδιαφέρον με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Ντεπ βρίσκεται χωμένος κάτω από ένα κακό μακιγιάζ που του περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα παρέμβασης, χωρίς βέβαια και ο ίδιος να φαίνεται διατεθειμένος να σπάσει τη μανιέρα που ακολουθεί εδώ και χρόνια. Το καστ που μάζεψε ο Κούπερ είναι λαμπερό, αλλά δεν ξέρει πώς να το αξιοποιήσει και έτσι καταλήγεις να παρακολουθείς απλώς μια άνευρη παρέλαση αστέρων. Και πέρα από αυτό, η «Ανίερη συμμαχία» είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα ταινίας που δεν έχει ιδέα τι να κάνει με τους γυναικείους χαρακτήρες του. Οι Ντακότα Τζόνσον, Τζούλιαν Νίκολσον και (ειδικά η) Τζούνο Τεμπλ χαραμίζονται τόσο άγαρμπα που πραγματικά η καλύτερη λύση θα ήταν να μη βρίσκονταν καθόλου εκεί.
Η «Ανίερη συμμαχία» είναι μια βαρετή και καθόλου διασκεδαστική γκανγκστερική ταινία που δε διαθέτει σε καμία περίπτωση το μπάτζετ για να γίνει οσκαρικών προδιαγραφών και απλά μένει στην ντοκιμαντερίστικη καταγραφή των γεγονότων, χωρίς να διαθέτει κάποια προσωπική σφραγίδα. Η επιστροφή του Ντεπ θα αργήσει λίγο ακόμη.
Η απογοήτευσή μας για την «Ανίερη συμμαχία» έμεινε πίσω το Σάββατο από τα πρώτα κιόλας λεπτά της «Σιωπηλής δολοφόνου» («The Assassin»). Η νέα ταινία του Χου Χσιάο-Χσιεν είναι το πιο μεγαλεπήβολο πρότζεκτ του έως τώρα, με 5 χρόνια γυρισμάτων και 25 (!) χρόνια προετοιμασίας. Πηγαίνουμε πίσω στην Κίνα του 9ου αιώνα, εκεί όπου μια πανέμορφη εκπαιδευμένη δολοφόνος με ισχυρή αίσθηση του δικαίου καλείται να σκοτώσει τον ξάδελφό της, ο οποίος τυχαίνει να είναι και ο μοναδικός άνθρωπος που αγάπησε ποτέ. Το δίλημμα δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο: θα επιλέξει να ακολουθήσει τις αρχές της ή την καρδιά της;
Σαν ιστορία, το «The Assassin» δεν έχει να μας πει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί αρκετές φορές στο σινεμά της Άπω Ανατολής. Μη μείνετε όμως σε αυτό. Πίσω από το κινεζικό φολκλόρ, υπάρχει μια ταινία εκπάγλου καλλονής, γεμάτη εικόνες που εντυπώνονται βαθιά μέσα σου και επανέρχονται μετά για καιρό. Το τετράγωνο κάδρο που χρησιμοποιείται ως ratio προσφέρει βάθος στα πανέμορφα τοπία και σε συνδυασμό με τα καταπληκτικά κοστούμια δημιουργείται μια συναρπαστική χρωματική παλέτα που ξεκουράζει τα μάτια σου, χωρίς να ενοχλείσαι καθόλου από τον αργό ρυθμό και τα πολλά μονόπλανα.
Οι μάχες είναι ένα σημαντικό κομμάτι της υπόθεσης, ο Χου Χσιάο-Χσιεν δεν ενδιαφέρεται ωστόσο τόσο πολύ για τη δράση. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν είναι άψογα χορογραφημένες, παρουσιάζονται πάντως ράθυμες και «άδειες» συναισθηματικά, σαν οι συμμετέχοντες να θέλουν να αποδεσμευτούν από αυτές (αποκορύφωμα το φινάλε) και να ακολουθήσουν έναν διαφορετικό δρόμο, αυτόν της πνευματικότητας και των συναισθημάτων.
Το «The Assassin» είναι σίγουρα η πιο ιδιαίτερη ταινία πολεμικών τεχνών που έχουμε δει, κάνοντας το «Τίγρη και Δράκος» να φαίνεται κενό δημιούργημα του εμπορικού Χόλιγουντ. Αυτό που σου μένει στο τέλος είναι η αίσθηση ότι παρακολούθησες ένα αριστούργημα που θα μνημονεύεται για χρόνια και που όσο περνά ο καιρός θα αποκαλύπτεται μέσα σου με τη λογική ενός παζλ. Η Σου Κι είναι εντυπωσιακά όμορφη και κουβαλά μια κρυφή μελαγχολία για τις χαμένες στιγμές στο βλέμμα της που εξυψώνει την ερμηνεία, και τέλος πάντων, δείτε αυτή την ταινία, με προτεραιότητα πάντα τη μεγάλη οθόνη. Ένα ποίημα.
Η επόμενη ταινία που θα βλέπαμε μετά το «The Assassin» είχε πολύ δύσκολο έργο ώστε να μας κρατήσει το ενδιαφέρον και να μας εντυπωθεί, αλλά ευτυχώς «πέσαμε» στο «Dheepan» του Ζακ Οντιάρ που έφυγε με το Χρυσό Φοίνικα από τις φετινές Κάννες.
Παρά τις δάφνες του Χρυσού Φοίνικα, περιμέναμε με επιφυλακτικότητα το «Dheepan». Ο Οντιάρ έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του, αλλά οι κριτικές από τις Κάννες διίσταντο και υπήρχαν ενστάσεις, ενώ δεν μπορούμε να πούμε ότι ενθουσιαστήκαμε με το «Σώμα με Σώμα». Η ιστορία εδώ είναι τυπική για Οντιάρ. Ο Sivadhasan είναι ένας πολεμιστής των «τίγρεων του Ταμίλ» στον εμφύλιο πόλεμο της Σρι Λάνκα και όταν βρίσκεται στη πλευρά των ηττημένων αποφασίζει να μεταναστεύσει στη Γαλλία για μια νέα αρχή. Για να αποκτήσει ωστόσο πολιτικό άσυλο παίρνει το διαβατήριο ενός νεκρού με το όνομα Ντιπάν και επιβιβάζεται μαζί με μια νεαρή γυναίκα και ένα 9χρονο κορίτσι, παριστάνοντας την οικογένεια. Το σχέδιο πετυχαίνει και όλα βαίνουν καλώς στη νέα τους γειτονιά στο νοτιανατολικό Παρίσι, όταν η βία ξεσπά και στο νέο τους σπίτι και αναγκάζει τον Ντιπάν να αξιοποιήσει όσα έμαθε στον πόλεμο.
Η αίσθηση που σου δημιουργεί το «Dheepan» καθώς το παρακολουθείς είναι ότι και ο ίδιος ο Οντιάρ ανακάλυπτε τις δυνατότητες της ταινίας καθώς τη γύριζε. Νιώθεις πως ο,τιδήποτε μπορεί να συμβεί και κάτι που ξεκινά ως ένα ιδιαίτερο οικογενειακό δράμα εξελίσσεται σε κάτι πολύ πιο βίαιο και σκοτεινό, με τις αναφορές στην κουλτούρα των Ταμίλ και της Σρι Λάνκα να παρουσιάζονται ανέπαφες. Ανέκαθεν το σινεμά του Οντιάρ ήταν ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, αυτή είναι πάντως η πιο ξεχωριστή ταινία του όσον αφορά το φοκλόρ κομμάτι της. Σε αυτό συμβάλλουν και οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας, οι οποίοι με περίσσεια φυσικότητα προτάσσουν ωμό ρεαλισμό.
Το τελευταίο δεκάλεπτο της ταινίας ήταν η πιο αμφιλεγόμενη στιγμή της για τους κριτικούς στις Κάννες και όσο και αν καταλαβαίνουμε τις αντίθετες απόψεις, εμείς λατρέψαμε το παιχνίδι με την κάμερα που κάνει ο Οντιάρ. Εστιάζει αποκλειστικά στον πρωταγωνιστή του παρά το χαμό που γίνεται γύρω και η ένταση αγγίζει επίπεδα καταιγιστικής περιπέτειας, αλλά με φεστιβαλική σκοπιά. Χωρίς να έχουμε δει όλες τις ταινίες που διαγωνίστηκαν στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, το «Dheepan» βρίσκεται μέσα στις δύο κορυφές του Οντιάρ (μαζί με το «The Beat That My Heart Skipped») και δίκαια απέσπασε το βραβείο.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]