Η αγάπη κυριαρχεί στις ελληνικές αίθουσες

the-lobster
ΔΕΥΤΕΡΑ, 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2015

Εξετάζουμε την έννοια της αγάπης μέσα από τρεις ταινίες που δίνουν το δικό τους ορισμό αυτή την εβδομάδα.

Είναι πλέον κοινός τόπος να πεις ότι ο κόσμος δεν πηγαίνει σινεμά. Λίγο η κρίση, λίγο η πειρατεία, λίγο και ότι ο κόσμος έχει στραφεί σε άλλες μορφές διασκέδασης, δε θέλει και πολύ να βλέπεις τόσες αίθουσες μισοάδειες. Αυτό που περιμένουν οι άνθρωποι του κινηματογράφου είναι εβδομάδες όπως αυτή που διανύουμε, κατά την οποία κυκλοφορούν πολλές ταινίες-κράχτες, οι οποίες τυγχάνει να είναι και καλές.

Μέσα στο χαμό που γίνεται με εννιά κυκλοφορίες, ξεχωρίζουμε τρεις από αυτές. Μιλάμε για τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου, τον «Πορφυρό λόφο» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο και το «Love» του Γκασπάρ Νοέ. Πρώτα απ’ όλα είναι υπέροχο να έχεις νέες ταινίες αυτών των τριών δημιουργών την ίδια εβδομάδα. Το ακόμη πιο τέλειο όμως είναι ότι αυτοί οι τρεις θεωρητικά ασύνδετοι μεταξύ τους σκηνοθέτες έβγαλαν μαζί τρεις ταινίες οι οποίες μπορούν να μπουν κάτω από την ίδια σκέπη: την αγάπη.

Ασφαλώς και μιλάμε για τρεις διαφορετικές ταινίες, οι οποίες παρόλα αυτά προσπαθούν να ορίσουν με τον τρόπο της η κάθε μία τι είναι αυτό που το λένε αγάπη. Το concept της κινηματογραφικής εβδομάδας είναι λοιπόν ξεκάθαρο, οπότε ας εξετάσουμε αυτές τις ταινίες υπό το συγκεκριμένο συνεκτικό ιστό.

Η αγάπη στον «Αστακό»

Ο Γιώργος Λάνθιμος έχει κερδίσει επάξια τη θέση του ως ένας από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς του παγκόσμιου σινεμά, από αυτούς που παραμένουν απρόβλεπτοι σε κάθε βήμα τους και δεν μπορείς να ξέρεις τι θα περιμένεις. Επιστέγασμα αυτής της πορείας του είναι το καστ που συγκέντρωσε ο «Αστακός». Γιατί όταν μπορείς να μαζέψεις τους Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Λέα Σεϊντού, Μπεν Γουίσοου και Ολίβια Κόλμαν και όλοι να ταχθούν με προθυμία στις υπηρεσίες του οράματός σου, τότε το μέλλον σου ανήκει.

Ο «Αστακός» είναι μια ταινία που διαθέτει τη σφραγίδα του Λάνθιμου ως προς το κομμάτι που προσεγγίζει ένα είδος δυστοπίας. Από εκεί και πέρα πρόκειται για την πιο προσβάσιμη ταινία του σκηνοθέτη και αυτό χωρίς να χάνει σε βάθος. Κάθε άλλο. Όσον αφορά τα θέματα που αγγίζει, πρόκειται για την πιο φιλόδοξη απόπειρα του Λάνθιμου να τονίσει τα προβληματικά και αρρωστημένα μέρη της κοινωνίας μας και μέσα από την αναζήτηση της αγάπης ξεσκεπάζει κάθε μορφή καθωσπρεπισμού.

Στον «Αστακό» λοιπόν η αγάπη είναι «παράνομη» και παρουσιάζεται έξω από το λειτουργικό κοινωνικό σύνολο. Μέσα από την αλληγορία του Ξενοδοχείου στηλιτεύεται η επιταγή της κοινωνίας να είσαι οπωσδήποτε μαζί με κάποιον γιατί αλλιώς «μένεις στο ράφι» ή θεωρείσαι αποτυχημένος ή γεροντοκόρη ή τόσοι άλλοι προσδιορισμοί που όλοι γνωρίζουμε. Η αγάπη είναι δευτερεύον ζήτημα, αφού αυτή η συνθήκη επηρεάζει άμεσα το άτομο ώστε να νιώθει ενοχικά αισθήματα μοναξιάς όντας single και έτσι να απαρνείται στοιχεία του ίδιου του εαυτού του στα πλαίσια μιας αποστειρωμένης συντροφικότητας.

Η αγάπη στη νέα ταινία του Λάνθιμου έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι περιπετειώδης και σφύζει από φαντασία ακόμη και στα πιο δύσβατα μέρη. Και εκεί που νομίζεις ότι ο δημιουργός του «Κυνόδοντα» έγινε ρομαντικός, σε αφήνει με ένα τέλος που θέτει σε αμφισβήτηση τα πάντα και αφήνει το ίδιο το κοινό να αναρωτηθεί για τη φύση του έρωτα. Σαν να βάζει μπροστά σου έναν καθρέφτη και να σε κάνει να διερωτηθείς τι είναι για σένα η αγάπη μετά από ό,τι παρακολούθησες. Είναι ταυτόχρονα ένα πολύ καλό date movie και την ίδια στιγμή λειτουργεί ως μια πανέξυπνη αποδόμηση των date movies, και πάνω απ’ όλα είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο στέρεα βήματα του ελληνικού σινεμά.

Η αγάπη στον «Πορφυρό λόφο»

Η νέα ταινία του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο πλασαρίστηκε τεχνηέντως ως τρόμου, με ένα trailer τόσο παραπλανητικό που ενδιαφέρεται μόνο να σε φέρει στην αίθουσα και όχι να σου αρέσει αυτό που θα δεις μέσα σε αυτή. Ευτυχώς ο Ντελ Τόρο είναι υπεράνω κάθε στούντιο και παίζει με τους δικούς του κανόνες βγαίνοντας πάντα νικητής.

Ο «Πορφυρός λόφος» είναι ένα γοτθικό ρομάντζο που τυχαίνει να διαθέτει κάποια φαντάσματα. Δεν ορίζεται από αυτά και η θέση τους απλά τονίζει τα στοιχεία της αλληγορίας και του ενήλικου παραμυθιού που αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του σινεμά του Ντελ Τόρο. Μέσα από την ανατριχιαστική ατμόσφαιρα αναδεικνύεται ένα ιδιόμορφο ερωτικό τρίγωνο, το οποίο μας διδάσκει πόσο ισχυρή είναι η επίδραση της αγάπης και πόσο μπορεί να μας μετατρέψει σε τέρατα. Οι έννοιες του φωτός και του σκοταδιού συγχέονται και στο τελευταίο 20λεπτο της ταινίας παρατηρούμε το Υψηλό που μπορεί να μας οδηγήσει ο έρωτας τόσο από την καλή όσο και από την ανάποδη.

Τα τέρατα στον «Πορφυρό λόφο» δεν είναι τα φαντάσματα. Κρύβονται μέσα στους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Το καθηλωτικό ξέσπασμα της Τζέσικα Τσαστέιν είναι πιο τρομακτικό από κάθε πιθανή σκηνή με φάντασμα και παράλληλα είναι σπαρακτικό γιατί συνειδητοποιείς πως ό,τι αποτρόπαια πράξη έχει κάνει, τη δικαιολόγησε χάριν της αγάπης.

Το παραμύθι του Ντελ Τόρο χρειάζεται μονάχα τρεις χαρακτήρες ώστε να δώσει κάθε πιθανό ορισμό της αγάπης και πώς αυτή επηρεάζει τους εμπλεκόμενους, πέρα από τα όρια του χώρου ή του χρόνου. Ο «Πορφυρός λόφος» είναι μια εξαιρετική ταινία από όπου και αν την προσεγγίσεις, από αυτές που μεγαλώνουν μέσα σου μετά την προβολή και είναι ουσιαστικές και περιεκτικές και διαθέτουν και ένα πανέμορφο περιτύλιγμα. Συν τοις άλλοις όμως, θεωρούμε ήδη δεδομένο ότι θα αντέξει στο χρόνο και όσο οι άνθρωποι ερωτεύονται, θα υπάρχει εκεί για να μας προειδοποιεί για όλες τις πιθανές καταλήξεις. Δε βλέπεις συχνά τέτοια κατάθεση αλύγιστου πάθους επί της οθόνης.

Η αγάπη για το «Love»

Πριν από κάποια χρόνια στις Νύχτες Πρεμιέρας είχε παρευρεθεί ο ιάπωνας σκηνοθέτης Σιόν Σόνο, στα πλαίσια ενός αφιερώματος στον ίδιο από το φεστιβάλ. Μια από τις αξέχαστες στιγμές εκείνων των ημερών είναι η απάντηση που είχε δώσει ο μοναδικός στο είδος του δημιουργός στην ερώτηση «τι είναι αγάπη». «Η αγάπη είναι πέος» είχε απαντήσει, γεμίζοντας με χαχανητά αμηχανίας την αίθουσα του Απόλλωνα. Αυτός ο ορισμός της αγάπης δε διαφέρει λοιπόν σε πολλά σημεία από αυτόν που δίνει ο Γκασπάρ Νοέ.

Το «Love» είναι το τρισδιάστατο πορνογραφικό έπος του Νοέ που τόσο πολύ συζητήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, για να αποδειχθεί στην πορεία ότι δεν είναι τόσο… επικό, αλλά τουλάχιστον είναι ένα ακόμη κινηματογραφικό statement από το δημιουργό που συγκλόνισε κάποτε με το «Μη αναστρέψιμος» και μας χάρισε μια ανεπανάληπτη εμπειρία με το «Enter the Void».

Έχουμε να κάνουμε με την πιο «στρωτή» ταινία του Νοέ, η οποία παραμένει πολύ εσωστρεφής και εγωκεντρική για να χτίσει μια επικοινωνία με το κοινό. Όλο το «ζουμί» είναι πάντως στις σκηνές του σεξ, με την αγάπη να εμφανίζεται πρωτίστως σαρκικό φαινόμενο, αφού όλα ξεκινούν από το κρεβάτι και καταλήγουν σε αυτό. Όσο διεγερτικό είναι το σεξ στην αρχή με την αλησμόνητη σκηνή του ερωτικού τριγώνου, τόσο φυσιολογικό φαίνεται στο τέλος. Και κάπως έτσι κάτι που αρχικά σου φαινόταν ταμπού, καταλήγει να μπαίνει στη σφαίρα της κανονικότητας.

Αυτή είναι και η σημαντικότερη νίκη του Νοέ με το «Love». Στη λιγότερο επαναστατική ταινία του, με μια υπόθεση που είναι αφόρητα επίπεδη και δεν εκτοξεύεται σε κανένα σημείο, καταφέρνει να αποτυπώσει άψογα το καθαρά σωματικό κομμάτι του έρωτα, παρουσιάζοντας όλα τα στάδιά του, από την αρχή μέχρι το τέλος μιας σχέσης. Και αυτό μόνο αμελητέο δεν είναι.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]